Ο Παντελής Βούλγαρης σκηνοθετεί το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη και καταλήγει σε μια ταινία εποχής, που δεν αποδίδει μόνο την αίσθηση του παρελθόντος, δηλαδή την αρχοντική και θαλασσοδαρμένη Ανδρο τού ’30, αλλά μιλά με διαχρονικό τρόπο κι έναν σκοτεινό ρομαντισμό για πάθη, έρωτα, δράματα και σύνθετους ήρωες
Της Λήδας Γαλανού
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ηθοποιοί: Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μάξιμος Μουμούρης, Αννέζα Παπαδοπούλου, Βασίλης Βασιλάκης, Χρήστος Καλαβρούζος, Ειρήνη Ιγγλέση, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Αγγελική Παπαθεμελή
Η Ανδρος του ’30 είναι ένας αρχοντικός αλλά θαλασσοδαρμένος τόπος, σημαδεμένος από την απώλεια των αντρών που, ναυτικοί παραδοσιακά, χάνονται στην αντάρα των μακρινών ωκεανών. Η Μίνα, η μάνα της Ορσας και της Μόσχας, σκηνοθετεί με στρατηγική και αυταρχικότητα το μέλλον των κοριτσιών της, προσπαθώντας να τους εξασφαλίσει καλή τύχη, ανεξάρτητα από τυχόν «αισθήματα». Μόνο που οι δυο κοπέλες καρδιοχτυπούν για τον ίδιο άντρα και η αυστηρά δομημένη τους ζωή θα φέρει μοιραίες συγκρούσεις στο σπιτικό που μοιράζονται.
Ο Παντελής Βούλγαρης σκηνοθετεί το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, σε σενάριο της ίδιας, και καταλήγει με μια θαυμάσια, συγκινητική ταινία εποχής που καταφέρνει τόσο ν’ αποδώσει την αίσθηση του παρελθόντος όσο και να μιλήσει για συναισθήματα και ανθρώπινες ισορροπίες με τρόπο διαχρονικό.
Με την υποστήριξη του διευθυντή φωτογραφίας Σίμου Σαρκετζή αλλά και του σκηνογράφου Αντώνη Δαγκλίδη και της ενδυματολόγου Γιούλας Ζωιοπούλου, ο Βούλγαρης περικλείει στο νησί της Ανδρου ένα ολόκληρο, αυτόνομο σύμπαν, μικρογραφία μιας παλιότερης Ελλάδας στιγματισμένης από την αγωνία της επιβίωσης. Η ιστορική και λαογραφική αναπόληση βρίσκουν δύναμη και ένταση στην ταινία, η οποία διατηρεί στο κέντρο της την ανθρώπινη ιστορία, γεμάτη εκρήξεις και πάθη, σύνθετους ήρωες κι έναν κλασικό, σκοτεινό ρομαντισμό.
Δίπλα σε δοκιμασμένους ηθοποιούς, ο Βούλγαρης αποκαλύπτει, στους τέσσερις νέους πρωταγωνιστές του, πρόσωπα φωτογενή, κινηματογραφικά, εύπλαστα και ελκυστικά, παρότι η θεατρική τους παιδεία τούς οδηγεί κατά στιγμές σε μια παραπάνω δόση «υποκριτικής». Ταυτόχρονα, η πανέξυπνη ηχητική μπάντα της ταινίας αφήνει συχνά να ακούγονται από τον περίγυρο φράσεις κι «επίκαιρα» που με δυο λόγια αποκαλύπτουν ολόκληρο το κλίμα του τόπου και του χρόνου όπου εκτυλίσσεται η ταινία. Κι αν το φιλμ εκτείνεται σε 160 λεπτά, η ιστορία και οι άνθρωποί της κάνουν την αφήγηση συναρπαστική ώστε ο θεατής να ξεχνιέται, παρέα με τα χαρτομάντιλά του και την υπέροχη μουσική της Κατερίνας Πολέμη.
Ιδανική ευκαιρία για το χειμωνιάτικο κοινό να απολαύσει ένα πολυδιάστατο και πανέμορφο εμπορικό δράμα, από εκείνα που σπανίζουν στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.
(Enough Said)
Σκηνοθεσία: Νικόλ Χολοφσένερ
Ηθοποιοί: Τζούλια Λούις-Ντρέιφους, Τζέιμς Γκαντολφίνι, Τόνι Κολέτ, Κάθριν Κίνερ
Η Εύα, χωρισμένη 45άρα μασέζ, ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει τη μοναχοκόρη της που θα πάει σε άλλη πόλη για σπουδές. Μέσα στην ανησυχία και τις αμφιβολίες της για το δικό της μέλλον, γνωρίζει τον Αλμπερτ, επίσης χωρισμένο με μια κόρη που ετοιμάζεται για το κολέγιο, και διαπιστώνει ότι και σ’ αυτήν τη φάση της ζωής, μπορεί κανείς να βρει το άλλο του μισό. Μόνο που γρήγορα, με φρίκη, η Εύα θα διαπιστώσει ότι ο Αλμπερτ είναι ο πρώην άντρας της νέας της πελάτισσας και φίλης, η οποία δεν μπορεί να σταματήσει να τον κακολογεί. Κι οι υποψίες και οι ενδοιασμοί θα φιτιλιάσουν το ολοκαίνουργιο, ανάλαφρο ρομάντζο της.
Οπως πάντα, από το «Walking and Talking» ώς το «Please Give», η Νικόλ Χολοφσένερ παρουσιάζει το τέλειο σενάριο, γραμμένο σαν να είναι το πιο εύκολο και φυσικό πράγμα στον κόσμο. Οι ήρωές της διαγράφονται με μικρές πινελιές απόλυτα ρεαλιστικοί, με εκείνα τα διακριτικά ιδιαίτερα γνωρίσματα που τους κάνουν ταυτόχρονα συνηθισμένους και σπάνιους. Οι διάλογοί τους, γεμάτοι χιούμορ και τρυφερότητα, λίγο λιγότερο νευρωσικοί από εκείνους του Γούντι Αλεν, ανήκουν σε ανθρώπους που θυμίζουν την καλή εκδοχή που θα θέλαμε να έχει ο κακός μας εαυτός. Με απίστευτη οξυδέρκεια και συναισθηματική νοημοσύνη, η Χολοφσένερ συμπυκνώνει σ’ ένα αδέξιο τρίο όλη την ανασφάλεια και την καχυποψία των 40+ ανδρών και, κυρίως, γυναικών, κάνοντάς την ταυτόχρονα διασκεδαστική κι αξιαγάπητη.
Σε βοήθειά της έρχεται ένα εκπληκτικό καστ ηθοποιών. Στους δεύτερους ρόλους, η Κάθριν Κίνερ δίνει βάθος και προσωπικότητα σε μια ηρωίδα που θα μπορούσε να είναι μια απλή new age καρικατούρα. Η Τόνι Κολέτ δίνει χάρη και λάμψη σε μια ανικανοποίητη, ψυχαναγκαστική φιγούρα. Η Τζούλια Λούις-Ντρέιφους στον κεντρικό ρόλο, με μια σπουδαία ώς τώρα τηλεοπτική καριέρα, ανταποκρίνεται υπέροχα στα σκαμπανεβάσματα της Εύα, αγκαλιάζοντας τα ελαττώματά της κι επιδεικνύοντας μια απολαυστική κωμική ικανότητα. Οσο για τον «Αλμπερτ» της ταινίας, δεν θα μπορούσε να έχει βρει πιο κατάλληλο ερμηνευτή από τον Τζέιμς Γκαντολφίνι, σ’ έναν από τους τελευταίους ρόλους του πριν φύγει ξαφνικά τον περασμένο Ιούνιο, πληθωρικό, ευάλωτο παρά το γοητευτικό όγκο του, με μια συγκινητική ειλικρίνεια και μια χαμογελαστή μελαγχολία.
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Ηθοποιοί: Μάικλ Ντάγκλας, Ματ Ντέιμον, Ντέμπι Ρέινολντς, Νταν Ακροϊντ, Ρομπ Λόου
Στη δεκαετία του ’70, ο Λιμπεράτσε μεσουρανούσε ως βιρτουόζος πιανίστας–performer, με μια λάμψη εφάμιλλη των εκτυφλωτικών κοστουμιών του. Λατρεμένος των γυναικών, έκρυψε για όλη του τη ζωή τη σεξουαλική του ταυτότητα, έζησε όμως μια πολύχρονη, παθιασμένη σχέση με τον αρκετά νεότερό του Σκοτ Θόρσον, η οποία καθόρισε τη ζωή, την άνοδο και την πτώση και των δύο.
Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ σκηνοθετεί μια κινηματογραφικών προδιαγραφών τηλεταινία για το HBO, η οποία έκανε πρεμιέρα στις Κάνες κι ακολούθησε καριέρα στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Με κέφι και μεράκι, ο Σόντερμπεργκ και οι συνεργάτες του παγιδεύουν με ακρίβεια την εικόνα του Λιμπεράτσε, την υπερβολή και τον πλούτο της περσόνας και του lifestyle του, σε μια εμπνευσμένη αναπαραγωγή. Η καταστροφική πλευρά της διασημότητας, αλλά κι ένα τρυφερό love story, βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας του, η οποία ωστόσο περισσότερο παρουσιάζει ένα ίνδαλμα, παρά εμβαθύνει στα ήθη και τις απαγορεύσεις που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του, μένοντας κυρίως στη λαμπερή επιφάνεια.
Το μεγαλείο της ταινίας βρίσκεται στους δυο πρωταγωνιστές της, τον Μάικλ Ντάγκλας ως Λιμπεράτσε και τον Ματ Ντέιμον ως Σκοτ Θόρσον, οι οποίοι παραδίδουν δυο υπερβατικές, συγκλονιστικές ερμηνείες, τις πιο διαφορετικές, απαιτητικές και τελικά συναρπαστικές τής έως τώρα καριέρας τους.
Σκηνοθεσία: Κίμπερλι Πιρς
Ηθοποιοί: Κλόε Γκρέις Μόρετς, Τζούλιαν Μουρ, Τζούντι Γκριρ, Αλεξ Ράσελ
Η έφηβη Κάρι ζει μια περιορισμένη ζωή, καθορισμένη από την ψυχωτική και φανατικά θρησκευόμενη μητέρα της. Περιθωριοποιημένη από τους συμμαθητές της, θα ανακαλύψει μόνη της ότι κατέχει τηλεκινητικές ικανότητες και, πέφτοντας θύμα μιας κακοπροαίρετης φάρσας, θα εκδικηθεί μοιραία όσους την έβλαψαν, στον χορό του σχολείου. Η Κίμπερλι Πιρς του «Boys Don’t Cry» αποφασίζει να κάνει το ριμέικ μιας κλασικής, καλτ ταινίας, που σκηνοθέτησε το 1976 ο Μπράιαν ντε Πάλμα, βασισμένος στο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ. Και, δυστυχώς, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η Μόρετς ενσαρκώνει την ηρωίδα της ως νευρόσπαστο κορίτσι κενό από εφηβικό angst, η Τζούλιαν Μουρ παίζει μια καρικατούρα, ο κοινωνικός σχολιασμός των «αταίριαστων» της πρωτότυπης ταινίας αντικαθίσταται από μια επιφανειακή κριτική στη νεολαία των κινητών και της τεχνολογίας και το σύνολο καταλήγει σ’ ένα λουτρό αίματος, χωρίς κλιμάκωση και ίχνος ανησυχίας. Επιβεβαίωση ότι για να «πειράξεις» ένα αριστούργημα, πρέπει να έχεις κάτι καινούργιο να πεις. Διαφορετικά, καλό είναι ν’ αποφεύγεις τη σύγκριση.
Ο απρόσκλητος επισκέπτης (Homefront)
Σκηνοθεσία: Γκάρι Φλέντερ
Ηθοποιοί: Τζέισον Στέιθαμ, Τζέιμς Φράνκο, Ρασέλ Λε-φέβρ, Γουινόνα Ράιντερ, Κέιτ Μπόσγουορθ, Φρανκ Γκρίλο
Ενας σκληροτράχηλος πρώην αστυνομικός της δίωξης ναρκωτικών ξεκινά νέα ζωή, μαζί με την κόρη που μεγαλώνει μόνος, στην αμερικανική επαρχία, προσπαθώντας να γλιτώσει από τους εφιάλτες του παρελθόντος. Εκεί, όμως, θα έρθει αντιμέτωπος μ’ ένα μεγαλέμπορο ναρκωτικών και θα αναλάβει, για άλλη μια φορά, να επιβάλει την τάξη.
Ο Τζέισον Στέιθαμ ως action hero είναι εντυπωσιακός και ρίχνει γερά μπουνίδια. Κι εκεί περίπου σταματά το ενδιαφέρον αυτής της απόλυτα κοινότοπης περιπέτειας δράσης, σε σενάριο και παραγωγή του Σιλβέστερ Σταλόνε, ο οποίος έχει παίξει στο παρελθόν σε πολύ πιο ανεβαστικές παρόμοιες ταινίες.
(L’Apprenti Père Noël et le flocon magique)
Σκηνοθεσία: Λικ Βινσιγκέρα
Mε τις φωνές των: Ντίνου Σούτη, Μαρίας Ζερβού, Αργύρη Παυλίδη, Σοφίας Καψαμπέλη, Τάνιας Παλαιολόγου, Βούλας Κώστα
Ο Αγιος Βασίλης παίρνει σύνταξη κι ετοιμάζεται να κάνει διακοπές με τη σύζυγο στην ηλιόλουστη Αυστραλία. Στη θέση του αφήνει ένα μικρό αγοράκι, τον ορφανό Νικόλα, ο οποίος όμως, πριν μπορέσει να φέρει τη χαρά και δώρα στα παιδιά του κόσμου, πρέπει να αντιμετωπίσει και ν’ αποτινάξει τη δική του μελαγχολία και σοβαρότητα.
Γαλλικό animation, με απλό αλλά όμορφο σκίτσο περιορισμένων απαιτήσεων. Καλοπροαίρετο χριστουγεννιάτικο παραμύθι, το οποίο ωστόσο μπερδεύει πολλές παραμέτρους στην ιστορία του, την εμμονή των παιδιών να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους, την έλλειψη φαντασίας στη σημερινή νέα γενιά, το παιχνίδι δράσης με πίστες, αχρείαστους δεύτερους ήρωες, με αποτέλεσμα να αφήνει το νήμα της πλοκής του από ένα σημείο και μετά να κυλά χωρίς ενδιαφέρον.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαβέλλας
Ηθοποιοί: Μαρία Σκουλά, Μάκης Παπαδημητρίου, Ερρίκος Λίτσης, Χρήστος Στέργιογλου, Κωνσταντίνος Σταρίδας, Εύα Βόγλη, Υβόννη Μαλτέζου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Χάρης Φραγκούλης
Στη σύγχρονη ασπρόμαυρη Αθήνα, κρανίου τόπο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η Μαρία, κουρασμένη από τα οικογενειακά χρέη, αποδρά στους δρόμους. Παράλληλα, ο Λουκάς, βουτηγμένος κυριολεκτικά στα χρέη, το σκάει επίσης από το σπίτι και την άρρωστη μητέρα του, κάνοντας σπίτι του την πόλη. Και οι δυο, κυνηγημένοι από την πραγματικότητα, θα ζήσουν εμπειρίες οριακές, κωμικές ή τρομακτικές, θα γνωρίσουν χαρακτήρες ανατρεπτικούς και θα βιώσουν την Αθήνα σαν να τη γνωρίζουν από την αρχή. Το «Runaway Day», με πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Σεράγεβο, ασπάζεται το ύφος του b-movie τρόμου, για να απεικονίσει τη φρίκη του νεοέλληνα μέσα στη μεταλλαγμένη Αθήνα. Η ταινία φέρνει μια ευπρόσδεκτα σκωπτική διάθεση απέναντι στην πόλη και την κατάντια της, ενώ στήνει μια καθηλωτική, άλλοτε χιουμοριστική κι άλλοτε απειλητική, έντονα στιλιζαρισμένη ατμόσφαιρα τελολογικού θρίλερ, βοηθούμενη από ένα υπέροχο καστ, τόσο στους πρωταγωνιστικούς, όσο και στους άπειρους δεύτερους ρόλους. Μόνο που το σενάριο καταλήγει να περιπλανιέται όσο και οι ήρωες, επιμένοντας σε γοητευτικά απρόοπτα και γεμάτους νόημα παραλληλισμούς που μειώνουν τη δύναμη και την ουσία της αφήγησης.