Του Νικόλα Μιτζάλη*
Το ελληνικό αρχιπέλαγος διαφέρει από εκείνο του Κατσάρι1. Δεν είναι μια κοινότητα διακριτών οντοτήτων που συγκροτούν έναν αρμονικό, κοινό τόπο τον οποίο και υπερβαίνουν συνδιαλεγόμενες με το «επέκεινα», αλλά ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων «ναυαγίων», βυθισμένων σε ένα ερημικό πέλαγος το οποίο συνεχίζει να τα απειλεί και να τα επιτηρεί μέχρι την τελική τους εξαφάνιση.
Το απάνθρωπο αυτό αρχιπέλαγος του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού, με κύριο πυρήνα του τη δυσαρμονία που προέρχεται από την παντελή απώλεια του «διαλόγου» και την πλήρη επικράτηση του «πολέμου», αποτελεί μια εμφατική τραγικότητα που έχουν επιλέξει να επιβάλουν συγκεκριμένες προνομιούχες κοινωνικές ομάδες σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο ανέκαθεν υπήρξε μη προνομιούχο.
Η σαφής αυτή πολιτική επιλογή, που επιτρέπει διά της εξωφρενικής εργοδοτικής αυθαιρεσίας, της συνεχούς κατάργησης των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων και της πολλαπλής φορολόγησης τη μετατροπή των εργατικών λαϊκών τάξεων σε ανθρώπινα ναυάγια, που τη βγάζουν με δανεικά μέχρι να τις πνίξουν οι αναθυμιάσεις κάποιου ξεχασμένου μαγκαλιού ή η απόγνωση της κατάσχεσης και της εξαθλίωσης, συνεχίζει απρόσκοπτα την εκβιαστική αναδιανομή του πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω. Δεν μένει όμως μονάχα σε αυτό.
Το αρχιπέλαγος, διαμορφωμένο και ως μια ψυχολογική κατασκευή, επιδιώκει τη συνειδησιακή εμπέδωση ενός μη αναστρέψιμου διαχωρισμού. Εκείνου που θέλουν να επιβάλουν ως θέσφατο πεπρωμένο οι εσωκλεισμένοι στους αποκλεισμένους, εκείνοι που συνεχίζουν να ευημερούν εις βάρος των ανέκαθεν μειονεκτούντων και να επεξεργάζονται τη διαμόρφωση μιας ακόμα πιο δυστοπικής, αυταρχικής κοινωνίας οχυρωμένοι στις δικές τους πολυτελείς, αστικές νησίδες ασφάλειας.
Η ιδέα του ελληνικού αρχιπελάγους είναι ένα «νέο ξεκίνημα» στην ιστορία-πεπρωμένο της Ευρώπης, πολύ πιο μελανό από εκείνο που φανταζόταν ο Κατσάρι. Αποτελεί την απαρχή της θέσπισης της αναξιοπρεπούς εργασίας με την πλήρη αφαίρεση των όποιων δικαιωμάτων των εργαζόμενων επί των χρόνου, χώρου, τρόπου και αμοιβής τής εργασίας και τής πλασματικής ομοφωνίας διά της κατάργησης της οποιαδήποτε διαμαρτυρίας ή διαφωνίας. Σε αυτό το «ξεκίνημα» η καταστολή ως πολιτικό εργαλείο πειθαναγκασμού της κοινωνίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι καθολική και άμεση με προσαγωγές και τραυματισμούς απεργών και διαδηλωτών ανεξαρτήτως ηλικίας, αλλά και με σωρεία μηνύσεων και εκβιασμών.
Οσοι υφίστανται εκμετάλλευση, στη μεγάλη πλειονότητά τους σταθερά σε παθητική, αμυντική θέση, παραδόξως φαίνεται ότι δεν έχουν ακόμα φτάσει στο όριο της μη ανοχής τους. Καταπτοημένοι μετρούν τις μέρες, τα χρήματα, τις δυσκολίες, εκείνους που στα λόγια δηλώνουν υπερασπιστές τους και διαρκώς αναβάλλουν την κοινωνική σύγκρουση καταφεύγοντας στις ρυθμιστικές ψευδαισθήσεις της ελεύθερης αγοράς, οι οποίες παραπέμπουν στη μελλοντική επαναφορά παλιών, καλών καιρών. Οι τελευταίες, συμπλέοντας με την προπαγάνδα της κατασταλτικής δύναμης της εξουσίας, την ποινικοποίηση συμπεριφορών και φρονημάτων και τις απειλές που ξεκινούν από την απόλυση και φθάνουν μέχρι την επιτηδευμένη υφαρπαγή της κινητής και ακίνητης περιουσίας, δρουν ανασχετικά ως προς την ταξική πάλη.
Στο κομματικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και φαίνεται να κερδίζει το χρίσμα της κυβερνησιμότητας με βραχεία κεφαλή από την πολιτική σύμπραξη των μεταπολιτευτικών κομμάτων εξουσίας, που σταδιακά πια χάνει τη συνοχή της, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ισχυρό κίνημα που να συνδέσει αυτούς που δουλεύουν με εκείνους που δεν δουλεύουν, ούτε να ξεκαθαρίσει στην κοινωνία το σχέδιό του για το διαφορετικό που φέρνει. Ενισχύοντας τη φιλοευρωπαϊκή του τάση -ίσως και στο πλαίσιο προσεταιρισμού της ρευστής κεντρώας μάζας- δείχνει να διαμορφώνει μια φυσιογνωμία που αποκλίνει από μια ευθεία πολιτική σύγκρουση με το καπιταλιστικό πλαίσιο και το ευρώ, ενώ οι εξαγγελίες για μια μελλοντική προώθηση τη κατάργησης του νεοφιλελεύθερου δόγματος της Ε.Ε. παραμένουν σε ένα γενικό πλαίσιο αοριστίας.
Μεγάλο μέρος, λοιπόν, των κατατρεγμένων παραμένει διστακτικό ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος χρειάζεται μια ρεαλιστική αφήγηση και μια τολμηρή συγκρουσιακή πολιτική για να φουρτουνιάσει το αρχιπέλαγος του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού και κυρίως για να συμπλεύσει με την ορμή της ζωής, την οποία συνεχώς προσπαθούν να αναχαιτίσουν οι θρασείς, προνομιούχοι καταπιεστές που επιδιώκουν τη διατήρηση (με όλα τα μέσα) της ηρεμίας του πελάγους, ή αλλιώς τη συντήρηση της εκμετάλλευσης.
…………………………………………………………………………………….
*Δρ. Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
1. M. Cacciari, 1997, «L’Archipelago», Adelphi Edizioni