19/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γιαν Ολε Γκέρστερ

«Σταμάτησα τα ρολόγια στο Βερολίνο»

Ο σκηνοθέτης του «Oh Boy» θέλησε να κλείσει στην ταινία του την πόλη που ερωτεύτηκε πριν από δέκα χρόνια και σήμερα εξαφανίζεται: το παλιό ανατολικό της τμήμα, τα underground στοιχεία, τα γκραφίτι, τους εικαστικούς καλλιτέχνες.
      Pin It

Ο σκηνοθέτης του «Oh Boy» θέλησε να κλείσει στην ταινία του την πόλη που ερωτεύτηκε πριν από δέκα χρόνια και σήμερα εξαφανίζεται: το παλιό ανατολικό της τμήμα, τα underground στοιχεία, τα γκραφίτι, τους εικαστικούς καλλιτέχνες

 

Tης Λήδας Γαλανού

 

Jan-Ole-GersterΟ σκηνοθέτης του γερμανικού «Oh Boy», που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες από τη Strada Films, είναι ένας δημιουργός στα πρώτα του βήματα. Ηδη όμως αναγνωρίστηκε ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου και συγκέντρωσε για την ταινία του 6 βραβεία από τη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου. Ζει στο Βερολίνο, έχει σκηνοθετήσει μικρού μήκους ταινίες και video clips, έχει δουλέψει ως βοηθός του Βόλφγκανγκ Μπέκερ στο «Good Bye Lenin!» και, όπως φάνηκε από την κουβέντα μας στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους νέους Ελληνες σκηνοθέτες που κάνουν την πρώτη τους ταινία. Εκτός, ίσως, απ’ το ότι ζει σε μια λίγο πιο υγιή χώρα.

 

«Πιστεύω ότι οι πρώτες ταινίες πρέπει να είναι προσωπικές, ώστε να είναι μοναδικές» εξηγεί. «Πέρασα πολύ καιρό με το να σκέφτομαι την πρώτη μου ταινία, γιατί ήταν αυτό το “μεγάλο ζήτημα”, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, ήμουν ερωτευμένος με τις ταινίες. Το αστείο είναι ότι στη σχολή κινηματογράφου θαύμαζα όσους είχαν προβληματικά παιδικά χρόνια, γιατί θεωρούσα ότι μπορούσαν να κάνουν σπουδαίες ταινίες μ’ αυτό το θέμα, ενώ εγώ δεν είχα τίποτα να πω. Αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι άξιζε να προσπαθήσω να γράψω ένα σενάριο για κάποιον τύπο που είναι κολλημένος στη ζωή του. Κι έτσι ξέχασα όλα όσα είχα γράψει ή είχα μάθει ώς τότε κι άρχισα να γράφω από ένστικτο και μόνο».

 

Το «Oh Boy» είναι γυρισμένο στο Βερολίνο, η πόλη μάλιστα κρατά ένα μεγάλο μέρος της εικόνας στην ταινία, αλλά ο Γκέρστερ απ’ την αρχή δεν θέλησε να την παρουσιάσει ως ένα αστικό πορτρέτο. «Θεωρούσα σημαντικό η ταινία να εξελίσσεται μέσα σε μια μεγάλη πόλη, ανάμεσα σ’ εκατομμύρια ιστορίες που συμβαίνουν στον ήρωα. Μόνο αυτήν την πόλη σκεφτόμουν γράφοντας την ταινία, προφανώς γιατί είναι η γειτονιά μου. Ομως αυτήν την περίοδο με το Βερολίνο έχω μια σχέση αγάπης-μίσους. Με προβληματίζει το πώς εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια. Οταν ψάχναμε με τον διευθυντή φωτογραφίας χώρους για το γύρισμα, ψάχναμε για το Βερολίνο που ερωτευτήκαμε όταν ήρθαμε να ζήσουμε εδώ, πριν από 10 χρόνια. Κι αυτά τα μέρη εξαφανίζονται: η σάπια ομορφιά, το παλιό ανατολικό Βερολίνο, μαζί με τα underground στοιχεία, τα γκραφίτι, τους εικαστικούς καλλιτέχνες. Θέλαμε να παγιδεύσουμε την εικόνα πριν χαθεί για πάντα. Προσπαθήσαμε, με τους χώρους που επιλέξαμε, να σταματήσουμε τα ρολόγια».

 

Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο ένας λόγος που ο Γκέρστερ επέλεξε να γυρίσει το «Oh Boy» ασπρόμαυρο. «Υπάρχει μια διαφορετική αλήθεια στις ασπρόμαυρες εικόνες», λέει, «άλλα πράγματα γίνονται ορατά στο ασπρόμαυρο απ’ ό,τι στο έγχρωμο. Κι επειδή είναι μια ταινία για την καθημερινή ζωή, αυτή η αφηρημένη πλευρά που έχει το ασπρόμαυρο, η απόσταση που δημιουργεί, ήταν σημαντική για μένα για να εκφράσω την απόσταση του ήρωα από τον κόσμο. Οταν έγραφα, σκεφτόμουν σε ασπρόμαυρο. Προσπάθησα να δώσω μια πιο άχρονη ατμόσφαιρα στην ταινία, να μην την αντιμετωπίζει το κοινό μόνο ως πορτρέτο μιας γενιάς, αλλά ως την ιστορία ενός διαχρονικού ήρωα. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική. Το Βερολίνο είναι συνδεδεμένο με την ηλεκτρονική μουσική, αλλά εγώ δεν την ακούω καθόλου και μου φάνηκε λάθος για την ταινία. Προς το τέλος του μοντάζ ανακάλυψα πόσο ταιριάζει με την τζαζ. Στην αρχή ήθελα κάποιος να μου γράψει τραγούδια με στίχους, σαν τους Σάιμον & Γκαρφάνκελ στο σάουντρακ του “Πρωτάρη”, να δουλέψω μ’ ένα συνθέτη που να γίνει σχεδόν κι αυτός ήρωας της ταινίας. Αλλά δεν βρήκα εκείνο που ήθελα. Στο μοντάζ κατάλαβα ότι η τζαζ έχει τη μελαγχολία και την ειρωνεία που έψαχνα και που δεν βρήκα σε άλλα μουσικά είδη».

 

Εχοντας πια αναγνωριστεί ήδη με την πρώτη ταινία του, το μόνο που έχει ο Γιαν Ολε Γκέρστερ στο μυαλό του είναι… η επόμενη! «Ο λόγος που πρέπει να κάνω δεύτερη ταινία», εξηγεί γελαστά, «είναι για να αποδείξω στον εαυτό μου πόσα πολλά έμαθα απ’ αυτήν την εμπειρία. Το μεγάλο μάθημα είναι, αν δεν σ’ αρέσει μια σκηνή στο σενάριο, μην πιστεύεις ότι θα βελτιωθεί στο γύρισμα. Αν δεν σ’ αρέσει στο γύρισμα, μη σκεφτείς ότι θα γίνει καλύτερη στο μοντάζ. Είχα δύο σκηνές που νόμιζα ότι θα τις “φτιάξω μετά” και παραμένουν φρικτές. Οπότε δεν θα ξεκινήσω το γύρισμα της επόμενης ταινίας πριν είμαι εντελώς ευχαριστημένος με το σενάριο. Μπορείς να πας στη σχολή κινηματογράφου, να ακούς ανθρώπους, αλλά πραγματικά το σινεμά το μαθαίνεις μόνο αν το κάνεις».

 

Scroll to top