30/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Nymph()maniac»: διαμελισμένο, μεγαλειώδες και… καθόλου τσόντα

Από το πρώτο μέρος τής πολυαναμενόμενης ταινίας δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβει κανείς εάν ο Τρίερ έκανε μια προκλητική εξτραβαγκάντσα ή ένα πνευματικό αριστούργημα για τη γέννηση της ενοχής και της αμαρτίας στον πολιτισμό μας.
      Pin It

Από το πρώτο μέρος τής πολυαναμενόμενης ταινίας δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβει κανείς εάν ο Τρίερ έκανε μια προκλητική εξτραβαγκάντσα ή ένα πνευματικό αριστούργημα για τη γέννηση της ενοχής και της αμαρτίας στον πολιτισμό μας. Μέχρι να βγει τον Φεβρουάριο και η υπόλοιπη, μπορούμε πάντως να πούμε ότι είναι μια εικαστικά σύνθετη και σκηνοθετικά πρωτοποριακή ταινία

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Nymph()maniac (Μέρος Α΄)

Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ

Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Στέλαν Σκάρσγκααρντ, Στέισι Μάρτιν, Σάια ΛαΜπεφ, Κρίστιαν Σλέιτερ, Ούμα Θέρμαν

(Nymph()maniac: Volume 1)

 

Ενας άντρας βρίσκει στον δρόμο μια λιπόθυμη, τραυματισμένη νεαρή γυναίκα. Την παίρνει στο σπίτι του για να την περιθάλψει κι εκείνη, η Τζο, ξεκινά να του αφηγείται πώς, απ΄ όταν ήταν κορίτσι, είχε διαρκώς ανάγκη το σεξ κι ενώ απολάμβανε την εξουσία που της προσέφερε η φύση της, κατέληξε να θεωρεί ότι είναι ένας πολύ κακός άνθρωπος, άξιος για τη χειρότερη τιμωρία.

 

Η πολυαναμενόμενη ταινία του Λαρς φον Τρίερ είναι εδώ, περίπου. Ο τρομερός Δανός κατέληξε με μια ακατάλληλη ταινία διάρκειας πέντε ωρών. Η εταιρεία παραγωγής του, η Zentropa, αποφάσισε να προσφέρει στους διανομείς του κόσμου την εναλλακτική λύση να προβάλλουν την ταινία σε δυο μέρη και, επιπλέον, κομμένη από την εταιρεία, με τη συμφωνία αλλά όχι τη συμμετοχή του Τρίερ. Tο πρώτο μέρος αυτής της εκδοχής είναι που βλέπουμε στην αίθουσα.

 

Σαφέστατα η προβολή της 5ωρης κόπιας θα έφερνε ελάχιστους πιστούς στην αίθουσα κι ο διαμελισμός της κάνει τις συνθήκες της προβολής ευκολότερες. Ωστόσο, η ταινία καθώς προχωρά, χρονολογικά, απλώς κόβεται κι ο θεατής έχει την αίσθηση ότι είδε πραγματικά μισή ταινία, σαν άθελά του να αποχώρησε από κάτι που του άρεσε να βλέπει. Επιπλέον, επειδή η ταινία δεν είναι μια τσόντα, αλλά μια βαθιά εγκεφαλική ανάλυση της συσχέτισης της επιθυμίας με την ενοχή, για να καταλάβουμε εάν ο Τρίερ έκανε μια προκλητική εξτραβαγκάντσα ή ένα πνευματικό αριστούργημα, θα χρειαστεί να δούμε και πώς κινείται στο υπόλοιπο της ταινίας.

 

Μ’ αυτά τα δεδομένα, το πρώτο μέρος του «Nymph()maniac» προδιαθέτει για κινηματογραφικό, αφηγηματικό και πνευματικό μεγαλείο. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μικρά κεφάλαια, το καθένα με τον τίτλο του, στο ύφος του παλιού αναγνωστικού ή φυσιοδιφικού συγγράμματος, σε μια εκπληκτική αντίθεση με την επίμονη σαρκική εξερεύνηση που περιέχει το καθένα. Η Στέισι Μάρτιν, η ηθοποιός που ανακάλυψε ο Τρίερ για να ενσαρκώσει τη νεαρή Τζο (η Σαρλότ Γκενσμπούργκ την υποδύεται στο παρόν), έχει μια πρωτοφανή ερωτική δύναμη κάτω από το ευάλωτο, πορσελάνινο παρουσιαστικό της. Η κάθε της συνεύρεση, πειραματισμός ή ρουτίνα, παρουσιάζεται μ΄ ένα μικρό, παλιομοδίτικο διδακτισμό, ανοιχτό στην κατάρριψη.

 

Εχοντας θέσει από την αρχή τον τόνο με τους σιδερένιους, γοτθικούς, τρομαχτικούς ήχους των Ramstein, ο Τρίερ προχωρά γεμίζοντας τα κεφάλαιά του με ποπ γραφιστικά, κλείνοντας το μάτι στη σοβαροφάνεια, σε μια μέθοδο ωστόσο που σύντομα ξεχνά – ή που εξαφανίστηκε στο μοντάζ που είδαμε. Ομοίως και κάποιοι ήρωες ή ιστορίες μοιάζουν να λείπουν από την αφήγηση, όπως η σχέση της Τζο με τη μητέρα της (Κόνι Νίλσεν) που περικλείεται μόνο σ΄ ένα βλέμμα, γεμάτο νόημα αλλά χωρίς εξήγηση. Η επιδειξιομανία του Τρίερ είναι έκδηλη σε ανόητα προκλητικές σκηνές σαν τη σκατολογική νοσηλεία του πατέρα της Τζο, ή ανατρέπεται και δηλώνει τη σκηνοθετική του ιδιοφυΐα σε σκηνές σαν το ερωτικό τρίπτυχο (με τριπλό split screen) της υποδούλωσης, της εξουσίας και του έρωτα να τρέχουν ταυτόχρονα στην οθόνη και στη ζωή της ηρωίδας.

 

Γεμάτο σκηνές σεξ, αλλά πολύ λίγο hardcore (η ταινία καθόλου δεν ξεπερνά σε σκανδαλοθηρία τον μέσο όρο των απελευθερωμένων καλλιτεχνικών ταινιών), το «Nymph()maniac» οπωσδήποτε δεν είναι η πονηρή διασκέδαση του Τρίερ, ούτε και του θεατή. Είναι μια εικαστικά σύνθετη, σκηνοθετικά πρωτοποριακή ταινία, η οποία θεωρητικοποιεί σε απόλυτο βαθμό τη σωματική επιθυμία, με βάσεις στις θεωρίες των μαθηματικών και στην (παλαιότερων εποχών) ψυχαναλυτική θεωρία. Μόνο που δεν γνωρίζουμε ούτε πού αυτή η έντονα εστέτ προσέγγιση θα οδηγήσει το φιλμ, ούτε πότε και γιατί η ηρωίδα θα ξεκινήσει ν΄ αντιμετωπίζει ενοχικά τη φύση της, μια και προς το παρόν κάνει συνέχεια σεξ και τα περνάει φίνα! Και τα δύο αυτά στοιχεία είναι σημαντικά για να μπούμε στο μυαλό και στην πρόθεση του Λαρς φον Τρίερ και ν΄ αποκωδικοποιήσουμε ό,τι χρειάζεται από το καινούργιο έπος του. Προς το παρόν, τουλάχιστον, όχι απλώς μας ιντριγκάρει, αλλά και μας πείθει ότι έχει κατασκευάσει μια συγκλονιστική απεικόνιση της γέννησης της αμαρτίας, από την ένωση του ενστίκτου και του πολιτισμού. Τα υπόλοιπα τον Φεβρουάριο, μαζί με το β΄ μέρος του «Nymph()maniac».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Η Λιμουζίνα

Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος

Ηθοποιοί: Νίκος Κουρής, Δούκισσα Νομικού, Δημήτρης Καταλειφός, Παύλος Χαϊκάλη, Τάκης Σπυριδάκης, Δημήτρης Πιατάς, Αντριαν Φρίλινγκ, Λευτέρης Βογιατζής

 

Ο Μάρκος είναι ένας Ελληνας που ζει στο Παρίσι και φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας. Μαζί με τον Γερμανό φίλο του, Μαξ, σχεδιάζουν ένα γεμάτο περιπέτεια ταξίδι: να οδηγήσουν από τη Γαλλία ώς την Αθήνα, με οδηγό την πανέμορφη Κολέτ από τη Λιμόζ, μια Λιμουζίνα δηλαδή, η οποία καλείται να διαλέξει έναν ή και κανέναν από τους δυο άντρες που τη συνοδεύουν. Στην πορεία θα έχουν τυχαίες αλλά καθοριστικές συναντήσεις με σημαντικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας – ή απλώς με ανθρώπους που τους μοιάζουν!

 

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος εμπνέεται από τα διηγήματα του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου και γράφει και σκηνοθετεί μια γεμάτη χάρη κωμωδία παρεξηγήσεων, η οποία από τη μια γεμίζει με αναφορές στους ανθρώπους του πνεύματος, από την άλλη τους καταρρίπτει στον βωμό της πραγματικής ανθρώπινης εμπειρίας. Η ταινία ξετυλίγεται σε μικρά, στενά συνδεδεμένα, σκετς με fade out, σ΄ ένα σύμπαν όπου ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος ούτε καν η αληθοφάνεια έχουν σημασία: σημασία έχει μόνο η απόλαυση, η σκέψη, η καλλιέργεια του πνεύματος και το προσωπικό ταξίδι σε αναζήτηση ηρώων. Μέσα απ΄ αυτήν τη δομή, ανάλαφρα, ο Παναγιωτόπουλος βρίσκει αφορμές για να σχολιάσει την ανισορροπία της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά όχι με αντιπάθεια, μόνο με στοργή και κέφι. Κάπου ανάμεσα στους ήρωες που διαρκώς συζητούν, πίνουν, διαβάζουν και λένε στοχαστικά τσιτάτα, ξεπηδά ακριβώς σαν αφρός, το σινεμά που αγαπά το παρελθόν και διασκεδάζει με το μέλλον.

 

Το πρωταγωνιστικό τρίο των Νίκου Κουρή – Αντριαν Φρίλινγκ – Δούκισσας Νομικού (την οποία δίκαια εμπιστεύτηκε για τον ρόλο του μοναδικού θηλυκού στην ταινία ο Παναγιωτόπουλος), δίνει ζωντάνια και μια πειστικότητα στους παράδοξους ήρωες και η κάθε συνάντηση φέρνει στο προσκήνιο έναν ηθοποιό-έκπληξη, με αποκορύφωμα το μεγάλο φινάλε του Λευτέρη Βογιατζή. Το φιλμ απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους αγαπούν το χιούμορ του σκηνοθέτη του, την αίσθηση του παραλόγου και την πολυτέλεια της συζήτησης και της σκέψης. Αλλά, μάλλον, αυτό ήταν και η επιθυμία του Παναγιωτόπουλου: ένα κινηματογραφικό «φλας της στιγμής» με αφρώδη επίγευση.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Εγώ, ο εαυτός μου και η μαμά

(Les Garçons et Guillaume, à Τable)

Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Γκαλιέν

Ηθοποιοί: Γκιγιόμ Γκαλιέν, Ιβόν Μπακ, Κάρολ Μπρένερ, Νταϊάν Κρούγκερ, Αντρέ Μαρκόν, Γκετς Oτο, Φρανσουζ Φαμπιάν, Νανού Γκαρσιά

Η μαμά του Γκιγιόμ ήθελε μια κόρη. Αντ΄ αυτού είχε τρεις γιους. Ετσι αποφάσισε να μεγαλώσει τον μικρότερο, τον Γκιγιόμ, ως κόρη. Εκείνος θυμάται την παιδική του ηλικία: «Η μαμά μας φώναζε να φάμε λέγοντας, τ΄ αγόρια και ο Γκιγιόμ στο τραπέζι!» Ο Γκιγιόμ μεγάλωσε πιστεύοντας βαθιά μέσα του ότι είναι κορίτσι, αντιγράφοντας γυναικείες χειρονομίες και τρόπους συμπεριφοράς. Οχι απαραίτητα επειδή έτσι αισθανόταν πιο άνετα. Κυρίως επειδή έτσι η μαμά θα ήταν τόσο πιο χαρούμενη!

 

Ο Γάλλος κωμικός Γκιγιόμ Γκαλιέν ανέβασε πριν μια 5ετία στο θέατρο ένα μονόλογο, με μόνο τον ίδιο ως συγγραφέα, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, αποκαλύπτοντας με εκπληκτικό χιούμορ την ψυχοσύνθεση ενός αγοριού που ψάχνει τους κανόνες για να ενηλικιωθεί. Αυτήν την παράσταση μετέφερε τώρα στο σινεμά, σε μια ταινία που έκανε τεράστια εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία. Το παράξενο είναι ότι, αντίθετα με τις περισσότερες γαλλικές εμπορικές επιτυχίες, αυτή εδώ η ταινία είναι διασκεδαστική και συναισθηματική και για το ελληνικό κοινό. Οι διάλογοι είναι πανέξυπνοι και, κατά στιγμές, αληθινά ξεκαρδιστικοί, ενώ η γενική ιδέα της προσέγγισης της σεξουαλικής ταυτότητας με απορία προκαλεί όχι μόνο το γέλιο, αλλά μια στοργική συμπάθεια για τον ήρωα. Ο ίδιος ο Γκαλιέν, στον ρόλο του Γκιγιόμ αλλά και της μαμάς του, είναι μια αποκάλυψη ταλέντου. Ταυτόχρονα, η ταινία είναι μια χαριτωμένη αλλά βαθιά εξερεύνηση της ψυχής, ένας απίστευτος φόρος τιμής στο γυναικείο φύλο και, μακριά από ένα «κατηγορώ», μια γεμάτη κατανόηση ματιά στα ανθρώπινα κίνητρα και λάθη. Στη μεταφορά από το θεατρικό έργο στο σινεμά, η αναφορά στη σκηνή είναι όχι μόνο εμφανής, αλλά και συνειδητή επιλογή, όχι απαραίτητα επιτυχημένη. Ωστόσο η ταινία έρχεται ως έκπληξη, με πηγαίο ενθουσιασμό για τη ζωή, ένα θαυμάσιο δείγμα σκεπτόμενης κωμωδίας.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Ηρακλής: η αρχή του θρύλου

(The Legend of Hercules)

Σκηνοθεσία: Ρένι Χάρλιν

Ηθοποιοί: Κέλαν Λατς, Γκέα Γουάις, Σκoτ Aντκινς

 

Ενα origins story για τον ημίθεο Ηρακλή που βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στην απέχθεια του πατέρα του, Αμφιτρύωνα, και τη λατρεία της μητέρας του, Αλκμήνης, πάνω από τους ανθρώπους αλλά βυθισμένος στην κατάρα του να μην ταιριάζει πουθενά. Μακριά από παλιότερες θαυμάσιες επιτυχίες του, όπως το «Long Kiss Goodnight», ο Ρένι Χάρλιν κατασκευάζει μια αρχαιοπρεπή περιπέτεια που κάνει τη «Ζήνα» να μοιάζει με Φελίνι σε έμπνευση και ταμπεραμέντο. Μοναδικό κίνητρο είναι η παρουσία του Κέλαν Λατς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, για όσους τον θαύμασαν στο «Twilight Saga».

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στη χώρα των άλλων

(In Another Country / Da-reun na-ra-e-seo)

Σκηνοθεσία: Χονγκ Σανγκ-σου

Ηθοποιοί: Iζαμπέλ Ιπέρ, Γιου Τζανσάν, Γιουν Γιουμί

 

Σε μια παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Κορέας, η 25χρονη Γουοντζού και η μητέρα της βρίσκουν καταφύγιο από τα οικογενειακά προβλήματα και τα χρέη που τις κυνηγάνε. Για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά και τη βαρεμάρα της, η Γουοντζού, φοιτήτρια σε κινηματογραφική σχολή, γράφει σ΄ ένα μικρό σημειωματάριο ένα σενάριο, το οποίο και ξεκινάμε να βλέπουμε στην οθόνη. Το σενάριο αποτελείται από τρεις ιστορίες, όλες με κεντρική ηρωίδα μια Γαλλίδα, την Αν, που φαντάζει πανέμορφη και εξωτική στους ντόπιους Κορεάτες. Στην κάθε ιστορία, ο χαρακτήρας της ηρωίδας αλλάζει, μαζί του και οι αντιδράσεις των ανθρώπων που συναντά.

 

Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης, που έχει στο παρελθόν κερδίσει με το «Hahaha» το βραβείο του τμήματος «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στις Κάνες του 2010, επανέρχεται με μια ταινία που δεν ξεπερνά το επίπεδο της σπουδαστικής άσκησης. Το γεγονός ότι πρωταγωνίστρια είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν σημαίνει παρά ότι στην ηθοποιό αρέσει να πειραματίζεται με το σινεμά του κόσμου. Το φιλμ επιστρατεύει σκόπιμα όλα τα ρομαντικά κλισέ των κοριτσίστικων εφηβικών ημερολογίων, εύρημα που χαρίζει στην ταινία ευπρόσδεκτο χιούμορ και ελαφρότητα. Ωστόσο καμιά στιγμή δεν τρυπά την επιφάνεια για να μεταμορφωθεί σε κάτι περισσότερο από ένα επιφανειακό κινηματογραφικό παιχνίδι ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη – μόνο που η ταινία είναι η 13η δημιουργία του Χονγκ Σανγκ-σου και φεύγει αυτόματα από τη μνήμη.

 

Scroll to top