Pin It

Του Στέλιου Στυλιανίδη*

 

Η βία στην καθημερινή μας ζωή είναι ένα πολυεπίπεδο και πολύπλοκο φαινόμενο που επηρεάζει κάθε πτυχή της εσωτερικής και εξωτερικής μας πραγματικότητας.

 

Η τυπολογία της βίας μπορεί να είναι αυτοκαταστροφική, διαπροσωπική, συμπεριλαμβανόμενης της ενδοοικογενειακής βίας, όπως επίσης και συλλογική.

 

Σε αυτό το σύντομο σχόλιο θα περιοριστούμε σε ορισμένες σχηματικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συλλογική βία μέσα από την οπτική της κοινωνικής ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης. Ωστόσο, διαπιστώνεται η αναγκαιότητα να γίνει μια συνολική επιστημονική εκτίμηση-αξιολόγηση του πολύπλοκου φαινομένου της βίας και να αντιμετωπιστεί και ως πρόβλημα δημόσιας υγείας (φυσικής, ψυχολογικής, κοινωνικής).

 

Η συλλογική βία στη χώρα μας θα μπορούσε να διακριθεί σε 3 αλληλεξαρτώμενα επίπεδα:

 

α) Τη φασιστική, νεοναζιστική, ρατσιστική βία που δυστυχώς, όχι τυχαία, βρίσκει έδαφος και απήχηση σε ευρύτερα απελπισμένα ή οργισμένα με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική κρίση κοινωνικά στρώματα. Η μεταμφίεση της ωμής νεοναζιστικής βίας σαν «απελευθέρωση» από τη διαφθορά του «σάπιου» πολιτικού συστήματος ενισχύει τον μικροαστικό φθόνο κατά του πολιτισμού, της παιδείας και της καχεκτικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας. Η στάση ανοχής του κρατικού μηχανισμού απέναντι σε ωμές παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας των νεοναζιστικών ομάδων, η ελλειμματική ή προσχηματική εφαρμογή του νόμου απέναντι σε πράξεις κοινού ποινικού δικαίου στηρίζεται ιδεολογικά από ορισμένους «εντεταλμένους» δημοσιογράφους μέσα από την ταύτιση της Χ.Α. με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Καταδικάζοντας τη βία σε κάθε μορφή της, είναι σημαντικό να νοηματοδοτούμε διαφορετικά τη βία του υποκόσμου, των παράνομων ξενοφοβικών οργανωμένων νεοναζιστικών ομάδων από τις ακατέργαστες και τυφλές βίαιες εκφορτίσεις αναρχοαυτόνομων ομάδων.

 

β) Την πολιτική βία του αναρχοαυτόνομου χώρου, που αποτελείται κυρίως από νέους.

 

γ) Την τρομοκρατική βία που ασκείται ύπουλα και εκφοβιστικά, είτε από προβοκάτορες των υπολειμμάτων του μετεμφυλιακού παρακράτους, είτε από αριστερίστικες ομάδες που χρησιμοποιούν την ένοπλη βία σαν εργαλείο «επαναστατικής ανατροπής» του καπιταλισμού και της χωλαίνουσας αστικής δημοκρατίας. Φαίνεται ότι οι τελευταίες αυτές ομάδες, παρά τον φορτισμένο ιδεολογικά επαναστατικό λόγο τους, δεν έχουν διδαχθεί ιστορικά τίποτα από την κοινωνική απομόνωση και τελικά ιστορική απαξίωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία, της Action Directe στη Γαλλία και της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ στη Γερμανία. Η ιστορική λήθη είναι σύμμαχος της ακατέργαστης σκέψης.

 

Τα χαρακτηριστικά τής πρωτίστως κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης και δευτερευόντως οικονομικής έχουν περιγραφεί από πολλούς διανοητές και πολιτικούς αναλυτές διεξοδικά.

 

Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, ο κατακερματισμός της κοινωνικής συνοχής, η ευθραυστότητα και ρήξη των κοινωνικών δεσμών, οι δραματικά αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες που η ανομία προκαλεί εις βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων, βιώνεται σαν αδυναμία περίεξης της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, απουσία νοηματοδότησης και ελπίδας για το μέλλον και σαν ένα τρομακτικό ψυχικό κενό.

 

Η κατάργηση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών στερεί τη δυνατότητα από την κοινωνική ομάδα να εμπεριέχει και να συγκρατεί ανεπιθύμητα συναισθήματα, όπως η ψυχική οδύνη, η καταστροφικότητα, η οργή, το χάος.

 

Οι θεσμοί και οι διάφοροι μηχανισμοί διαμεσολάβησης αδυνατούν να διεκπεραιώνουν αυτή τη ζωτική λειτουργία της περίεξης και νοηματοδότησης του καθημερινού αδιεξόδου και να τη μετασχηματίσουν σε νόημα και συλλογική δράση. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη του άλλου, ιδιαίτερα των νέων, χάνεται στο κενό, σε ένα πηγάδι χωρίς πάτο που μοιάζει να ακυρώνει και να καταστρέφει τη νοηματοδότηση, τη διεργασία της σκέψης, την αναλυτική ικανότητα, τη σύνδεση του συναισθήματος, της σκέψης και της πράξης. Αυτό το ανυπόφορο ψυχικό κενό συχνά εκφορτίζεται σε βία που τροφοδοτείται από πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας του ατόμου, όπως η διχοτόμηση, η προβολή, η προβλητική ταύτιση, η παράνοια (καλός/κακός). Ετσι η κοινωνία, ο Αλλος, δεν είναι μέρος μιας κοινής πραγματικότητας που τη μοιραζόμαστε και τη νοηματοδοτούμε, αλλά μια «δέσμη» από προβολές, δηλαδή τα αρνητικά κομμάτια του εαυτού μου τα «πετάω» ακατέργαστα στον Αλλον.

 

Μέσα σε αυτό το εύθραυστο κοινωνικό πλαίσιο της κρίσης, το βίωμα του κενού δεν μετασχηματίζεται στην επώδυνη διαδικασία του αναστοχασμού και της παραγωγής μιας άλλης Αφήγησης, αλλά σε εκφόρτιση και βία.

 

*Ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, αν. καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

 

Scroll to top