Pin It

Του Σταύρου Κοντονή*

 

Το φερόμενο ως αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που εμφάνισε στη Βουλή η κυβερνητική πλειοψηφία αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων, χωρίς μάλιστα να έχει πραγματοποιηθεί η προβλεπομένη από τον νόμο διαβούλευση (προφανώς γιατί η κυβέρνηση φοβάται τις αντιδράσεις και τα σχόλια των πολιτών για το ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο που κατάρτισε).

 

Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά δεν απαντά στις πραγματικές ανάγκες, οι οποίες υφίστανται σήμερα στην ελληνική κοινωνία λόγω της ανόδου και της διόγκωσης των ρατσιστικών και φασιστικών φαινομένων και χάριν της προστασίας όχι μόνο των μεταναστών αλλά και άλλων ομάδων που αντιμετωπίζουν διώξεις και αρνητικές διακρίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την εποχή του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη (το οποίο, παρά τις ατέλειές του, ήταν πιο ολοκληρωμένο από το σχέδιο Αθανασίου) αλλά και μέσω της δικής του πρότασης νόμου είχε αναδείξει μια ολοκληρωμένη και ισορροπημένη πρόταση για την αντιρατσιστική νομοθεσία, η οποία και τα δικαιώματα των μεταναστών και των άλλων καταφρονούμενων ομάδων υπεράσπιζε ικανοποιητικά, αποφεύγοντας την ποινικοποίηση του φρονήματος. Η κυβέρνηση, αντί να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου, τελικά επέλεξε να προχωρήσει στην περιορισμένη τροποποίηση του ν. 927/1979, ενός νόμου και περιορισμένης αξίας, εκ του γεγονότος ότι είχε καταστεί ουσιαστικά ανεφάρμοστος.

 

Η περιορισμένη αυτή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία οφείλεται στον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό της κυβέρνησης, αλλά και στο γεγονός ότι και αυτή ακόμη η πρωτοβουλία προκλήθηκε εξαιτίας της στυγερής δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ανάγκασε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση, αναιρώντας την αρχική της τοποθέτηση περί επάρκειας της κείμενης νομοθεσίας για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας. Ο κοινωνικός συντηρητισμός της κυβέρνησης αποδείχθηκε και από τη σιωπή της κυβέρνησης απέναντι στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.

 

Το πρώτο και βασικό ζήτημα είναι η λανθασμένη προτεραιότητα του σχεδίου νόμου στο ζήτημα της ρατσιστικής υποκίνησης σε αξιόποινες πράξεις (ιδίως βίας) σε βάρος ατόμων λόγω της ένταξής τους σε κάποια διωκόμενη ή καταφρονούμενη ομάδα και όχι στο ζήτημα της τέλεσης πράξεων -ιδίως κατά της ελευθερίας και σωματικής ακεραιότητας- με ρατσιστικό κίνητρο, πράγμα που είναι και το κύριο πρόβλημα. Ο περιορισμός αυτός θα οδηγήσει με βεβαιότητα και το νέο νομοθέτημα στην ανυποληψία, δηλαδή στη μη εφαρμογή του, καθιστώντας το «νόμο περιορισμένης ευθύνης». Το δεύτερο και εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι ότι ακόμη και σε αυτό το στενό πλαίσιο, η κυβέρνηση περιορίζεται στα κριτήρια της φυλής, της εθνικής ή εθνοτικής ένταξης, του χρώματος και των «γενεαλογικών καταβολών» και δεν αντιμετωπίζει καθόλου το συχνό σήμερα πρόβλημα των ρατσιστικών επιθέσεων κατά ατόμων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Πηγαίνει δηλαδή η κυβέρνηση πίσω και από το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ήδη αξιολογεί αρνητικά στην επιμέτρηση της ποινής τα τελούμενα αδικήματα σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλλου.

 

Τέλος, η αναφορά στη νομική ευθύνη νομικών προσώπων, για λογαριασμό των οποίων διαπράττονται ρατσιστικά εγκλήματα, πρέπει να συνοδευτεί από την αναγκαία ύπαρξη άμεσης αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στο έγκλημα και στη βούληση του νομικού προσώπου και στη μη υπερεπέκταση των ευθυνών του νομικού προσώπου. Ας μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια επέκταση μπορεί να πλήξει και την ελευθερία λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, τα οποία είναι από τον νόμο ιδιόμορφα νομικά πρόσωπα. Υπό αυτούς τους όρους και προϋποθέσεις, το νομοσχέδιο της κυβέρνησης υπολείπεται σημαντικά από τις προτάσεις νόμου του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων και αποδεικνύει την κυβερνητική ατολμία και απροθυμία να συγκρουστεί με τον ρατσισμό και τον φασισμό.

 

 

* Μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Ζακύνθου

 

Scroll to top