Του Βίκτωρα Νέτα
Γράφαμε την περασμένη εβδομάδα ότι η «θεραπεία» του «ασθενούς» και προβληματικού πολιτικού συστήματος της χώρας πρέπει να αρχίσει με μια γενναία αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να περιοριστούν, αν δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστούν, οι αιτίες της κακοδαιμονίας, αυτές που προκάλεσαν την πολύπλευρη οικονομική και κοινωνική κρίση. Μια βασική αιτία, κατά την άποψή μου, είναι οι συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις -επειδή τα κόμματα δεν έμαθαν να συνεργάζονται για να σχηματίσουν κυβέρνηση- πριν εξαντληθεί η τετραετία και οι συνεχείς αλλαγές του εκλογικού συστήματος. Από το 1974 έως σήμερα, δηλαδή σε διάστημα 39 χρόνων, είχαμε 15 εκλογικές αναμετρήσεις και μάλιστα 2 το 1989 και επίσης 2 το 2012 μέσα στην κρίση, με άμεση συνέπεια να την επιδεινώσουν. Την ίδια περίοδο, δηλαδή από τη μεταπολίτευση έως σήμερα άλλαξε 6 φορές ο εκλογικός νόμος.
Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία». Το πολίτευμα είναι έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ανώτατο όργανο είναι η Βουλή, που εκλέγεται «με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα». Το Σύνταγμα, όμως, δεν ορίζει το εκλογικό σύστημα με το οποίο αναδεικνύεται η Βουλή. Αφήνει ανοιχτό το θέμα και δίνει το δικαίωμα στη Βουλή, δηλαδή στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να αλλάξει με νόμο το εκλογικό σύστημα ή να το τροποποιήσει, με αποτέλεσμα να νοθεύεται η λαϊκή κυριαρχία με απίστευτες διατάξεις.
Επειδή από τις κυβερνήσεις γινόταν κατάχρηση του δικαιώματος αλλαγής του εκλογικού νόμου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος (της 6ης Απριλίου 2001) ετέθη ο περιορισμός οι αλλαγές να ισχύουν για τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν τα δύο τρίτα των βουλευτών ψηφίσουν διάταξη για να ισχύσουν στις επόμενες εκλογές. Συγκεκριμένα το άρθρο 54 του Συντάγματος, που αφήνει ανοιχτό παράθυρο, ορίζει ότι: «1. το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη, που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Το δικαίωμα να ορίζεται με νόμο το εκλογικό σύστημα το εκμεταλλεύονται οι κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλάζουν τον νόμο και τον φέρνουν στα μέτρα τους για να εξασφαλίσουν αυτοδυναμία σε βουλευτικές έδρες και με ποσοστό πολύ κάτω του 50%, στο όνομα δήθεν της κυβερνητικής σταθερότητας. Συνέβη ακόμη και το εξωφρενικό με το τερατώδες εκλογικό σύστημα του «τριφασικού», που εφαρμόστηκε στις εκλογές του 1956: Το δεύτερο σε ψήφους κόμμα, η ΕΡΕ του Κων. Καραμανλή, πήρε την πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή (με 47,38% πήρε 165 έδρες), ενώ το πρώτο σε εκλογική δύναμη, η Δημοκρατική Ενωση, έγινε μειοψηφία στη Βουλή (με 48,15% πήρε 132 έδρες).
Το ίδιο είχε συμβεί και στις κρίσιμες, όσο και μοιραίες για τον Ελληνισμό, εκλογές της 1η Νοεμβρίου 1920, στις οποίες εφαρμόστηκε το πλειοψηφικό με ευρεία περιφέρεια και η ψηφοφορία έγινε με σφαιρίδιο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήρε την πλειοψηφία σε ψήφους, αλλά έχασε τις εκλογές και δεν εξελέγη ούτε ο ίδιος βουλευτής. Με το καλπονοθευτικό σύστημα ανετράπη η δημοκρατική αρχή που ορίζει ότι η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με τη μελέτη του «Δημοκρατία και εκλογικόν σύστημα», που δημοσιεύτηκε το 1923, απέδειξε ότι το Κόμμα Φιλελευθέρων πήρε την πλειοψηφία σε ψήφους (375.803) αλλά μόνο 110 έδρες από τις 370, ενώ η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις τη μειοψηφία (368.678 ψήφους), αλλά 260 έδρες. Υπογράμμιζε ο Παπαναστασίου για το μοιραίο αποτέλεσμα: «Τοιουτοτρόπως χάρις εις την κατά πλειοψηφίαν εκλογήν, διά των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου, η μειοψηφία του λαού εισήλθεν εις την Βουλήν ως πλειοψηφία και εκανόνισεν την πολιτικήν του κράτους, αντιθέτως προς την θέλησιν της πλειοψηφίας, διά να απολήξει εις την μεγάλην εθνικήν συμφοράν».
Μετά το πάθημα έχουμε στροφή προς την απλή αναλογική που καθιερώθηκε με τον νόμο 3363/1926, εισηγητής του οποίου ήταν ο Αλέξ. Παπαναστασίου και έγιναν οι εκλογές του 1926. Με μικρές αλλαγές αυτού του νόμου έγιναν οι εκλογές του 1932, του 1946 και του 1950 και είχαμε μια σχετική αναλογία ψήφων και εδρών. Από το 1926 έως το 2007 έγιναν 28 εκλογικές αναμετρήσεις και εφαρμόστηκαν 15 εκλογικά συστήματα, παραλλαγές του πλειοψηφικού, της αναλογικής και την ενισχυμένης αναλογικής.
Η ενισχυμένη αναλογική με διάφορες παραλλαγές εφαρμόστηκε στις εκλογές των ετών 1951, 1958, 1961, 1963, 1964, 1974, 1977, 1981, 1985, 1993, 1996, 2000, 2004, 2007 και 2009. Η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη ψήφισε στις 4 Φεβρουαρίου 2004 τον νόμο που διαμόρφωσε ο υπουργός Εσωτερικών Κώστας Σκανδαλίδης, με τον οποίο το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει αυτοδυναμία σε έδρες με ποσοστό 41%, διότι παίρνει ως «δώρο» 40 έδρες. Αυτόν τον καλπονοθευτικό νόμο, ενώ τον καταψήφισε, η Ν.Δ. τον τροποποίησε με τον νόμο Προκόπη Παυλόπουλου (Ν. 3636 της 30-1/1-2-2008) και έκανε ακόμη πιο καλπονοθευτικό το σύστημα αυξάνοντας σε 50 τις 40 έδρες-δώρο στο πρώτο αυτοτελές κόμμα, που εξασφαλίζει αυτοδυναμία με ποσοστό 39,2%! Μπορεί να συνεχιστεί αυτή η νόθευση της λαϊκής ψήφου;