Του Παναγιώτη Κουρουμπλή*
Στην Ελλάδα η δαπάνη του γενόσημου φαρμάκου, ελληνικού ή εισαγόμενου, προσεγγίζει το 20% της συνολικής δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Ανάμεσα στα μέλη της ευρωζώνης ίσως είμαστε η χώρα που έχει το μικρότερο ποσοστό κατανάλωσης γενόσημων φαρμάκων, κι αυτό έχει τη δική του ερμηνεία. Το 70% της ελληνικής φαρμακευτικής δαπάνης αφορά περίπου 100 πρωτότυπα φάρμακα. Αυτό σημαίνει ότι οι εισαγωγικές εταιρείες των πολυεθνικών, ενεργώντας με διάφορους τρόπους, πάνω και κάτω από το τραπέζι, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν ποσοστό 80% της δημόσιας δαπάνης. Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 κάλυπτε το 55% της δαπάνης σε φάρμακο από την εγχώρια παραγωγή, προσφέροντας ανάλογες θέσεις εργασίας. Σήμερα η παραγωγή ελληνικού γενοσήμου περιορίστηκε στο 16% της συνολικής δαπάνης, με αντίστοιχη μείωση των θέσεων εργασίας. Κάποιος έχασε και κάποιοι εξακολουθούν να κερδίζουν. Οπως επισημαίνουν και σχετικές μελέτες, η φαρμακοβιομηχανία είναι ένας από τους κλάδους που μπορούν, λόγω υψηλής τεχνογνωσίας, εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού και αξιόπιστων ερευνητικών κέντρων, να καταστούν αναπτυξιακοί πυλώνες για την Ελλάδα. Η χώρα μας μπορεί να αναδειχτεί σε μεγάλη εξαγωγική δύναμη αξιόπιστου γενόσημου φαρμάκου, με συνέπειες την εισαγωγή συναλλάγματος από τις εξαγωγές, τον περιορισμό της εξαγωγής συναλλάγματος από τη μείωση των εισαγωγών, καθώς και τη δημιουργία σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας, κυρίως για επιστήμονες. Προς τούτο απαιτείται μια στοχευμένη αναπτυξιακή πολιτική που θα κάνει χρήση της φορολογίας καθώς και του εργαλείου των rebate (εκπτώσεις). Ενδεικτικά, το rebate μπορεί να είναι της τάξης του 5% για το εγχωρίως παραγόμενο φάρμακο, 7% για το εγχωρίως συσκευαζόμενο και 15% για το εισαγόμενο. Συμπληρωματικά, μπορεί να θεσπιστεί ένα κλιμακωτό rebate βάσει όγκου πωλήσεων, του οποίου η οροφή θα φτάνει στο 24%. Σημειωτέον ότι στην ευημερούσα Γερμανία η οροφή είναι στο 20%, ενώ στη χειμαζόμενη Ελλάδα είναι ακόμα στο 12%.
Η παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει σε όλους τους πολίτες αξιόπιστο φάρμακο χωρίς συμμετοχή μέχρι τα 10 ευρώ. Από εκεί και πάνω πρέπει να ελεγχθεί με αξιόπιστο τρόπο η προκλητή ζήτηση σε πρωτότυπα που προωθείται από συγκεκριμένους κύκλους, όχι χωρίς υστεροβουλία. Ο ΕΟΦ είναι ένας αξιόπιστος από πλευράς τεχνογνωσίας φορέας, όμως η υποστελέχωσή του δεν του επιτρέπει αφενός να προβαίνει σε έγκαιρες αδειοδοτήσεις -με συνέπεια οι ελληνικές εταιρείες να αναγκάζονται να προσφεύγουν σε φορείς του εξωτερικού- και αφετέρου να προβαίνει εγκαίρως σε μετεγκριτικές μελέτες σε όλα τα εισαγόμενα γενόσημα φάρμακα. Καθώς η κυβέρνηση προωθεί την αύξηση της κυκλοφορίας εισαγόμενων γενόσημων φαρμάκων, η ανεπάρκεια αυτή θα καταστεί δραματική. Η ανάπτυξη και η στελέχωση του ΕΟΦ, ενός δημόσιου φορέα που είναι κερδοφόρος, είναι επιβεβλημένη, ώστε να μπορέσει έγκαιρα και έγκυρα να ελέγξει τα ποιοτικά κριτήρια, τη βιοδιαθεσιμότητα, τη βιοϊσοδυναμία και την αποτελεσματικότητα των εισαγόμενων γενοσήμων. Η χώρα έχει επίσης ανάγκη από ένα ινστιτούτο πιστοποίησης τομέων που σχετίζονται με το κλασικό φάρμακο, όπως τα ομοιοπαθητικά. Ενώ νομοθετικά έχει συσταθεί οργανισμός ελέγχου και πιστοποίησης, δεν έχει λειτουργήσει, με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες να αναθέτουν τις σχετικές εργασίες σε κέντρα του εξωτερικού, με αυξημένη επιβάρυνση.
Δεν επιτρέπεται, ιδιαίτερα εν μέσω ανθρωπιστικής κρίσης, να παίζονται οικονομικά παιχνίδια με τη δημόσια υγεία και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Η Ελλάδα, αν το πιστέψουμε, αν αποδείξουμε ότι διαθέτει πολιτική βούληση, αν είμαστε αποφασισμένοι να συγκρουστούμε με συμφέροντα, θα μπορούσε -γιατί όχι;- να γίνει η Ελβετία του Νότου στην εξαγωγή μεγάλου όγκου γενόσημων φαρμάκων.
…………………………….
* Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ