27/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η συνταγή για το «γυαλί»

      Pin It

Του Τάσου Παππά

 

Μέσα στον γενικό τηλεοπτικό σαματά, μόνο με τον στόμφο και την υπερβολή έχεις ελπίδα ν’ ακουστείς. Αυτή τη μέθοδο ακολουθεί με συνέπεια ο υπουργός Υγείας, την οποία συμπληρώνει με καθημερινή παρουσία στα μέσα ενημέρωσης (πρωί, μεσημέρι, βράδυ είναι εκεί) και με λόγο προκλητικό, συχνά προσβλητικό για τον συνομιλητή του. Οποιος διαφωνεί μαζί του είναι, κατά τη γνώμη του, άλλοτε κομμουνιστής του ΠΑΜΕ (άρα παλιομοδίτης), άλλοτε βαποράκι του ΣΥΡΙΖΑ (άρα ιδιοτελής), άλλοτε επαγγελματίας συνδικαλιστής (άρα διαβλητός). Και έτσι καταφέρνει να προκαλεί θόρυβο και να κερδίζει τις εντυπώσεις – τον βοηθά και η ένταση της φωνής του.

 

Κανόνες στην τηλεοπτική αρένα δύσκολα μπορείς να επιβάλεις. Αν δεν συναινεί και ο διπλανός σου, η συζήτηση θα γίνει τσίρκο. Το επιχείρημα, η ανάλυση, η σύνθετη σκέψη θεωρούνται αντιεμπορικά και εξοβελίζονται. Στιγματίζονται ως ακαδημαϊσμός. Οι φωνές, οι κραυγές, οι δηλητηριώδεις υπαινιγμοί, οι ανοίκειες εκφράσεις και οι ύβρεις δίνουν τον τόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές τα κριτήρια για το ποιος ή ποια θα προσκληθεί σ’ ένα πάνελ είναι η ικανότητά του στις φραστικές αντεγκλήσεις και η ευχέρειά του να ανταποκρίνεται στις πολωτικές καταστάσεις.

 

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παρατεταμένης σύγκρουσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να «επιβιώσει» κάποιος που επιμένει να παραθέτει ολοκληρωμένες προτάσεις, κάποιος που είναι ευγενής, κάποιος που δεν επιχειρεί να ισοπεδώσει τον πολιτικό αντίπαλό του, να τον εξοντώσει, να τον εκθέσει, αλλά αντιθέτως προσπαθεί να τον πείσει με όπλα την κοινή λογική και τον ορθό λόγο. Γι’ αυτό δεν πάνε στις εκπομπές, όταν καλούνται, σοβαροί διανοούμενοι ή πολιτικοί με διαφορετικά «προσόντα» απ’ αυτά που απαιτούν οι τηλεοπτικές συζητήσεις. Προτιμούν να μην εμπλακούν, για λόγους ψυχικής ισορροπίας, στις ανθρωποφαγικές τηλεοπτικές κόντρες.

 

Το αποτέλεσμα είναι να παρελαύνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, όλοι αυτοί δηλαδή που μολύνουν με την παρουσία τους και τον λόγο τους τη δημόσια ζωή. Δυστυχώς επιβραβεύονται: με υψηλές τηλεθεάσεις από το ακροατήριο (όταν πρόκειται για γενικών καθηκόντων πρόσωπα) και με πολλές ψήφους από το εκλογικό σώμα (όταν πρόκειται για πολιτικούς). Και συνεχίζουν ακάθεκτοι. Αφού η συνταγή «δουλεύει», γιατί να την αλλάξουν;

 

Scroll to top