Του Τάσου Παππά
Εκεί που λες ότι επιτέλους η πολιτική επανακάμπτει και πάει να πάρει το πάνω χέρι από την οικονομία και ειδικότερα από την πιο άπληστη και κυνική πτέρυγά της (τον χρηματοπιστωτικό τομέα) και αρχίζεις να αναθαρρείς, έρχονται τα γεγονότα και σε προσγειώνουν ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα. Και τα δύο παραδείγματα τα αλιεύσαμε από τα ρεπορτάζ του συναδέλφου Μπάμπη Μιχάλη που δημοσιεύθηκαν στην «Εφ.Συν.» την Τετάρτη και την Πέμπτη.
1. Η διοίκηση Ομπάμα, αξιοποιώντας το κλίμα δυσφορίας που είχε δημιουργηθεί παγκοσμίως εξαιτίας της ασύδοτης δράσης και των κινήσεων υψηλού ρίσκου των τραπεζών της Wall Street, είχε υποσχεθεί έναν νόμο που θα τραβούσε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της καθημερινής τραπεζικής δραστηριότητας και των κερδοσκοπικών παιχνιδιών. Τον είχε προαναγγείλει με τυμπανοκρουσίες και τελικώς τον έφερε. Ανθρακες ο θησαυρός. Είναι τόσο πολλές οι εξαιρέσεις, οι αστερίσκοι, τα «εφόσον» και τα «υπό προϋποθέσεις», που ο συγκεκριμένος νόμος δεν προκαλεί καμία ανησυχία στην ολιγαρχία του πλούτου. Προηγήθηκαν οι πιέσεις των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων προκειμένου το εγχείρημα να πάρει την τελική αφυδατωμένη μορφή του.
Συμπέρασμα: Ο χυδαίος καπιταλισμός, μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά, με τη συνδρομή βεβαίως βεβαίως των πολιτικών ιμάντων του.
2. Εντεκα ευρωπαϊκές χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) αποφάσισαν πέρυσι να προχωρήσουν στην επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Ηταν μια πρόταση, από το 1972, του γνωστού νομπελίστα οικονομολόγου Τζέιμς Τόμπιν. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, τα έσοδα από έναν τέτοιο φόρο θα έφταναν για να χρηματοδοτήσουν και να καταστήσουν βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το πρώτο χτύπημα ήρθε πριν από λίγο καιρό, όταν οι νομικές υπηρεσίες της Ε.Ε. έκριναν ότι ο φόρος δεν συνάδει με τη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και σε αυτή την περίπτωση ασκήθηκαν πιέσεις και μαθαίνουμε ότι τα οικονομικά λόμπι πέτυχαν, με τη βοήθεια πάντα των ευένδοτων πολιτικών και των πρόθυμων διανοουμένων που υπηρετούν τον ρεαλισμό και μάχονται τις ριζοσπαστικές ακρότητες, μεγάλες εξαιρέσεις και την καθυστέρηση της εφαρμογής του για έναν χρόνο.
Συμπέρασμα: Το σύστημα νιώθει πολύ ισχυρό και δεν προτίθεται να μοιράσει ούτε λίγα ψίχουλα στους πληβείους αυτού του πλανήτη. Φροντίζουν για τον εξωραϊσμό του η συντηρητική παράταξη και η συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία. Κάποιοι, βεβαίως, από τους κόλπους του διαισθάνονται τον κίνδυνο που διατρέχει και το προειδοποιούν να αφήσει τις υπερβολές «γιατί θα έχει την τύχη της γαλλικής αριστοκρατίας και της δυναστείας των Ρομανόφ» (λόγια του Ν. Ρόθκοπφ που ήταν υφυπουργός του Κλίντον). Για την ώρα, πάντως, δεν έχουν σκάσει μύτη ούτε Ροβεσπιέροι, ούτε Λένιν, ούτε Τρότσκι.