Pin It

Ο Ρενάτο Τζανέλα σκηνοθετεί στη Λυρική Σκηνή τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι, που παρουσιάζεται στο Μέγαρο

 

Του Γιάννη Σβώλου φωτ.: Μ. Βαλασόπουλος

 

Με αφορμή τη φετινή επέτειο Βέρντι, η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζει σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής την όπερα «Ο Σικελικός Εσπερινός» (πρεμιέρα την Πέμπτη, 24 Ιανουαρίου). Την ορχήστρα διευθύνει ο Μύρων Μιχαηλίδης. Η υπόθεση βασίζεται στο φερώνυμο ιστορικό γεγονός της εξέγερσης των Σικελών ενάντια στην εξουσία των Γάλλων, που συνέβη το 1282 στο Παλέρμο. Γεμάτη ενθουσιώδη, επαναστατική μουσική, η όπερα υπηρετεί επίσης την πρόθεση του συνθέτη να στηρίξει έμμεσα τις εξελίξεις του αγώνα για την ενοποίηση και ανεξαρτησία της πατρίδα του. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ρενάτο Τζανέλα, διευθυντής του μπαλέτου της ΕΛΣ.

 

- Πώς σκηνοθετεί όπερα ένας χορογράφος;

 

«Διατηρώ την αισθητική μου, υλοποιώ τα οράματά μου και προσπαθώ να ερμηνεύσω τη μουσική και τις λέξεις. Ισως μπορώ να προσθέσω κάτι διαφορετικό ως χορογράφος. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο “Σικελικός Εσπερινός” είναι μια πολύ βαρετή όπερα, μια διαδοχή ντουέτων, τρίο κ.λπ. Εγώ, όμως, βλέπω σ’ αυτήν δράση από την αρχή ώς το τέλος. Με βάση όσα λέει το λιμπρέτο, προσθέτω πράγματα. Κυρίως όμως, στοχεύω στο να κρατήσω αμείωτη την ένταση που εκπέμπει το ευρύτερο πλαίσιο του έργου: μια χώρα στην οποία πνέει άνεμος επανάστασης, ένας λαός σε αναβρασμό.

 

Δεν περιορίζομαι στο στενό πλέγμα των ιδιωτικών συναισθηματικών σχέσεων. Ο Βέρντι δεν επιζητούσε απλώς να δημιουργήσει μια ιστορική “μεγαλόπρεπη όπερα”, αλλά να βοηθήσει την Ιταλία να ξυπνήσει! Επιπλέον, το μπαλέτο είναι εδώ σημαντικό και οι χορευτές μου θα αποδώσουν όλα τα στοιχεία παντομίμας με τα οποία ενισχύω θεατρικά την παράσταση, προσδίδοντάς της ζωντάνια και συνοχή».

 

- Το ξανακάνατε πολύ διακριτικά και ισορροπημένα στον «Φάουστ».

 

«Σε μια όπερα τόσο μεγάλης διάρκειας ο θεατής κινδυνεύει να ξεχάσει ποιος είναι ποιος! Ενισχύω, λοιπόν, την υπόσταση των δευτερευόντων χαρακτήρων και των καταστάσεων για να συσφίγξω τη δράση. Ακόμη, αξιοποιώ ιδιαίτερα το περιστατικό του χορού στην πλατεία, κατά το οποίο οι Γάλλοι απάγουν τις γυναίκες των Σικελών οδηγώντας στην άγρια απόληξη της Β΄ πράξης: η Νινέτα βιάζεται και πεθαίνει, ενώ οι Σικελοί ορκίζονται να εκδικηθούν για την προσβολή.

 

Αντίστοιχα, οι σύζυγοι των Γάλλων αξιωματικών, που τραγουδούν τη σικελιώτικη βαρκαρόλα, συμπεριφέρονται υπεροπτικά, σαν Κινέζοι τουρίστες που επισκέπτονται την πλατεία Συντάγματος. Το όλον προσλαμβάνει σκοτεινή, απειλητική διάσταση. Συντηρώ μια κατάσταση έντασης, σαν ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί».

 

- Πού βασίζετε τη σκηνοθετική σας δραματουργία;

 

«Οδηγός μου είναι η μουσική του Βέρντι. Βασίζομαι, βεβαίως, και στο λιμπρέτο, αλλά πρωτίστως σέβομαι το τραγούδι και τη φωνή: ουδέποτε επιχειρώ να εκτρέψω το ενδιαφέρον από μια βασική σκηνή τραγουδιού. Εχουμε μια δυνατή διανομή ώριμων τραγουδιστών: τον Αμερικανό τενόρο Γκρέγκορι Κούντε ως Αρίγκο, την Τσέλια Κοστέα ως Ελενα, τον Δημήτρη Πλατανιά ως Μονφόρτε, τον Δημήτρη Καβράκο ως Πρότσιντα. Παρακολουθώντας τους να δουλεύουν και να τραγουδούν εντόπισα τι συνδέει τις συγκεκριμένες φωνές και την ηλικία των τραγουδιστών αυτών με το δραματικό βάρος των χαρακτήρων του Βέρντι, οι οποίοι περιβάλλονται συνεχώς από απειλές.

 

Σε κάθε επανάσταση υπάρχουν δικτάτορες, μπράβοι, σφοδρές ερωτικές ιστορίες, θανατικά. Ο Πρότσιντα αντιπροσωπεύει τον ήρωα κάθε επανάστασης. Είναι ένας αρχαίος Τσε Γκεβάρα: θα κάνει τα πάντα για να ελευθερώσει τη Σικελία. Οταν πρωτοεμφανίζεται μάς ξαφνιάζει, η άφιξή του σημαίνει ότι πλησιάζει ο θάνατος. Σε κάποιες στιγμές-κλειδιά έρχεται μπροστά, έπειτα υποχωρεί, ωστόσο κινεί συνεχώς τα νήματα ολόκληρης της όπερας. Ο Καβράκος, που ενσαρκώνει τον ρόλο, είναι βαρύς, έχει δική του κινησιολογία και τρόπο να εκπέμπει τις νότες. Ομως του άρεσε η σύλληψη της σκηνοθεσίας, συνεισέφερε ουσιαστικά και βγάλαμε κάτι πολύ δυνατό».

 

- Πώς οργανώνετε το ξετύλιγμα της δράσης σε ένα τέτοιο έργο με σύνθετη υπόθεση;

 

«Δεν αναμειγνύω συνεχώς τα πάντα. Κατευθύνω την προσοχή των θεατών στο δράμα που ζουν οι ήρωές μου. Σε κάθε Πράξη προσπαθώ να δείξω την πραγματικότητα μέσα από τον ψυχικό κόσμο διαφορετικού πρωταγωνιστή: αρχικά έχουμε τον διοικητή Μονφόρτε, ύστερα τον Αρίγκο, που αυτοβασανίζεται αμφιταλαντευόμενος, μετά την Ελενα με την οποία είναι ερωτευμένος. Τις ιστορίες των τριών συνδέει υπόγεια ο Πρότσιντα, δημιουργώντας ένα κλειστό κύκλωμα εντάσεων. Στο τέλος, παρότι η ένωσή τους προβάλλει ανέφικτη, οι δύο νέοι παντρεύονται αλλά η πραγματικότητα συντρίβει τον εσωτερικό τους κόσμο. Εκεί, πλέον, έχουμε την αίσθηση ότι όλα διαδραματίζονται στην ψυχή της Ελενας».

 

- Πόσο ουσιαστική είναι η παρουσία του μπαλέτου στην εξέλιξη της δράσης;

 

«Το μπαλέτο “Οι τέσσερις εποχές” συνιστά μεγάλο πρόβλημα. Οταν ο Βέρντι μετέφερε την όπερα στην Ιταλία, αφαιρέθηκε. Εγώ χρησιμοποιώ δύο από τα τέσσερα μέρη του, αξιοποιώντας τα δραματουργικά. Μεταφέρω τη δράση στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο και παρουσιάζω τον χορό ως κοινωνικό τελετουργικό, μέσω του οποίου οι Γάλλοι επικυρίαρχοι επιδεικνύουν την υπεροχή τους στους ντόπιους Σικελούς.

 

Ο χορός δίδεται ως παράσταση του μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού, που έρχεται στο Παλέρμο να επιδείξει στους Σικελούς τις επιδόσεις ενός masterclass. Ανάμεσα στα δύο κομμάτια, το “Φθινόπωρο” και τον “Χειμώνα”, υπάρχει ένα αντάτζιο, στη διάρκεια του οποίου εμφανίζεται η Ελενα μαζί με τη Μαρία Κουσουνή. Είναι ντυμένες στα μαύρα πέπλα –η Κουσουνή εκπροσωπεί τη θλίψη της Σικελίας- με δάκρυα στα μάτια. Στο τέλος η χορογραφία προσλαμβάνει επαναστατικούς τόνους».

 

- Πώς χειρίζεστε το στοιχείο του «μεγάλου θεάματος»;

 

«Το ανέβασμα μιας “μεγαλόπρεπης όπερας” μπορεί να καταντήσει ασύλληπτα ανόητο, γεμάτο κοινούς τόπους και μεγάλα λόγια: είναι σαν να βλέπεις ταινία των Monty Pythons! Αυτές οι όπερες δημιουργούν επικίνδυνα υπέρμετρες προσδοκίες˙ ειδικά όταν το κοινό έχει δει πραγματικά “μεγάλες” κλασικές παραγωγές. Είναι, όμως, ωραία όταν το θέαμα συγκρατεί αδιάλειπτα το ενδιαφέρον και οι θεατές κατανοούν τα πάντα: μουσική, λόγια, δράση. Πασχίζω να συγκινήσω το κοινό με ένα γνωστό έργο, δείχνοντας κρυμμένες όψεις, να μπολιάσω το θέαμα με την αίσθηση του ουσιαστικού και του αληθινού.

 

Στην εναρκτήρια σκηνή του “Σικελικού Εσπερινού” χρησιμοποιώ κομμάτια από τη σκληρή, σημερινή ελληνική πραγματικότητα, όπως οι ουρές των μεταναστών που περιμένουν επί ατελείωτες ώρες στα αστυνομικά τμήματα. Το Παλέρμο ήταν σημαντικός κόμβος της Μεσογείου, περνούσαν από εκεί σημαντικά πρόσωπα, απέπλεαν Σταυροφόροι. Θέλησα να αναπαραγάγω αυτή την αίσθηση στρατοκρατούμενου τόπου, που θυμίζει και λίγο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

 

Εμπνεύστηκα από τον ακραία άγριο, προκλητικό αλλά ταυτόχρονα σαφή Ταραντίνο! Τελικά, θα δούμε “μεγάλο θέαμα”, όχι όμως μέσα από ακριβά, μεγαλόπρεπα σκηνικά, αλλά μέσα από τον χειρισμό και την ποιότητα των εντάσεων που εκπέμπουν οι τραγουδιστές και η χορωδία. Η τελευταία είναι σημαντική διότι οπτικοποιεί το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο του έργου, ενώ η παρουσία της αναπτύσσεται δραματουργικά από πράξη σε πράξη».

 

- Πώς σκηνοθετείτε μια τόσο ιταλική όπερα για ένα μη ιταλικό κοινό;

 

«Στην όπερα πιστεύω ότι το θέαμα δεν πρέπει να θυμίζει κάτι τελείως συγκεκριμένο. Συνεπώς, δεν προσπαθώ να τονίσω ιδιαίτερα τον εθνικό χαρακτήρα του έργου. Αντίθετα, θέλησα να φτιάξω μια εικόνα πιο παγκόσμια. Εγώ και οι σκηνικοί συνεργάτες μου αποφύγαμε τις εμβληματικές αναφορές στον κόσμο του Risorgimento, στο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής του Βέρντι: στολές, ιταλικές σημαίες κ.λπ. Ομως, έχουμε γαλλικές σημαίες και στοιχεία από τον θυρεό των Γάλλων Ντ’ Ανζού και στο μπαλέτο οι χορευτές φορούν κουστούμια που θυμίζουν μεσογειακό Νότο: Ελλάδα, Ισπανία, Αίγυπτο… Το αποτέλεσμα πρέπει να αγγίζει κάθε θεατή –Ελληνα, Ιταλό, Γάλλο, Αγγλο- ασχέτως εθνικότητας».

 

- Πού στοχεύετε πρωτίστως;

 

«Θέλω ο θεατής να απορροφάται απ’ ό,τι συμβαίνει επί σκηνής, να το ζει έντονα. Γι’ αυτό υπάρχουν βασικά στοιχεία ταύτισης για τον καθένα: έρωτας, μίσος, δίψα για δύναμη, φόβος, οργή, βία, φιλοπατρία. Στον “Σικελικό Εσπερινό” το δράμα γίνεται πολιτικό και υπαρξιακό, σκοτεινό, πραγματικό. Η Ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη, αλλά, δυστυχώς, οι άνθρωποι διαπράττουν επανειλημμένα τα ίδια λάθη… Πρόκειται για χρόνια ασθένεια της ανθρώπινης φυλής.

 

Ο Βέρντι με την επαναστατική μουσική του μάς καλεί να βρισκόμαστε σε εγρήγορση. Ο “Σικελικός Εσπερινός” τελικά σε οδηγεί να κάνεις κάτι σύγχρονο! Ευτυχώς, δημιουργώ σε ένα λυρικό θέατρο ανοιχτό σε τέτοιες προτάσεις. Με αυτή τη δεύτερη σκηνοθεσία όπερας προτείνω μια συνέχεια, που, χωρίς να συνιστά απλή επανάληψη, στοιχειοθετεί ένα δικό μας ύφος με το οποίο θα ανεβάζουμε αυτά τα έργα στην ΕΛΣ. Το να φέρνεις μια καινούργια, φρέσκια οπτική είναι καλό και υγιές, εμφυσά νέα ζωή στα πράγματα!»

 

INFO: Η ΕΛΣ παρουσιάζει τον «Σικελικό εσπερινό» του Βέρντι υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, σε διπλή, εναλλασσόμενη διανομή, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής στις 24, 25, 26 & 27/1/2013. Σκηνοθεσία – χορογραφία – φωτισμοί: Ρενάτο Τζανέλα. Σκηνικά: Αλεσάντρο Κάμερα. Κοστούμια: Κάρλα Ρικότι. Τιμές εισιτηρίων €22, €40, €60, €80. Παιδικό, φοιτητικό €13.

 

 

 

 

Επιστροφή

 

Scroll to top