24/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ

Η μακροημέρευση μιας θεωρίας

Οι άνθρωποι στις κοινωνίες μας σε μεγάλο βαθμό είναι στραμμένοι στο κυνήγι της υλικής ευδαιμονίας και τίποτα άλλο δεν θέτει σε τόσο μεγάλο κίνδυνο αυτό το κυνήγι, όσο η βία.
      Pin It

Οι άνθρωποι στις κοινωνίες μας σε μεγάλο βαθμό είναι στραμμένοι στο κυνήγι της υλικής ευδαιμονίας και τίποτα άλλο δεν θέτει σε τόσο μεγάλο κίνδυνο αυτό το κυνήγι, όσο η βία

 

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*

 

Πολύ μελάνι έχει χυθεί τους τελευταίους μήνες για τη θεωρία των «δύο άκρων». Οι αιτίες αυτού του ενδιαφέροντος είναι αρκετές. Μια από αυτές είναι η μακροημέρευση αυτής της θεωρίας.

 

Μπορεί να την αναγάγει κανείς στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πιο συγκεκριμένα σ’ εκείνην την περίοδο που η τύχη του Αξονα φαινόταν να έχει κριθεί, ακόμα και αν ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Οι μελλοντικές νικήτριες δυτικές δυνάμεις αναζητούσαν ήδη τα μέσα αντιμετώπισης αυτού που προαλειφόταν ως ο κύριος μεταπολεμικός εχθρός, δηλαδή του Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου. Με νωπές τις θηριωδίες του φασισμού και του ναζισμού, η εξίσωση του κομμουνισμού με αυτούς τους τελευταίους παρουσίαζε το πλεονέκτημα μιας σχεδόν αυτόματης εξουδετέρωσης του μελλοντικού εχθρού.

 

Εφόσον ο κομμουνισμός είναι μια ιδεολογία εξίσου βίαιη με τον φασισμό, εφόσον δεν αποδέχεται και αυτός το αστικό δημοκρατικό πολίτευμα και τη νομιμότητα, αυταπόδεικτα προβάλλει η ανάγκη καταπολέμησής του, με την ίδια τουλάχιστον προσήλωση, όπως αυτή που επιδείχτηκε στην καταπολέμηση του φασισμού.

 

Το αν η αμφισβήτηση της δημοκρατικής νομιμότητας γινόταν στην περίπτωση του φασισμού στο όνομα της κυριαρχίας των λίγων εκλεκτών ή, ακόμα χειρότερα, των φυλετικά λίγων εκλεκτών, και σε τελευταία ανάλυση του ηγέτη, στην περίπτωση του ναζισμού, ενώ στην περίπτωση του κομμουνισμού στο όνομα της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, λίγο απασχολούσε τους πρωτομάστορες της θεωρίας των «δύο άκρων».

 

Εξάλλου, αυτοί οι φιλελεύθεροι ιδεολόγοι, παρότι διαβεβαίωναν για τις αγεφύρωτες διαφορές τους με τους πρωτοφασίστες θεωρητικούς, είχαν διδαχτεί από τους τελευταίους να μην παίρνουν ούτε κατ’ ελάχιστον υπόψη τις θεωρίες που διατύπωναν οι άνθρωποι, τους λόγους που εκφωνούσαν, τα συνθήματα που εκτόξευαν. Πίσω από το εξισωτικό κήρυγμα των κομμουνιστών δεν κρυβόταν παρά η άσβεστη επιθυμία κάποιων «κόκκινων», αυτήν τη φορά, ελίτ για εξουσία. Εφόσον, λοιπόν, μόνο το χρώμα διέφερε, φασισμός και κομμουνισμός έμελλε να είναι απλώς δύο παραλλαγές του ίδιου θέματος.

 

Ανάλογη γειτνίαση, αν όχι ομοιότητα, θα ανακάλυπταν και ως προς τη βία. Φασισμός και Αριστερά εκθειάζουν στον ίδιο βαθμό τη βία, κήρυσσαν και κηρύττουν οι οπαδοί της θεωρίας των «δύο άκρων». Το ότι η βία αποτελεί οργανικό κομμάτι της ύπαρξης των φασιστών, διόλου δεν τους απασχολεί. Το ότι άνευ της βίας ολόκληρη η στοχοθεσία των φασιστών, και άρα η ίδια τους η ύπαρξη, παύει να υφίσταται, μοιάζει να μην τους έχει περάσει από το μυαλό.

 

Η αναγέννηση της φυλής ή του έθνους δεν μπορεί να συντελεστεί σύμφωνα με τους φασίστες θεωρητικούς χωρίς την προσφυγή στη βία. Αυτή η τελευταία καλείται από μόνη της να θεραπεύσει κοινωνίες που έχουν τόσο βαθιά περιπέσει στην παρακμή ώστε μόνο μέσα από το καθαρτήριο της βίας μπορούν να θεραπευθούν. Το έθνος έχει γονατίσει ως συνέπεια της διαλυτικής ενέργειας του κοινοβουλευτισμού ή της μαζικής εισροής μεταναστών και μόνο μέσα από τη βία μπορεί να ορθοποδήσει. «Μπαίνουμε στη Βουλή για να τους δείρουμε» ή μαχαιρώνουμε τον ανύποπτο μετανάστη, αποτελούν λόγια και πρακτικές που μπορούν από μόνα τους και μέσα από το συμβολικό τους φορτίο, να οδηγήσουν το έθνος στην ακμή. Δεν χρειάζονται προγράμματα για να επέλθει το καλό. Ολα αυτά εξάλλου είναι λόγια, προορισμένα αργά ή γρήγορα να εξαφανιστούν. Οι λαμπρές στιγμές της Ιστορίας γράφτηκαν γιατί κάποιοι «φωτισμένοι» δεν δίστασαν να προσφύγουν στο μεγάλο αντίδοτο κατά της ηθικής και εθνικής παράλυσης, που δεν είναι κανένα άλλο από τη βία.

 

Για την Αριστερά η βία δεν αποτέλεσε τίποτε άλλο από ένα απλό μέσο. «Μαμή της Ιστορίας» την αποκάλεσε ο Μαρξ, αυτή δηλαδή που ξεγεννάει την Ιστορία, και όχι αυτή που τη γεννάει, όπως κηρύσσουν οι φασίστες. Και αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν θα διαπιστώσει ότι η Αριστερά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων προσέφυγε στη βία για να αμυνθεί, χρησιμοποιώντας την ως ένα απλό μέσο και όχι γιατί πίστευε ότι από μόνη της καταφέρνει το οτιδήποτε.

 

Ολα αυτά τα σχεδόν αυταπόδεικτα, οι θεωρητικοί των «δύο άκρων» θέλουν να τα ξεχνούν. Οχι μόνο γιατί η θεωρία τους έχει μακροημερεύσει και η αντοχή της στον χρόνο αποτελεί έναν πολύ καλό λόγο για τη διαφύλαξή της. Οχι γιατί η φορμαλιστική ομοιότητα -βία ο ένας, βία και ο άλλος- αυταπόδεικτα επιβεβαιώνει τον συμψηφισμό φασισμού και Αριστεράς. Αλλά για έναν άλλο λόγο, κυρίως. Γιατί γνωρίζουν ότι οι κοινωνίες μας είναι κοινωνίες της ειρήνευσης που τίποτε άλλο δεν μοιάζει να τις ενοχλεί όσο η διακοπή αυτής της κοινωνικής ειρήνης.

 

Οι άνθρωποι στις κοινωνίες μας σε μεγάλο βαθμό είναι στραμμένοι στο κυνήγι της υλικής ευδαιμονίας και τίποτα άλλο δεν θέτει σε τόσο μεγάλο κίνδυνο αυτό το κυνήγι, όσο η βία. Με το να θεωρούν την Αριστερά αυτουργό βίας, δεν τη βάλλουν τόσο γιατί την εξομοιώνουν με το απόλυτο κακό, που είναι ο φασισμός, όσο γιατί τη φέρνουν σε αντίθεση με την κυρίαρχη κοινωνική συνήθεια που είναι αυτή του πλουτισμού. Μόνον που η θεωρία τους δεν είναι πια μια θεωρία με το λούστρο του παλιού αλλά μια πεπαλαιωμένη θεωρία, εφόσον τα μνημονιακά χρόνια έχουν αναιρέσει απότομα τις κυρίαρχες συνήθειες των ανθρώπων. Και αν δεν το έχουν κάνει ακόμα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, το έχουν κάνει σίγουρα στη ροή των πραγμάτων, οπότε η πολεμική τους μηχανή θα αποδειχτεί, αργά ή γρήγορα, ατελέσφορη.

 

………………………………………………………………………………

 

* Διδάσκει Πολιτική Θεωρία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Scroll to top