xouvardas

15/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Γιάννης Χουβαρδάς ανέβασε στο «Πορεία» τις «Παραλλαγές θανάτου»

«Οι μεγάλες “αλήθειες” μού προκαλούν αμηχανία»

Στην πρώτη του παράσταση μετά την αποχώρησή του από το Εθνικό διάλεξε ένα θέατρο που του θυμίζει το «Αμόρε», ένα έργο του σπουδαίου Νορβηγού Γιον Φόσε και μια ομάδα από τους καλύτερους ηθοποιούς (Καραθάνος, Λούλης, Περλέγκας, Πουλοπούλου, Πρωτόπαπα, Φωτοπούλου).
      Pin It

Στην πρώτη του παράσταση μετά την αποχώρησή του από το Εθνικό διάλεξε ένα θέατρο που του θυμίζει το «Αμόρε», ένα έργο του σπουδαίου Νορβηγού Γιον Φόσε και μια ομάδα από τους καλύτερους ηθοποιούς (Καραθάνος, Λούλης, Περλέγκας, Πουλοπούλου, Πρωτόπαπα, Φωτοπούλου)

 

Της Εφης Μαρίνου
Ο Γιον Φόσε θεωρείται ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους θεατρικούς συγγραφείς. Τα έργα του, μια μουσική παρτιτούρα από παύσεις, επαναλήψεις, μισόλογα, αιχμηρά νοήματα. Ενα από αυτά, τις «Παραλλαγές θανάτου», σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στο θέατρο «Πορεία», στην πρώτη του δουλειά μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στο Εθνικό Θέατρο. Ο Φόσε, με γλώσσα μινιμαλιστική και μεταφορική, διηγείται μια ποιητική αλληγορία για την αγάπη, τη ζωή, τη γέννηση και τον θάνατο. Ο ίδιος ζει αποτραβηγμένος με την οικογένειά του και περνάει τον χρόνο του ψαρεύοντας στα νορβηγικά φιόρδ… Ωστόσο, γνωρίζει καλά τη δουλειά του Γιάννη Χουβαρδά από την παράσταση του έργου του «Τόσο όμορφα», το 2004 στο «Αμόρε».

 

• Το ύφος, η ατμόσφαιρα του θεάτρου «Πορεία» σάς θυμίζει καθόλου το «Αμόρε»;

 

Εχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, άλλωστε γι’ αυτό το πρότεινα ως συμπαραγωγή στον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο. Με κάνει να νιώθω άνετα. Ακόμα και σαν μέγεθος. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, είναι ένας χώρος με ψυχή. Οι άνθρωποι που το «τρέχουν» έχουν ήθος, τους εκτιμώ.

 

• Ενα έργο με ήρωες ένα κορίτσι που αυτοκτόνησε, τους γονείς του και τον θάνατο αυτοπροσώπως…

ethniko-theatro

Τρεις άνθρωποι απομακρυσμένοι μεταξύ τους. Οι γονείς χρόνια χωρισμένοι, ενώ η κόρη ζει μόνη. Οι γονείς αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου της. Η μητέρα μεταφέρει στον άντρα μια εμπειρία ενόρασης, που είχε όταν κλήθηκε ν’ αναγνωρίσει το πτώμα. Κάτι διάβασε στο σώμα, στο πρόσωπο της κόρης τους. Αδυνατεί, όμως, να το μετατρέψει σε λόγια, η εμπειρία την υπερβαίνει ως άνθρωπο. Το έργο ξεκινά από ένα σκληρό συμβάν, αλλά ανοίγεται σε φιλοσοφικά, ποιητικά, αισθητικά, υπαρξιακά ζητήματα. Μέχρι τέλους αιωρείται στην ατμόσφαιρα η αίσθηση ότι κανείς δεν ξέρει πώς έγινε. Μια νέα κοπέλα βρίσκεται να επιπλέει νεκρή στη θάλασσα. Ο συγγραφέας απογειώνεται πέραν του γεγονότος, αναζητώντας στον θάνατο άλλες, πιθανές, διαστάσεις ζωής. Δεν εννοώ τη ζωή ως συνέχεια, αλλά, ίσως, μια άλλη ζωή. Αυτό το μέγα θέμα ο Φόσε το χειρίζεται με τρόπο λεπτό και ποιητικό. Πως η ζωή που ζούμε είναι ζωή ή ένα διαφορετικό είδος θανάτου. Και πώς ο θάνατος –που κανείς δεν ξέρει πώς είναι- αποτελεί μια άλλη κατάσταση ζωής. Δεν το εννοώ με θρησκευτική έννοια, ούτε φυσικά ο συγγραφέας προτρέπει νέους στην αυτοκτονία…

 

• Το πάτωμα είναι ένα είδος παγοδρομίου, και είναι το μοναδικό σκηνικό της παράστασης.

 

Ηθελα μια οπτική μεταφορά του έργου. Το πραγματικό παγοδρόμιο κόστιζε, γι’ αυτό στραφήκαμε σε κάτι αντίστοιχο. Κάποιοι από τους ηθοποιούς περπατούν, κάποιοι παγοδρομούν. Το έργο σε διαφορετικές στιγμές, αναφέρεται σ’ «αυτό». Κάτι που είναι πολλά πράγματα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να ειπωθεί. Ηθελα, λοιπόν, να το αποδώσω με μια λευκή επιφάνεια, που μπορεί να είναι το τίποτα, η απειλή, το άγνωστο, ο θάνατος, το εκτυφλωτικό φως, που δημιουργείται σε μια πίστα παγοδρομίου.

 

• Γιατί επιμένετε στον Φόσε; Και ειδικά στο συγκεκριμένο έργο.

 

Με τράβηξε η ικανότητά του να μιλήσει για ένα τόσο σκληρό, σκοτεινό θέμα με τρόπο φωτεινό, συμφιλιωτικό και, εν τέλει, αισιόδοξο. Ο θάνατος είναι θέμα κοντινό μας. Οσο κι αν τον απωθούμε, βρίσκεται μέσα στην καθημερινότητά μας. Το έργο αναφέρεται στη συμφιλίωση μαζί του. Να μην τον βλέπουμε ως κάτι που πρέπει να είναι το τέλος, αλλά ενδεχομένως να αποτελεί τη διέξοδο σε μια άλλη κατάσταση ζωής, σε κάτι φωτεινό.

 

• Πώς μπορεί κανείς να υπερβεί την κατάσταση της ζωής, όπως την ξέρει, και να συμφιλιωθεί με το τρομακτικό άγνωστο.

 

Αυτό είναι προσωπικό θέμα του καθενός. Ο Φόσε, απολύτως ρεαλιστής, δεν δίνει συνταγές. Στο έργο του επιχειρεί μια ποιητική διάσταση του θανάτου, ως μια άλλη έκφραση της ζωής. Ώς εκεί. Αν εσύ ή εγώ καταφέρουμε να το ξεπεράσουμε, δεν αποτελεί μείζον θέμα. Το ζήτημα που αφορά τους καλλιτέχνες και τους θεατές της παράστασης είναι να σκάψουν και να βρουν τη φλέβα, που διατρέχει το έργο και να την φέρουν στην επιφάνεια.

 

• Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο συνδέεται με θρησκευτική πίστη ή κάποια μεταφυσική ενασχόληση του συγγραφέα;

 

Η ίδια η ζωή είναι μια εμπειρία, που δεν υπόκειται σε ετικέτες όπως θρησκεία, μεταφυσική, υλισμός. Πόσο μάλλον ο θάνατος. Αν ο Φόσε είναι ένας μυστικιστής με την ευρύτερη έννοια δεν με απασχολεί καθόλου. Κρατάω το εξαιρετικό κείμενό του και την ουσία του προβληματισμού του. Ο Φόσε όχι απλώς μου αρέσει, με συναρπάζει. Λέει πολλά με πολύ λίγα λόγια. Τον θεωρώ αρχιμάστορα του άλεκτου, του σιωπηλού. Εχει μοναδικό τρόπο να εκφράζει το ανείπωτο.

 

• Ιδιότητα που ταιριάζει και στον χαρακτήρα σας…

 

Μάλλον. Μιλάει για μεγάλα θέματα χωρίς να κάνει φασαρία, ίσως επειδή προέρχεται από αυτές τις αχανείς παγωμένες εκτάσεις του Βορρά. Ο Φόσε έχει διυλίσει τη δεξαμενή της γλώσσας τόσο πολύ, που συχνά ανακυκλώνει τις ίδιες λέξεις με διαφορετικό νόημα. Μια λέξη, μια φράση, επανέρχεται συνεχώς από άνθρωπο σε άνθρωπο και από κατάσταση σε κατάσταση δημιουργώντας κάτι σημαντικό. Χωρίς… λόγια, λέει πόσο εξαιρετικά συμπυκνωμένη είναι η ουσία των πραγμάτων στη ζωή. Δεν είναι τα πολλά, αλλά τα λίγα που φέρουν αξία. Φόρμα ακραία μινιμαλιστική, στίχοι ανομοιοκατάληκτοι. Το αστείο που λέμε στον θίασο είναι ότι σωστά μεταφρασμένο Φόσε μιλάμε στην καθημερινότητα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε…

 

• Εννοείτε ελλειπτικά, με επαναλήψεις, με άηχες συνεννοήσεις…

 

Στη σκηνή, φυσικά, μέσω της σύνθεσης των πραγμάτων, αυτά αποκτούν άλλο ρυθμό και λόγο ύπαρξης. Οι χαρακτήρες στον Φόσε έχουν ενδιαφέρον όχι γιατί δεν μιλούν πολύ. Δεν πρόκειται για έλλειψη επικοινωνίας ή παρεξήγησης μεταξύ τους. Σε μια σκηνή το ζευγάρι, που έχει ήδη αποξενωθεί, επιχειρεί να αναφερθεί στο θέμα ενός τρίτου ανθρώπου. Κι ενώ ξέρουν καλά και επιθυμούν πραγματικά να μιλήσουν πάνω σ’ αυτό, δεν μπορούν να αρθρώσουν τίποτα. Με μισόλογα έχουν καταλάβει και με σιωπές έχουν συνεννοηθεί.

 

• Η ιδέα του θανάτου πόσο σας απασχολεί προσωπικά;

 

Με απασχολούσε από μικρό με τον τρόπο που απασχολεί πολλούς ανθρώπους. Μεγαλώνοντας η σκέψη γύρω από αυτόν αποκτά διαφορετική ποιότητα προβληματισμού. Είναι προσωπικό στοίχημα του καθενός να βρει τον τρόπο να συνδιαλεχθεί με τον θάνατο. Και δεν εννοώ την αποδοχή του. Συμφιλίωση μπορεί να σημαίνει και μια κήρυξη πολέμου εναντίον του. Αλλοι υπερτιμούν το φαινόμενο της ζωής, άλλοι αποφεύγουν οτιδήποτε δυνητικά συνδέεται μαζί του, άλλοι πάσχουν από θανατοφοβία. Νομίζω ότι στον δυτικό πολιτισμό ο θάνατος θεωρείται κάτι μονοσήμαντα απειλητικό, κακό. Δεν έχουμε βρει τον τρόπο να τον αντιμετωπίσουμε ως συνέχεια της ροής της φύσης και του χρόνου. Επιλέγοντας το έργο, δεν ήθελα απαραίτητα να μιλήσω για ένα «τέλος». Δουλέψαμε την παράσταση στην κατεύθυνση να μην είναι καταθλιπτική κι ούτε θέλω η κουβέντα μας να πάει προς τα εκεί. Νομίζω ότι ο θεατής θα περάσει από τα διάφορα στάδια, που φέρνει η απώλεια: άρνηση, πένθος, αποδοχή, αισιοδοξία αφού η ζωή συνεχίζεται. Γιατί τελικά ο Φόσε δεν μιλάει για τον θάνατο, αλλά για τη μεγάλη σημασία της ανθρώπινης ζωής.

 

• Διατηρείτε ένα είδος πίστης;

 

Με απασχολεί πότε πότε, ομολογώ ότι έχω τις δικές μου σκέψεις, όχι θρησκευτικού χαρακτήρα. Σέβομαι τους ανθρώπους που επιθυμούν σύνδεση με τον θεό – όχι με την Εκκλησία. Δεν ανατράφηκα σε περιβάλλον θρησκευτικό, παρόλο που η μητέρα μου υπήρξε θρησκευόμενη – ο πατέρας μου καθόλου. Κατά καιρούς έχω πιστέψει στον εαυτό μου, στον έρωτα, στη συνεχή εναλλαγή των καταστάσεων, στη χάραξη στόχων και τον αγώνα να τους πετυχαίνεις. Είναι κι αυτά είδος μικρών «θρησκειών». Στην ουσία πάντα έψαχνα κάτι που δεν μπορούσε να βρεθεί. Κι αυτό είναι ωραίο στην καλλιτεχνική περιπέτεια.. Γιατί αν το βρίσκαμε… Οποιος ισχυρίζεται ότι το έχει βρει, ό,τι κάνει πάνω στη σκηνή είναι νεκρό…

 

• Φαίνεστε πάντα συγκρατημένος, προσεκτικός σε ό,τι ακούτε και λέτε.

 

Είμαι αμήχανος στη φλυαρία. Κυρίως όταν ακούω μεγάλες «αλήθειες». Ακόμα και στις συνεντεύξεις νιώθω κάπως άβολα. Είσαι υποχρεωμένος σε ελάχιστο χρόνο να μιλήσεις για πράγματα προσωπικά σου. Γιατί η καλλιτεχνική διαδικασία είναι κάτι πολύ προσωπικό. Το ίδιο ισχύει στη ζωή, στη δουλειά, σε πόστα όπως στο «Εθνικό», στο «Αμόρε» παλαιότερα. Είναι ένα κομμάτι του ρόλου που, ομολογώ, δεν είναι το φόρτε μου, δεν μου είναι το πιο ευχάριστο. Καναλιζάρω τα λεγόμενά μου, προσπαθώ να είμαι περιεκτικός με λίγες λέξεις. Ισως αυτό να οφείλεται σε κάποιο σύνδρομο της παιδικής ηλικίας, να είμαι σωστός. Δεν ξεπερνάς εύκολα τέτοιους καταναγκασμούς. Τους κουκουλώνεις, τους μεταμφιέζεις πρόσκαιρα, τους διαχειρίζεσαι όσο μπορείς.

 

• Ελπίζετε ότι θ' αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα;

 

Πριν από λίγο καιρό θα έλεγα ότι βλέπω μια ακτίδα φωτός. Τώρα νιώθω ξανά ότι βρισκόμαστε σ' ένα τέλμα, ότι στριφογυρνάμε συνεχώς στον κύκλο κι αυτό με σαστίζει. Η κατάσταση βέβαια είναι αναστρέψιμη, στο χέρι μας είναι. Αλλά αυτό το αδιέξοδο σπιράλ μού δημιουργεί έναν ανεξήγητο φόβο, που αδυνατώ να τον τοποθετήσω ακριβώς. Είναι προσωπικό, κι ας μην αφορά την επαγγελματική ή οικογενειακή μου ζωή. Αναφέρομαι σε μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Οσες επιστημονικές αναλύσεις ή παρηγορητικές προβλέψεις δοθούν για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, εγώ δεν μπορώ να χωρέσω μέσα μου το γεγονός ότι ένα πολύ σοβαρό ποσοστό συμπολιτών μου εκλέγει αυτούς τους ανθρώπους. Και είτε τους προβάλλουν τα ΜΜΕ είτε τους κόβουν, αυτοί αυξάνονται. Δεν μου αρκούν οι πολιτικές, κοινωνιολογικές και οικονομικές εξηγήσεις. Οταν βλέπω τους εκπροσώπους αυτού του κόμματος, αναρωτιέμαι. Οχι γι' αυτούς, για μένα. Δεν ξέρω αν ζω στον ίδιο κόσμο, κι αυτό μου δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα φόβου.

 

• Νιώσατε ποτέ τον ίδιο φόβο σε εξτρεμιστικές εκδηλώσεις του άλλου «άκρου»;

 

Οχι, πρώτη φορά ένιωσα αυτό τον φόβο. Δεν μπορώ να βάλω στην ίδια κατηγορία τον πολιτικό χώρο που εξερράγη μετά τη δολοφονία του μικρού Αλέξανδρου. Ενιωθα αγανάκτηση και απελπισία για τις καταστροφές που γίνονταν, αλλά πίεζα τον εαυτό μου κάπως να τις κατανοήσει. Εδώ το φαινόμενο με ξεπερνάει, υπάρχει κάτι ακατανόητο, και μ' αυτή την έννοια φοβιστικό. Εκτός κι αν είναι η δύναμη της άρνησής μου να αποδεχτώ ότι ζω σε μια χώρα που… Δεν αναγνωρίζω πια τίποτα. Εζησα την εποχή της αθωότητας, όπου πολιτικές εντάσεις, διώξεις, κοινωνικές αδικίες μοιάζουν «αθώες» σε σχέση με τις διεργασίες που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα. Είμαστε απροστάτευτοι. Αυτό που βλέπω είναι μια αρρώστια μεγάλη. Το θέατρο παλεύει να αντισταθεί. Ο κόσμος ανταποκρίνεται κι αυτό είναι παρήγορο σημάδι. Στο Εθνικό Θέατρο έξι χρόνια προσπάθησα να ανοίγω διεξόδους στον κόσμο μ' ένα ρεπερτόριο σοβαρού προβληματισμού, αλλά και με δόσεις χαλαρότητας.

 

Στην Ελλάδα, όποιον παίρνει δημόσια θέση τον κοιτάμε καχύποπτα

 

• Ηταν και μια ανακούφιση η αυλαία στη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου;

 

Η ευθύνη ήταν μεγάλη, εν μέσω οικονομικής κρίσης μάλιστα. Δεν υπήρχε βούληση για πραγματική βοήθεια από τους πολιτικούς προϊσταμένους ώστε να προχωρούν τα πράγματα, κι αυτό ήταν το χειρότερο. Διαρκώς έπρεπε να διεκδικείς τα αυτονόητα. Και βέβαια η κατάσταση τα τελευταία χρόνια είχε οξυνθεί.

 

• Σε προσωπικό επίπεδο πώς διαχειριζόσασταν την ένταση της πίεσης;

 

Κλείνεσαι, φυλάγεσαι από παντού, προσέχεις κάθε κίνηση. Περνάς από τετραπλό κόσκινο όσα ακούς, δεν ξέρεις κατά πόσο ισχύουν. Αυτολογοκρίνεσαι γύρω από το τι θα πεις και σε ποιον θα το πεις. Αλλά αυτό είναι μέρος της συνθήκης, η εγγενής δυσκολία που φέρει η κατάληψη μιας δημόσιας θέσης στην Ελλάδα. Συνοδεύεται από επιφύλαξη έως εχθρότητα και ελάχιστους υποστηρικτές, που θα εμπιστευτούν τις προθέσεις σου.

 

• Από πού εκπορεύεται αυτή η σχεδόν ντε φάκτο δυσπιστία;

 

Τη φέρουμε ως λαός. Είναι στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας μας. Ακόμα κι αν ο αδελφός ή ο άντρας σου τοποθετηθεί σε κάποια δημόσια θέση, γίνεσαι αυτομάτως καχύποπτος απέναντί του. Τον θεωρείς ξένο, υποψήφιο συνεργάτη σκοτεινών συμφερόντων…

 

• Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές κρατικών θεάτρων στο εξωτερικό πώς διαβιώνουν;

 

Δεν δέχονται πόλεμο ούτε επιθέσεις δυσπιστίας, εκτός φυσικά αν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Αν υπάρχει ρήξη, δημιουργείται συνήθως με το κοινό, το οποίο διατηρεί μια ζωντανή σχέση με το θέατρο. Κι αυτό γιατί στα μεγάλα κρατικά θέατρα λειτουργεί το σύστημα των συνδρομητών, που συνιστά τη ραχοκοκαλιά των εισπράξεων. Οι συνδρομητές είναι πιστοί ακόλουθοι της προηγούμενης διεύθυνσης, ειδικά αν το σκηνικό αλλάζει βίαια. Αν η καλλιτεχνική ρήξη είναι μεγάλη, τότε η διαμαρτυρία γίνεται έντονα, με βίαιες κάποτε αποδοκιμασίες. Συνήθως όμως υπάρχει συμπόρευση που κερδίζεται στο διάστημα που ο καλλιτεχνικός διευθυντής παραμένει στο πόστο του. Τα 5ετή συμβόλαια ανανεώνονται με ρήτρες και εκατέρωθεν υποχρεώσεις κι έτσι η θητεία γίνεται μια δεδομένη γεμάτη δεκαετία με τις απαραίτητες προϋποθέσεις εξασφαλισμένες. Εδώ είσαι επί ξύλου κρεμάμενος, ανά πάσα ώρα και στιγμή ο κάθε υπουργός μπορεί να σε απομακρύνει ερήμην του έργου που εκκρεμεί.

 

• Νιώσατε ποτέ κατάφωρα αδικημένος από πράγματα που ειπώθηκαν ή γράφτηκαν όσο διευθύνατε το Εθνικό Θέατρο;

 

Είμαι συνηθισμένος στην κριτική. Ενιωσα αρκετές φορές έτσι, αλλά δεν θέλω να τα σκαλίζω. Πικράθηκα, πληγώθηκα, προτίμησα όμως να μη δείξω τα αισθήματά μου. Οταν εκπροσωπείς έναν μεγάλο οργανισμό γνωρίζεις ότι είσαι εκτεθειμένος στην κριτική ακόμα και στην κακόβουλη, την άδικη.

 

INFO: Θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλ. Βικτωρίας, τηλ.: 210-8210991). «Παραλλαγές θανάτου» του Γιον Φόσε. Μετάφραση: Eρι Κύργια. Σκηνική εγκατάσταση: Μάρω Μιχαλακάκου. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος. Παίζουν: Νίκος Καραθάνος, Χρήστος Λούλης, Γιάννος Περλέγκας, Αλκηστις Πουλοπούλου, Μαρία Πρωτόπαπα, Λυδία Φωτοπούλου.

 

[email protected]

Scroll to top