Τρίτη ματιά
Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού
Αυτές τις μέρες που γίνεται της Αμαλίας, της Λέλας, αλλά και της Ποπαίας, από τα απίστευτα νούμερα που είδαμε να παίζονται σε δημόσιους χώρους –από τον Ναό της Δημοκρατίας μέχρι τη λαϊκή αγορά της Κυψέλης- από τα απίστευτα νούμερα που ακούσαμε να σχολιάζουν τις καταλήψεις ως άντρα οργίων ή γιάφκες, ας συγκρατήσουμε μόνο τα απίστευτα νούμερα που πληρώνει το Δημόσιο ως ενοίκιο για να στεγάσει τις υπηρεσίες του και τα απίστευτα νούμερα τετραγωνικών σε δημόσια κτίρια που μένουν ανεκμετάλλευτα. Μένουν ανεκμετάλλευτα, σαπίζουν και σε λίγο θα καταρρεύσουν. Οπως τα ολυμπιακά έργα που ρημάζουν σε διάφορα σημεία της Αττικής.
Τι θα πείραζε, δηλαδή, αν μέχρι να τα αξιοποιήσουν οι δημόσιοι φορείς τους, κτίρια και εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνταν για να καλύψουν διάφορες ανάγκες των πολιτών; Αν λειτουργούσαν τα κωπηλατοδρόμια και τα γήπεδα διάφορων «εξωτικών» ολυμπιακών παιχνιδιών για να ασκούνται οι έφηβοι και να παίζουν τα παιδιά των όμορων με τις εγκαταστάσεις περιοχών; Σε μια βάση αυτοδιαχείρισης, φυσικά, αναλαμβάνοντας δηλαδή οι ίδιοι ή η γειτονιά ή ο δήμος τα έξοδα της λειτουργίας και της συντήρησης των κτιρίων, αφού το κράτος μη έχοντας τη βούληση ή την οικονομική δυνατότητα να τα αξιοποιήσει επιλέγει να τα αφήσει ανεκμετάλλευτα.
Τι πειράζει που μερικά από τα ωραιότερα κτίρια στο κέντρο της Αθήνας, παρατημένα στη μοίρα τους και μισοερειπωμένα, δέχτηκαν χρόνια τώρα τη φροντίδα ατόμων που πήγαν να ζήσουν στα ερείπια, τα φρόντισαν, τα στύλωσαν, τα έκαναν σπίτια τους και μάλιστα σπίτια φιλόξενα: τα άνοιξαν στη γειτονιά, σε πολιτιστικές δράσεις, σε βραδιές με θέατρο, σινεμά, συζητήσεις ή μέρες με δραστηριότητες για παιδιά, με συλλογικό μαγείρεμα, με κάθε είδους εκδηλώσεις που δείχνουν έναν άλλο τρόπο ζωής και σκέψης. Δεν είναι τυχαίο που κανένας από τους γείτονες στις σαράντα τόσες καταλήψεις δεν παραπονέθηκε ούτε διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Αντίθετα, την ώρα της εκκένωσης των κτιρίων, πολλοί άνθρωποι της γειτονιάς μαζεύτηκαν να συμπαρασταθούν στους καταληψίες.
Τι θα πείραζε αν, αντί να αδειάζει τις καταλήψεις, η πολιτεία εκχωρούσε κάνα δυο από τα ανεκμετάλλευτα κτίρια ιδιοκτησίας της στους όλο και περισσότερους αστέγους των πόλεων; Τα άδεια σπίτια στοιχειώνουν και οι άστεγοι πεθαίνουν, όχι μόνο τις δυο τρεις μέρες που κάνει κρύο ή χιονίζει και σπεύδουν οι αρμόδιες υπηρεσίες να προσφέρουν προσωρινή στέγη, αλλά όλες τις μέρες του χρόνου: δεν σκοτώνει το κρύο, αλλά ο δρόμος. Από μια τέτοια συναλλαγή, η πολιτεία θα έβγαινε τριπλά κερδισμένη: εκχωρώντας τη χρήση των ακατοίκητων κτιρίων που ερημώνονται για να στεγάσει αυτούς που ζουν στα πεζοδρόμια και στα παγκάκια, και κοινωνικό πρόσωπο θα επεδείκνυε, και τη ζωή μερικών ανθρώπων θα διασφάλιζε, και τα κτίριά της θα έσωζε από τον μαρασμό.
Αν όμως δεν μπορεί και δεν θέλει η πολιτεία να κάνει τίποτε από τα παραπάνω, γιατί ίσως της φαίνονται πολύ ακραία και σκοντάφτουν στη χρόνια έλλειψη ευελιξίας της, στη μισαλλοδοξία ή στον ωχαδερφισμό της, τουλάχιστον ας αξιοποιήσει η ίδια τα κτίρια που είναι περιουσία της, στεγάζοντας σ’ αυτά τις υπηρεσίες που διαφορετικά μας στοιχίζουν ο κούκος αηδόνι. Και με τα χρήματα που θα εξοικονομήσει από τα ενοίκια (155,77 εκατομμύρια ευρώ για το 2012) ας επιτελέσει το κοινωνικό έργο που δεν επιτρέπει σε άλλους να επιτελούν, μόνο και μόνο επειδή σκέφτονται εναλλακτικά.