Του Βίκτωρα Νέτα
Ποιος μπορούσε να φανταστεί στη μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας περίοδο ότι, 40 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, θα ήταν και πάλι επίκαιρο και μάλιστα τόσο έντονα το σύνθημα-αίτημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία»; Σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι δίνουν χωρίς ελπίδα τη μάχη για το ψωμί, τη μάχη με την πολύμηνη ή και πολύχρονη ανεργία.
Σήμερα και πάλι βρίσκεται σε αδιέξοδο η Παιδεία, όπου δίνεται μια άλλη μάχη για να μη συρρικνωθεί. Ενώ η πιο δραματική δίνεται για την ελευθερία, για την απελευθέρωση από τα δεσμά των ανάλγητων δανειστών, τα δεσμά των μνημονίων.
Αποδίδεται η πολύπλευρη κρίση που έπληξε τη χώρα, γενικώς και αορίστως στο πολιτικό σύστημα. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές δεν έχουν προσδιορίσει τις αιτίες που οδήγησαν στην υπερχρέωση του κράτους. Αν δεν προσδιοριστούν υπεύθυνα, αξιόπιστα και με ακρίβεια οι αιτίες, δεν είναι δυνατόν να σχεδιαστεί η θεραπεία. Δυστυχώς η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν φώτισε την κρίση, αλλά προ παντός απογοήτευσε για το επίπεδό της. Εδειξε ότι η σημερινή Βουλή είναι κατώτερη των περιστάσεων και από τις χειρότερες που είχε ποτέ η χώρα. Υπεύθυνος πολιτικός λόγος με επιχειρήματα και προτάσεις δεν ακούστηκε ούτε από την κυβερνητική πλευρά ούτε από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Πολιτικός διάλογος δεν γίνεται με φτηνά ευφυολογήματα και με πεζοδρομιακούς χαρακτηρισμούς. Μια πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι θεμελιωμένη και να μην αποσκοπεί μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων με φραστικά πυροτεχνήματα.
Οι βουλευτές και των δύο πλευρών δυστυχώς δεν είναι σε επαφή με το εκλογικό σώμα, αλλά ούτε και με την πραγματικότητα. Είναι τραγικό και απαράδεκτο να μην έχει ερευνήσει η Βουλή τα βαθύτερα αίτια της κακοδαιμονίας, την οποία πληρώνουν οι απλοί πολίτες.
Ενας αξιόπιστος διάλογος μεταξύ προσώπων που δεν έχουν αναλάβει κυβερνητικές ή όποιες πολιτικές ευθύνες στη μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας περίοδο, θα μπορούσε ενδεχομένως να καταλήξει σε χρήσιμα συμπεράσματα για τις ασθένειες του πολιτικού συστήματος. Και με βάση αυτά θα ήταν δυνατό να σχεδιαστεί η θεραπεία, με τη δέσμευση όλων των κομμάτων να την εφαρμόσουν. Είναι κοινό μυστικό και θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι έγιναν σοβαρά πολιτικά λάθη από την αρχή της μεταπολίτευσης. Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε τα βασικά:
Πρώτο λάθος: Χρησιμοποιήθηκε από την πρώτη κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή κυρίως το προδικτατορικό πολιτικό προσωπικό, το οποίο είχε τεράστια ευθύνη που δεν πρόλαβε την εκτροπή και ουσιαστικά με τις αποστασίες και τις ανωμαλίες έφθειρε το πολιτικό σύστημα και άνοιξε τον δρόμο στη χούντα. Δεν χρησιμοποιήθηκαν παρά ελάχιστες νέες δυνάμεις, που αναδείχθηκαν με τον αντιδικτατορικό αγώνα. Παράλληλα σε όλους τους πολιτικούς χώρους επιβλήθηκαν και πήραν το πάνω χέρι πρόσωπα του «εξωτερικού», δηλαδή αυτοεξόριστοι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν σχεδόν καμία αντιστασιακή δράση, αρκούμενοι στις καλές σχέσεις με τον Κων. Καραμανλή. Στον χώρο της Δεξιάς χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, τελευταίου αρχηγού της ΕΡΕ, που αγνοήθηκε και ούτε καν ενημερώθηκε για την κατάργησή της με την ίδρυση από τον Κων. Καραμανλή της Νέας Δημοκρατίας. «Δεν μου είπε κανείς τίποτε», έλεγε με παράπονο. Γι’ αυτό και αρνήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στον χώρο του Κέντρου συγκροτήθηκε το κόμμα με τα παλιά -φθαρμένα τα περισσότερα- στελέχη και αγνοήθηκαν ακόμη και οι μαχητικές δυνάμεις της νεολαίας του «114» και των «Ανένδοτων Αγώνων». Με την Ενωση Κέντρου συνέπραξε ένα μέρος της «Δημοκρατικής Αμυνας», που είχε ισχυρή παρουσία στην αντίσταση. Ενα άλλο μέρος συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ, αλλά γρήγορα οδηγήθηκε σε ρήξη και σε διαγραφές, διότι και στο κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου πήραν το πάνω χέρι στελέχη του ΠΑΚ από το εξωτερικό. Στην Αριστερά επίσης είχαμε διάσπαση με δύο κόμματα: ΚΚΕ εξωτερικού και ΚΚΕ εσωτερικού. Διασπασμένη η Κεντροαριστερά δεν μπόρεσε να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεταδικτατορικού πολιτικού συστήματος. Αφέθηκε ο Κων. Καραμανλής μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού για να τα φέρει όλα στα μέτρα του.
Δεύτερο λάθος: Η κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή (κατ’ όνομα μόνο «Εθνικής Ενότητας») έμεινε μόνο λίγους μήνες στην εξουσία και οδήγησε τη χώρα σε εκλογές, ενώ δεν τις ζητούσε κανείς. Μπορούσε να λύσει το πολίτευμα με το Δημοψήφισμα και να μείνει στην εξουσία, ενισχυμένη και με άλλες δυνάμεις, τουλάχιστον για έναν χρόνο, για να αποχουντοποιήσει το κράτος, να το οργανώσει και να συντάξει ένα Σύνταγμα δημοκρατικό και σύγχρονο.
Τρίτο λάθος: Η πτώση της χούντας και η κατάργηση της μοναρχίας γέννησαν την ελπίδα ότι η χώρα θα αποκτήσει ένα αξιόπιστο δημοκρατικό πολίτευμα, που θα αποκλείει περιπέτειες όμοιες με εκείνες του παρελθόντος. Ο Κων. Καραμανλής με το 54,37% και τις 220 έδρες που πήρε στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 διαμόρφωσε ένα Σύνταγμα στα μέτρα του, το οποίο δεν διορθώθηκε με τις μετέπειτα αναθεωρήσεις που έγιναν από το ΠΑΣΟΚ. Δεν ξεκαθαρίστηκε καν το μέγα ζήτημα του εκλογικού συστήματος και της λειτουργίας των κομμάτων.
Η θεραπεία του συστήματος πρέπει να αρχίσει με μια γενναία αναθεώρηση του Συντάγματος.