Του Γιάννη Παντελάκη
Οταν τρία χρόνια πριν, από το βήμα της Βουλής, ο Ολι Ρεν ευχόταν στον ελληνικό λαό «καλό κουράγιο», σίγουρα ήξερε τι έλεγε. Και αυτός και όλοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν ολόκληρη την εικόνα του ελληνικού προβλήματος. Οπως την είχε και η ελληνική κυβέρνηση της εποχής, η οποία ωστόσο -ως συνήθως- αρνιόταν να την κάνει γνωστή και στον ελληνικό λαό. Ο τελευταίος δεν είχε παρά μερικές υποψίες για την κατάσταση της χώρας παρότι οι αβεβαιότητες άρχισαν σιγά σιγά από τότε να κυριαρχούν. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ελληνική κοινωνία αντιλήφθηκε το πολλαπλό πρόβλημα, αν και αυτό συνέβη με έναν ιδιαίτερα σκληρό τρόπο. Το γνώρισε με έναν πρωτόγνωρα βίαιο τρόπο.
Την περασμένη Πέμπτη, ο Α. Τσίπρας επικαλέστηκε τη φράση του Ολι Ρεν (περί «καλού κουράγιου»), κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχε μαζί του. Και με αφορμή την επαπειλούμενη άρση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας για χρέη στις τράπεζες, είπε πως η κοινωνία βάζει τις κόκκινες γραμμές. Και αν υπερβούν αυτές τις γραμμές, το «καλό κουράγιο» «θα είναι μια φράση χρήσιμη και για τον ίδιο (τον Ολι Ρεν) και για την Ε.Ε. στο σύνολό της».
Η αλήθεια είναι πως δεν αντιλήφθηκα ακριβώς το σχόλιο Τσίπρα. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι εννοούσε πως αν προωθηθεί η άρση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η ελληνική κοινωνία θα αντιδράσει, θα βάλει την περίφημη «κόκκινη γραμμή» και αυτό θα σημάνει επιπτώσεις και για τον συγκεκριμένο Ευρωπαίο επίτροπο και για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αν ισχύει αυτή η εκδοχή ανάγνωσης της δήλωσης Τσίπρα (και δεν μπορώ να καταλάβω ποια άλλη ισχύει), τότε είναι σαν να απειλούνται οι Ευρωπαίοι από την ελληνική κοινωνία. Οι Ευρωπαίοι ως θεσμός προφανώς (Ε.Ε.) και ως κοινωνίες παραπέρα. Θα αντιδράσει η κοινωνία μας, θα κλονιστούν οι τράπεζες (θα χρεοκοπήσουν, είπε ο κ. Τσίπρας) και κάτι τέτοιο θα συμπαρασύρει το ευρωπαϊκό σύστημα. Είναι πράγματι έτσι;
Μόνο οι ειδικοί μπορούν να απαντήσουν με απόλυτη ακρίβεια και ιδιαίτερα αυτοί που έχουν γνώση των δεδομένων, της εξάρτησης των ελληνικής τραπεζών από την Ε.Ε. κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως, τα τρία χρόνια που προηγήθηκαν, οι ευρω- παϊκές χώρες και τράπεζες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποσυνδέσουν μια ελληνική χρεοκοπία από ευρύτερες παρενέργειες που θα άγγιζαν και αυτές. Προσπάθησαν να περιορίσουν τον κίνδυνο-ντόμινο δηλαδή, και μάλλον το έχουν καταφέρει (με πώληση των ελληνικών ομολόγων κτλ.).
Ανεξάρτητα όμως από την ελλιπή γνώση του υπογράφοντος γύρω από τον ενδεχόμενο συστημικό κίνδυνο της Ε.Ε. από μια ελληνική χρεοκοπία, νομίζω πως με αφορμή τη συγκεκριμένη αναφορά Τσίπρα αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά κάποια αδυναμία των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων: να επιχειρηματολογήσουν με επάρκεια και συγκρότηση απέναντι στους δανειστές. Να εκμεταλλευτούν τα όποια πλεονεκτήματα μπορούμε να εκμεταλλευτούμε ως χώρα και να τα χρησιμοποιήσουμε ιδιαίτερα αυτή τη χρονική περίοδο που οι πιέσεις των δανειστών είναι έντονες.
Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με αποσπασματικές αναφορές ή ευφυολογήματα όπως αυτά του κ. Τσίπρα. Ο οποίος, ωστόσο, δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπάρχει ένα παράδειγμα απείρως πιο σημαντικό το οποίο ούτε η κυβέρνηση, ως όφειλε, εκμεταλλεύτηκε. Αναφερόμαστε στις δηλώσεις Λαγκάρντ, η οποία την περασμένη Τρίτη παραδέχτηκε δημόσια τον λάθος πολλαπλασιαστή. Βέβαια, πρόσθεσε πως «ακόμα και αν αυτό το λάθος είχε εντοπιστεί έγκαιρα, οι συστάσεις πολιτικής του ΔΝΤ προς τη χώρα μας θα ήταν οι ίδιες, αλλά εκτεταμένες σε βάθος χρόνου». Και αυτή η τελευταία φράση (βάθος χρόνου) δείχνει, αν μη τι άλλο, πως οι βίαιες προσαρμογές που επιβλήθηκαν στη χώρα μας θα μπορούσαν να απλωθούν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κάτι που θα σήμαινε ηπιότερη εφαρμογή για τη χειμαζόμενη κοινωνία.
Η ελληνική κυβέρνηση σχεδόν αγνόησε τις δημόσιες αυτές αναφορές Λαγκάρντ. Και αυτό, παρότι ένα χρόνο πριν οι σχετικές αναφορές περί λανθασμένου πολλαπλασιαστή του επικεφαλής των οικονομολόγων του ΔΝΤ έγιναν κεντρικό ζήτημα στην πολιτική μας ζωή και αντικείμενο διαπραγμάτευσης -υποτίθεται- από την ελληνική πλευρά απέναντι στους δανειστές. Προφανώς -κρίνοντας εκ του αποτελέσματος- το επιχείρημα ή δεν χρησιμοποιήθηκε ή η επίκλησή του δεν είχε αποτέλεσμα. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Ζούμε σε μια χώρα όπου όλα αφήνονται σε ενός είδους αυτοσχεδιασμό. Ο οποίος σε τέτοια ζητήματα μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνος, χωρίς ωστόσο οι πολιτικές δυνάμεις να δείχνουν πως ενδιαφέρονται γι’ αυτό…