Του Τάσου Παππά
Σήμερα διεξάγεται στο αμφιθέατρο του «Αθήνα 9.84» στο Γκάζι μια πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα με πρωτοβουλία του Συνηγόρου του Πολίτη, του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Δήμου Αθηναίων, με θέμα τον «Ηθικό Πανικό» (ο όρος καθιερώθηκε από τον Αγγλο κοινωνιολόγο Στάνλεϊ Κοέν τη δεκαετία του ‘70), τα στερεότυπα και τις διακρίσεις στον δημόσιο βίο και στον πολιτικό λόγο. Συνθήκες ηθικού πανικού έχουμε όταν μια κατάσταση, ένα επεισόδιο, ένα πρόσωπο, μια επαγγελματική ομάδα, μια μειονότητα, μια ιδέα, ένας πολιτικός σχηματισμός απεικονίζονται ως απειλή για την κοινωνία. Με τη βοήθεια της προπαγάνδας παράγονται αφειδώς στερεότυπα, κατασκευάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι και εσωτερικοί εχθροί για να πανικοβληθεί η κοινή γνώμη, να υιοθετήσει τις απόψεις που διακινούν οι ελίτ της πολιτικής, του χρήματος και οι θρησκείες και να στηρίξει τις επιλογές τους, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι αιτίες που εμποδίζουν τις κοινωνίες να βαδίσουν στον δρόμο της προόδου, της εξυγίανσης και του ενάρετου βίου. Οι Εβραίοι και οι ομοφυλόφιλοι διαχρονικώς, οι μουσουλμάνοι και οι μετανάστες τα τελευταία χρόνια, η εξεγερμένη και ατίθαση νεολαία, οι αιρετικοί των επίσημων δογμάτων, συγκροτούν τον κατάλογο των εύκολων θυμάτων της βιομηχανίας των διακρίσεων.
Μιλώντας για το σήμερα και την Ελλάδα παρατηρούμε ότι ο κυρίαρχος λόγος τροφοδοτεί τη δημόσια συζήτηση με στερεότυπα που έχουν στόχο συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, εκείνες τις πολιτικές που βρίσκονται σε διαφορετικό μήκος κύματος και τις συμπεριφορές που θέλουν να αποδράσουν από το ασφυκτικό ιδεολογικό πλαίσιο που θέλει να επιβάλει. Η άρνηση χαρακτηρίζεται εξτρεμισμός, η κριτική θεωρείται ύποπτη, η αντίσταση κατηγορείται ότι βλάπτει το εθνικό συμφέρον.
• Σύμφωνα με τη δεσπόζουσα αντίληψη, ό,τι έχει σχέση με τον δημόσιο τομέα είναι γραφειοκρατικό, σπάταλο, αναποτελεσματικό, αδιαφανές και διεφθαρμένο. Αυτή η αφήγηση δεν περιορίζεται στο ακαδημαϊκό επίπεδο. Συνοδεύεται από μέτρα που επιχειρούν –αυτό διακηρύσσεται– να αντιμετωπίσουν την κακοδαιμονία της ελληνικής οικονομίας. Προηγείται φυσικά ένα ανηλεές επικοινωνιακό μπαράζ με αποκαλύψεις για κράτος-μαμούθ, για συντάξεις-μαϊμού, για τυφλούς που βλέπουν, για χωλούς που περπατάνε, για πεθαμένους που εισπράττουν συντάξεις, για υπαλλήλους που δεν πατάνε το πόδι τους στην υπηρεσία, για επίορκους που δεν τιμωρούνται, αλλά πληρώνονται κανονικά και στη συνέχεια, αφού το κλίμα έχει καταλλήλως διαμορφωθεί, ακολουθούν οι ισοπεδωτικές ρυθμίσεις. Ο δημόσιος τομέας ενοχοποιείται για τα δεινά που μας ταλαιπωρούν. Δεν έχει σημασία αν όλα αυτά ελέγχονται για την ακρίβεια τους, δεν έχει σημασία αν τα νούμερα δείχνουν ότι οι εστίες παραβατικότητας δεν είναι τόσο εκτεταμένες όσο τις παρουσιάζει η κυβερνητική φιλολογία, αυτό που έχει σημασία είναι να πειστούν οι πολίτες ότι το δημόσιο είναι η αιτία του κακού. Συνεπώς πρέπει να μειωθεί πάση θυσία. Κι αυτή η μετωπική επίθεση ονομάζεται μεταρρύθμιση και επιστρατεύονται διάφοροι ευφημισμοί (κινητικότητα, διαθεσιμότητα), γιατί η λέξη απόλυση είναι βάρβαρη.
• Για την ίδια ιδεολογική ομάδα, ο συνδικαλισμός είναι σοβαρός και στέκεται στο ύψος των περιστάσεων μόνο όταν περιορίζεται στην έκδοση ανακοινώσεων, άντε και σε μερικές στάσεις εργασίας, έτσι για την τιμή των όπλων. Υπεύθυνο συνδικάτο είναι αυτό που αποφεύγει τη σύγκρουση και προτιμά τον συμβιβασμό, ακόμη και στο χειρότερο για τα μέλη του επίπεδο. Οταν το συνδικαλιστικό κίνημα οργανώνει απεργίες, όταν διαδηλώνει στους δρόμους, όταν αμύνεται για να περισώσει τις κατακτήσεις της εργασίας, όταν διεκδικεί καλύτερες συνθήκες δουλειάς και αξιοπρεπείς αμοιβές, βαφτίζεται συντεχνία και οι εκπρόσωποι του κατηγορούνται ότι δίνουν μάχες χαρακωμάτων για να προστατεύσουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υποτίθεται πώς εκφράζει με αυθεντικό τρόπο μόνον η εκάστοτε κυβέρνηση.
• Η θεωρία του μονοδρόμου είναι ακόμη ένα στερεότυπο με μεγάλη αντοχή στον χρόνο. Χρησιμοποιήθηκε από τα κόμματα εξουσίας σε όλες τις φάσεις της μεταπολίτευσης. Για τη Νέα Δημοκρατία της δεκαετίας του ’70, το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα αριστερίστικο κίνημα με ηγέτη έναν δημαγωγό και έπρεπε να κρατηθεί μακριά από την εξουσία για να μην μπει η χώρα σε περιπέτειες. Για το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, η Δεξιά δεν υπήρχε, αφού την είχε κλείσει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Εν πάση περιπτώσει δεν εδικαιούτο να ομιλεί, γιατί ήταν υπεύθυνη για ό,τι είχε συμβεί στη χώρα: για τον εμφύλιο, την αποστασία, τη δικτατορία, τη διχοτόμηση της Κύπρου. Τώρα, όλα αυτά ξεχάστηκαν, τα σάρωσε η ανάγκη να σωθεί η πατρίδα. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να δαιμονοποιήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβερνητική πολιτική είναι μονόδρομος, η αντίθεση σ’ αυτήν θα φέρει την καταστροφή. Τα κεφάλια μέσα, λοιπόν, και μην ακούτε τις σειρήνες του λαϊκισμού.