Παράσταση στην «Αθηναΐδα» βασισμένη στη «Φάρμα των ζώων» του Οργουελ
Η ιδέα για ένα θέαμα με τέσσερις μόνο ηθοποιούς και τη μουσική να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν του σκηνοθέτη Σταύρου Τσακίρη. Ο συνθέτης Μίνως Μάτσας μάς εξηγεί πώς εμπνεύστηκε από το προφητικό έργο του Οργουελ
Της Εφης Μαρίνου
«Η φάρμα των ζώων» ή, όπως αλλιώς θα λέγαμε, «η μεγάλη… σοσιαλιστική περιπέτεια της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Eνωσης»… Γιατί μέσα στο μυθιστόρημα του Τζον Οργουελ τα βλέπεις όλα: την Οκτωβριανή Επανάσταση, τη Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν, τον διάδοχο Στάλιν, τις δίκες της Μόσχας, την εξόντωση του Τρότσκι, τη μάχη του Στάλινγκραντ κ.λπ. Μια έμπνευση του συγγραφέα που… παραήταν προφητική για τότε που το έγραφε, στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι ένα έργο αλληγορικό και συμβολικό, με σαφή πολιτική χροιά. Τα ζώα επαναστατούν στον τύραννο-αφέντη τους, τον άνθρωπο, μέχρι που ο ηγέτης-ζώο γίνεται χειρότερος από τον παλιό εξουσιαστή. Κι αυτό το ζώο, απ’ ό,τι μυριζόμαστε, «μιλά» ρωσικά… Ομως θα μπορούσε να «μιλάει» κι άλλες γλώσσες, ανάμεσά τους αυτές που σήμερα θεωρούμε «διεθνείς».
Το έργο ανέβηκε στο θέατρο «Αθηναΐδα», σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, σε μια πρωτότυπη παράσταση: το εικαστικό του Αλέξανδρου Ψυχούλη και η μουσική του Μίνου Μάτσα «τρέχουν» συνεχώς παράλληλα με το κείμενο.
Ο Μίνως Μάτσας μάς εξηγεί πώς δούλεψε το κλασικό κείμενο ως παρτιτούρα, πώς συνεργάστηκε με σκηνοθέτη και ηθοποιούς.
«Η ιδέα ήταν του Σταύρου Τσακίρη και από την πρώτη στιγμή με κέντρισε: μια παράσταση βασισμένη στη μουσική και στον λόγο, όπως γινόταν παλιά σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Αρχίσαμε την προετοιμασία από τον Σεπτέμβριο. Δούλευα τα κείμενα σκηνή σκηνή, ενορχηστρώνοντας τον λόγο πάνω στη μουσική. Στη συνέχεια ο Σταύρος Τσακίρης έκανε την αφήγηση πάνω στο υλικό που είχα συνθέσει, κάναμε τυχόν διορθώσεις και προχωρούσαμε».
- Δεν σκεφτήκατε να περιοριστείτε στην πρωτόλεια ιδέα: αφηγητής και μουσική.
«Αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης ήταν κοντά: τέσσερις ηθοποιοί, χωρίς ρόλους, αφηγούνται στη σκηνή την ιστορία χωρίς να υπογραμμίζουν πράγματα, χωρίς να παίζουν κάποιους χαρακτήρες παρά μόνο σε ελάχιστες σκηνές. Στις πρόβες ανακάλυψα πόσο άχαρο είναι να εξηγείς ή να διηγείσαι εξηγώντας. Οταν αρχίσεις να ερμηνεύεις αυτό που λες, ο ίδιος «κλείνεσαι», μένεις απέξω ως ακροατής, δεν ακούς τι λες. Είναι πολύ ωραίο όταν με λόγο άμεσο, καθημερινό αφηγείσαι μια ιστορία».
- Στη διάρκεια της μιας ώρας και τριάντα λεπτών της παράστασης, μόνο ένα κομμάτι δεκαπέντε λεπτών διαδραματίζεται χωρίς μουσική…
«Το κείμενο έχει σχεδιαστεί να ακούγεται σε σχέση με το πώς κυλούν τα μέτρα και τα μέρη του μουσικού κομματιού, που είναι ενορχηστρωμένο με ακρίβεια. Δεν θέλαμε να γίνει ένα είδος όπερας πάνω στο συγκεκριμένο «λιμπρέτο», να δώσουμε δηλαδή μια παρτιτούρα στους ηθοποιούς, που θα την ακολουθούν πιστά αλλά ξερά. Το κείμενο διδάχτηκε έτσι όπως πατάει πάνω στη μουσική, αλλά εκφράστηκε στη σκηνή οργανικά, μέσα από τη φυσική ανταπόκριση των ηθοποιών».
- Πόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσουν τη ρυθμολογία οι ηθοποιοί;
«Το επιτυγχάνουν σ’ έναν υψηλό βαθμό, ο οποίος αυξάνεται όσο δένει η παράσταση και εξοικειώνονται με την ιδιαιτερότητά της. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά γιατί αυτό που παραδοσιακά ξέρουν να κάνουν οι ηθοποιοί μόλις ανέβουν στη σκηνή, είναι ν’ αρχίσουν να παίζουν. Επιδίωξα τον μινιμαλισμό, όχι τη μελωδική πολυλογία. Δεν υπάρχουν πολλές εναλλαγές τονικότητας. Το κείμενο, ουσιαστικά, ρέει πάνω σε μια νότα. Οι μουσικές κορυφώσεις προκαλούνται από αυτές της αφήγησης, όπως στην αρχή με τη διήγηση του γουρουνιού-ταγματάρχη κι αργότερα, όταν η εξουσία συμπυκνώνει όλες τις εντολές σε μία: «Τέσσερα πόδια καλό. Δύο πόδια κακό»».
- Το ίδιο το έργο πώς σας ενέπνευσε;
«Η δουλειά μου έχει επιρροές από το μουσικό θέατρο. Κάπως έτσι θα δούλευα ένα έργο του Μπρεχτ. Ξαναδιάβασα τη «Φάρμα των ζώων», όπως και το «1984″, είδα ένα ντοκιμαντέρ στο BBC για τον συγγραφέα. Είναι έργο χωρίς χρόνο και τόπο, μια παραβολή πάνω στη διαχείριση της εξουσίας, του πώς μετατρέπεται η επανάσταση σε μια νέα τυραννία. Ο Οργουελ ήταν δημοσιογράφος που διάβαζε την εποχή του».
-Πολύ «ανοιχτομάτης». Εγραψε το έργο πριν από το 1945, εποχή που το σοσιαλιστικό πείραμα της ΕΣΣΔ συσπείρωνε ακόμα τους λαούς και συντηρούσε την ελπίδα για την επιτυχία του. Ακριβώς τότε που η κομμουνιστική Ρωσία μετρούσε πάνω από δέκα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς πολεμώντας τον ναζισμό.
«Συμφωνώ. Αλλά η τυραννία, από οποιοδήποτε αυταρχικό καθεστώς κι αν προέρχεται, δεν παύει να είναι τυραννία. Το έργο προσομοιάζει με «γλωσσάρι», με εργαλείο που κωδικοποιεί τις συνέπειες μιας εξουσίας που στο όνομα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης καταργεί αυτά τα ίδια τα αγαθά. Ο καθένας διαβάζει το έργο μέσα από την ιδεολογία, το πολιτικό του μπακράουντ. Προσωπικά πιστεύω σε μια δίκαιη κοινωνία. Κι αυτό που πρόχειρα μου έρχεται στον νου, προς θεού δεν το προτείνω ως λύση, είναι η λειτουργία των κιμπούτς στο Ισραήλ. Μια οργανωμένη κοινότητα που παράγει, καταναλώνει από τα προϊόντα της, δημιουργεί τέχνη».
- Κι όχι σαν τα κολχόζ;
«Η ανάγνωση του έργου θα ήταν χρήσιμη στους νέους, που έτσι κι αλλιώς κινούνται πια σ’ άλλες σφαίρες κοινωνικής επιρροής. Το μήνυμά του αφορά κάθε εποχή και κάθε είδους εξουσία».
- Είναι η δέκατη φορά που γράφετε μουσική για το θέατρο. Νίκησε τον κινηματογράφο;
«Νομίζω, ναι. Οσο περισσότερο ανακατεύομαι με το θέατρο, τόσο περισσότερο το αγαπώ, με ερεθίζει να γράφω μουσική».
Ι