Pin It

Βάφτισε τις εμφανίσεις του «Καλοριφέρ» και είναι πανέτοιμος «να ανάψει φωτιές»

 

Ο Φοίβος Δεληβοριάς στα 39 του και μπαμπάς πιά, μάζεψε τραγούδια δικά του και ξένα τής τελευταίας 25ετιας, αλλά αντιστάθηκε στo να πεί τoν «Εθνικό Υμνο» και τo «Πουλάκι Τσίου»

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Στις παραστάσεις του υπάρχουν πάντοτε τρία στοιχεία: χιούμορ, εξυπνάδα, άποψη. Οπως και στα τραγούδια του, έτσι και στις συναυλίες του, ο Φοίβος Δεληβοριάς κάθε φορά μάς δείχνει και μια διαφορετική του πλευρά: άλλοτε πιο αστεία κι απρόβλεπτη, άλλοτε πιο αποκαλυπτική, καμιά φορά και ιδιαίτερα κριτική. Η τόλμη με την οποία χτύπησε την πόρτα του Μάνου Χατζιδάκι στα 16 του χρόνια καθόρισε και τη συνέχεια.

 

Τότε, με το θράσος των νιάτων αλλά και της αυτοπεποίθησής του, του έδωσε μια κασέτα λέγοντας: «Γεια σας κύριε Χατζιδάκι. Είμαι ο Φοίβος Δεληβοριάς, συνάδελφός σας. Θέλω να ακούσετε τα τραγούδια μου». Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Σήμερα στα 39 του, κι έχοντας μόλις γίνει μπαμπάς, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως έμπνευση, συνεχίζει να μετατρέπει τα σχόλιά του σε τραγούδια και να μιλά για τις πιο προσωπικές στιγμές με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο.

 

Το ίδιο θα κάνει και από αύριο, που ξεκινά τις νέες του παραστάσεις στο PassPort του Πειραιά. Εχουν τίτλο «Καλοριφέρ» .«Αρχικά σκεφτόμουν το «200 χρόνια Φοίβος», αφού ήθελα να παίξω όλα τα σουξέ μου απ' το 1813 ώς εδώ (ξέρετε, «Εθνικός Υμνος», «Φραγκοσυριανή», «Το Πουλάκι Τσίου»). Τελικά αποφάσισα να επικεντρωθώ στην τελευταία 25ετία. Στην περίοδο, δηλαδή, που η Ελλάδα επιτάχυνε, ανοίχτηκε και ξαφνικά έχασε το έδαφος κάτω απ' τα πόδια της, μαζί μ' αυτό και την όποια αίσθηση ταυτότητας και ιστορίας.

 

Πριν κανένα μήνα –κι όταν όλοι συζητούσαμε για την πανέξυπνη υπερφορολόγηση του πετρελαίου θέρμανσης- θυμήθηκα που η γιαγιά μου αποκαλούσε το καλοριφέρ «ακορντεόν». Το δικό της καλοριφέρ, λοιπόν, είμαι πανέτοιμος ν' ανάψω φέτος. Να ξαναδώ την ιστορία μου ανάποδα, να κάνω το σώμα των τραγουδιών μου αγωγό, να ξεγελαστεί κι η παγωνιά, ν' αφήσει ελεύθερους εμένα και τους φίλους μου».

 

-Αυτή η «απελευθέρωση» σημαίνει ότι θα πειράξεις και τα τραγούδια σου;

 

«Αρκετά. Παρέα μ' ένα γκρουπ «εφευρετών» –τον Ντούβα, τον Χριστοδούλου, τον Σταματάκη και τον Παντέλη- τα ξανακούμε κι αναρωτιόμαστε τι σημαίνουν σήμερα, που ο χώρος στον οποίο γράφτηκαν δεν υπάρχει καν. Πού θα πήγαινε «Αυτή που περνάει»; Σε ποιους θα γάβγιζε «Ο Σκύλος ο Βαγγέλης»; Πού θα κατευθυνόταν μια «Υβρεοπομπή»; Ταυτόχρονα θα πούμε Βαμβακάρη, Κηλαηδόνη, Ημισκούμπρια και άλλα τραγούδια που μου ήρθαν στο μυαλό.

 

Τελευταία μου εμμονή το «Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες», που λέγαμε στο σχολείο. Το «PassPort» μ' αρέσει πολύ. Είναι παλιό σινεμά, συστεγάζεται με βιβλιοπωλείο και είναι και στον Πειραιά. Ως σινεφίλ, βιβλιομανής, μουσικός και Καλλιθεάτης, καλύπτομαι απολύτως!».

 

-Ο τίτλο «Καλοριφέρ» έχει έναν «υπαινιγμό». Νιώθεις πάντα υποχρεωμένος να αναφέρεσαι στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία;

 

«Εχω πάθος με την ελληνική κοινωνία. Σιχαίνομαι τις μαζικές αυταπάτες της, τους τραμπούκους και τους αυτόκλητους σωτήρες της. Λατρεύω όμως τις μικρολεπτομέρειες και την κρυφή δυναμική της. Καμία υποχρέωση, λοιπόν. Ευχαρίστησή μου να την κρυφοκοιτάζω και να την εκφράζω – όσο μπορώ».

 

-Τις αλλαγές στις ζωές μας τις έχεις κάνει τραγούδια. Υπάρχει, όμως, κάτι που δεν άλλαξε καθόλου από την πρώτη μέρα που μπήκες στον μουσικό χώρο;

 

«Πάντα υπήρχε μια καχυποψία ανάμεσα στους ανθρώπους που ακούνε και επηρεάζονται από τον σύγχρονο διεθνή ήχο και σ' αυτούς που επιμένουν στις ρίζες και στη λαϊκότητά μας. Κι ενώ υπάρχουν φοβερά παραδείγματα μες στα χρόνια, που δείχνουν πως στις επιμειξίες υπάρχει περιθώριο για μοναδικότητα, σε κάθε γενιά βλέπεις την ίδια προκατάληψη.

 

Αγγλόφωνοι με εξαιρετικές παραγωγές και υψηλό καλλιτεχνικό φρόνημα, που περιφρονούν όμως το ίδιο τους το σώμα. Και γνώστες της ελληνικής ποίησης ή φορείς του λαϊκού αυθορμητισμού με ένα γούστο, όμως, ομφαλοσκοπικό και πανομοιότυπο, που περιφρονούν την ίδια τους την εποχή».

 

-Σε μια τόσο ζόρικη περίοδο έχεις σκεφτεί τι θέλει να ακούσει ο κόσμος που πηγαίνει στις μουσικές σκηνές;

 

«Δεν σκέφτομαι έτσι, γενικά. Αλλιώς, πριν από 10 χρόνια θα έγραφα λαϊκοπόπ και τραγούδια για ringtones. Τώρα, θα έπρεπε να κάνω τον οργισμένο ή να κλαίω τη μοίρα μου, όπως κάνουν πάρα πολλοί πονηροί συνάδελφοι – εκ των υστέρων δυστυχώς. Οχι. Θέλω να κάνω κάτι κεφάτο και ειλικρινές, κάτι που να ψάχνει με ρυθμό και με ένταση την ελπίδα, αλλά να μην την επαγγέλλεται ψεύτικα».

 

-Ζούμε την αποκαθήλωση πολλών «παλαιών συμβόλων» (από τον Τσοχατζόπουλο μέχρι το λάιφσταϊλ, τον Γαβαλά και τους επιχειρηματίες-άρχοντες). Νιώθεις δικαιωμένος που δεν ταυτίστηκες μαζί τους;

 

«Τους συγκεκριμένους τούς λυπάμαι. Τους χρησιμοποίησε και τους έκανε παντοδύναμους μια πονηρή εξουσία. Και σήμερα τους έβγαλε απ' τη μέση για να τη βγάλει η ίδια καθαρή. Από το πνεύμα τους, πάντως, δεν γλιτώσαμε, φευ. Το είδος του Ελληνα που στα χρόνια του χρήματος εγκατέλειπε την ανθρωπιά του για να ζήσει τη ζωή της «Δυναστείας» υπάρχει ακόμα.

 

Στα χρόνια της κρίσης είναι οι ίδιοι που δέρνουν αδύναμους και ξένους στον δρόμο για να νιώθουν ανώτεροι από κάποιον. Εχω, όμως, τη βαθιά πεποίθηση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευφυέστεροι και ικανότεροι απ' αυτό και πως είναι ευκαιρία να ξεφύγουν επιτέλους από την αφασία και τη μελαγχολία τους και να πρωταγωνιστήσουν».

 

-Η κόρη σου, η Ιόλη, έγινε 40 ημερών. Της έχεις γράψει ήδη τραγούδι;

 

«Οχι, αλλά θέλω να της διηγηθώ τα πάντα, απ' την αρχή. Αν δεν της τα έχω διηγηθεί ήδη. Ας πούμε, τώρα ξέρω καλά ότι το «Εκείνη» γι' αυτήν το είχα γράψει…».

 

Ιnfo: PassPort, Καραΐσκου 118, τηλ.: 210-4296401. Εως 23 Φεβρουαρίου. Συνολικά θα παίξει έξι Σάββατα.

 

Scroll to top