02/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ

Από όπου και αν προέρχεται;

Στη μνήμη του Κώστα Φιλίνη.
      Pin It

Aποδοκιμάζοντας τη βία «από όπου και αν προέρχεται», η άρχουσα ιδεολογία υπονομεύει την αποτελεσμα- τικότητα του βασικού ιδεολογικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που είναι το όπλο της κριτικής σε συνδυασμό με την κριτική των όπλων

 

Στη μνήμη του Κώστα Φιλίνη

 

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

Αποδοκιμάζετε τη βία; Είμαστε ίσως υποχρεωμένοι! Οχι όμως βέβαια και κάθε μορφή βίας. Με την πιθανή εξαίρεση του Μαχάτμα Γκάντι, του Συμεών του Στυλίτη και ορισμένων αμετανόητων και ανόητων αναρχικών, κανείς εχέφρων πολίτης δεν είναι δυνατόν να απαξιώνει τον στρατιώτη που ασκεί βία αμυνόμενος περί πάτρης, τον αστυνόμο που συλλαμβάνει επικίνδυνους κακοποιούς ή τον σωφρονιστικό υπάλληλο που εμποδίζει την απόδραση ενός κρατουμένου – εκτός ίσως αν ονομάζεται Ξηρός. Δίχως νόμιμη βία δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ασκείται μονοπωλιακά από τη νόμιμη κρατική εξουσία.

 

Υπάρχουν βέβαια και «ενδιάμεσες» και ηθικά επίμαχες περιπτώσεις, όπως π.χ. οι «παράπλευρες απώλειες» αμέτοχων αμάχων που σε καιρό πολέμου -κηρυγμένου ή ακήρυκτου- πάντα συνοδεύουν τους βομβαρδισμούς, το ζήτημα του αριθμού των βρεφών που επιτρέπεται να πνίγονται από τους λιμενικούς κατά τη διάρκεια της άσκησης των νόμιμων καθηκόντων τους ή ακόμα και το κατά πόσον η ελεγκτική λειτουργία του δασκάλου μπορεί να εκτείνεται στην έστω δι’ αντιπροσώπου κακοποίηση των απείθαρχων ή παρεκκλινόντων μαθητών.

 

Οι εξαιρέσεις αυτές, όμως, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ακόμα και ως ουσιαστικά «άδικη», η αρχή της επίσημης κρατικής βίας δεν είναι δυνατόν να αμφισβητείται ως τέτοια. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ακόμα και αν σπάνια οδηγούν σε κυρώσεις, προβλέπονται αυστηρότατες διαδικασίες δικαιικού ελέγχου της «κατάχρησης» οποιασδήποτε έννομα ασκούμενης εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο. Το κράτος δικαίου δεν χρειάζεται να είναι πάντα «ουσιαστικά» δίκαιο. Αρκεί να μπορεί να «φαίνεται» πως όλες οι αναγκαίες βιαιοπραγίες παραμένουν στο τυπικό πλαίσιο του ισχύοντος νόμου.

 

Υπό τους όρους αυτούς, όμως, γιατί καλούμαστε να αποδοκιμάζουμε τη βία «από όπου και αν προέρχεται»; Ποιοι είναι οι λόγοι που επέτρεψαν στην κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα να ανάγει τη ρηματική απαξίωση της εν γένει βίας σε αναγκαίο διαπιστευτήριο «δημοκρατικού φρονήματος»; Και πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι κύριοι ζηλωτές και απόστολοι αυτής της ηθικολογικής γενίκευσης συμπίπτουν συνήθως με εκείνους που φετιχοποιούν την έννομη τάξη και, μαζί με αυτήν, τη νόμιμη βία και καταστολή ανεξάρτητα από τις τυχόν συνέπειες;

 

Η εξήγηση είναι απλή και προφανής. Στην πραγματικότητα, η αποδοκιμασία τής εν γένει βίας δεν αναφέρεται σε όλες τις μορφές βίας, αλλά σε ορισμένες και μόνο από αυτές. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια διπλή σημασιολογική και αξιακή ολίσθηση που υπηρετεί πολλαπλές και σύνθετες σκοπιμότητες. Από τη μια μεριά, με αυτόν τον τρόπο η επίσημη κρατική βία και η νόμιμη καταστολή αποσυνδέονται αφετηριακά από το οποιοδήποτε ηθικό στίγμα συνεπιφέρει η ιδέα τής εν γένει βιαιοπραγίας. Πράγματι, αν όλες οι μορφές βίας κρίνονται ως απαξιωτέες και αν παρά ταύτα η κρατική βία είναι αναγκαία, η νόμιμη κρατική κατασταλτική λειτουργία πρέπει να μπορεί να απαλλάσσεται από την άνευ όρων απαξίωση που συνοδεύει την εν γένει βία. Η ρητορική διέξοδος είναι λοιπόν απλή. Η «οντολογική» διάκριση ανάμεσα στις νόμιμες και τις παράνομες μορφές βίας επιτρέπει στον κυρίαρχο λόγο να προτάσσει ένα αμετακίνητο αξίωμα: από τη στιγμή που είναι νόμιμη, η κρατική δεν είναι κατά κυριολεξίαν βία.

 

Αυτό όμως είναι η μία πλευρά. Από την άλλη μεριά, κατ’ αντιδιαστολήν, η ίδια αυτή σημασιολογική ολίσθηση επιτρέπει την απαξίωση όλων των παράνομων μορφών βίας πάνω στην ίδια αξιακή και λογική βάση. Από τη στιγμή που η εν γένει βία είναι δίχως όρους αποδοκιμαστέα, όλες οι μορφές βίας πρέπει να συνεπιφέρουν την ίδια εγγενή απαξία. Με αυτόν και μόνο τον τρόπο, η βία μπορεί να αποδοκιμάζεται «από όπου και αν προέρχεται». Και προφανώς, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να αποδίδεται σημασία ούτε στα κίνητρα που ωθούν σε αυτήν ούτε στην υφέρπουσα σχέση σκοπών και μέσων. Η βία είναι το απόλυτο «κακό». Και γι’ αυτό ακριβώς, το μεγάλο νομικό και ηθικό ζήτημα των λεγόμενων «πολιτικών εγκλημάτων» μπορεί να τίθεται σε παρένθεση. Τα βίαια εγκλήματα που διαπράττονται για «πολιτικούς λόγους» είναι «όπως όλα τα άλλα».

 

Ομως, στόχος αυτής της νοηματικής στρέβλωσης δεν είναι να αποκλείσει την ευμενή μεταχείριση των «πολιτικών εκγληματιών». Το γεγονός ότι πολλά ισχύοντα Συντάγματα αναφέρονται σε «μικτά» εγκλήματα (τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου που διαπράττονται για πολιτικούς λόγους) δεν συνεπάγεται άλλωστε κατά κανέναν τρόπο ότι οι υπαίτιοι θα κριθούν επιεικέστερα από εκείνους που δεν έχουν πολιτικά κίνητρα.

 

Με αυτή την έννοια, λοιπόν, είναι σαφές ότι η έμμονη ιδεολογική απαξίωση της χρήσης του όρου «πολιτικό αδίκημα» ούτε απευθύνεται στους ίδιους τους εγκληματίες ούτε έχει σχέση με εγκληματολογικές ή σωφρονιστικές σκοπιμότητες. Ιδεολογικός στόχος είναι αποκλειστικά και μόνον οι πολιτικοί αντίπαλοι της συγκυρίας.

 

Πράγματι, στο μέτρο που δεν είναι δυνατόν να αποκλείονται εκ προοιμίου εκλεκτικές ιδεολογικές συγγένειες ανάμεσα σε νόμιμες και ειρηνικές πολιτικές ιδέες και σε ορισμένες βιαιολογούσες αποφύσεις τους, η καταδίκη της βίας εμφανίζεται ως ταυτόσημη με μιαν αντίστοιχη απαξίωση των ιδεών. Και με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται μια άρρητη, και εκάστοτε ρητή, ταύτιση ανάμεσα στις νόμιμες και τις παράνομες μορφές αμφισβήτησης του κατεστημένου συστήματος. Μαζί με τα ξερά, επιδιώκεται να καούν και όσο το δυνατόν περισσότερα χλωρά.

 

Και έτσι, μαζί με το έλασσον, επιτυγχάνεται το μείζον. Ως αποκλειστικά επικεντρωμένη στα βίαια «μέσα» και αφετηριακά αποσπασμένη από τους οποιουσδήποτε επιδιωκόμενους «στόχους», η ρητορεία τής άνευ όρων «αποδοκιμασίας» συμβάλλει στην απομάκρυνση της προσοχής από τα κοινωνικά αίτια της πολιτικής βίας. Και -ακόμα σημαντικότερο ίσως- τείνει να αποδυναμώσει την εμβέλεια της καθαρά πολιτικής κριτικής της. Ακόμα μια φορά στο σημείο αυτό, οι πολιτικές σκοπιμότητες εμφανίζονται γυμνές και απροκάλυπτες.

 

Παραδόξως, δε, από τη στιγμή που δεν αρκεί η αποδοκιμασία των πράξεων πολιτικής βίας με όρους αντίστοιχους με εκείνους που περιβάλλουν την αποδοκιμασία των κοινών εγκλημάτων τους, έχοντας διωχθεί από τη μεγάλη πόρτα, οι ιδιαιτερότητες των πολιτικών εγκλημάτων επιστρέφουν από το παράθυρο. Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς δεν ζητά από τους αμφισβητίες να καταδικάσουν τους κοινούς δολοφόνους, τους εμπόρους ναρκωτικών, τους παιδόφιλους και τους βιαστές. Επί ποινή, όμως, να αποκλειστούν από το «δημοκρατικό τόξο», καλούνται να καταδικάσουν τα κατά τα άλλα ανύπαρκτα «πολιτικά εγκλήματα» και μόνον αυτά!

 

Αντίφαση; Κάθε άλλο, αν σκεφτούμε πως με αυτό τον τρόπο ατονεί ή αποδυναμώνεται η πολιτική κριτική της πολιτικής βίας, η οποία είναι και η μόνη που έχει πολιτική σημασία. Πράγματι, η παραδοχή πως δεν υπάρχουν ούτε «πολιτικά» ούτε «μικτά» εγκλήματα αποκλείει εκ προοιμίου τις πολιτικές, «μικτές» και πολυεπίπεδες αξιολογικές προσεγγίσεις. Στο μέτρο που οι όροι απαξίωσης του βίαιου χαρακτήρα των ενεργειών δεν μπορεί να είναι διαφορετικοί από εκείνους που αναφέρονται σε όλα τα άλλα «κοινά» εγκλήματα, το ζήτημα εμφανίζεται ως καθαρά «ηθικό».

 

Ομως, πίσω από αυτή την ηθικολογία κρύβεται μια ανομολόγητη πολιτική σκοπιμότητα. Η εξουσία έχει κάθε λόγο να αντιπαρέρχεται το γεγονός ότι, ανεξάρτητα και πέραν από την ηθική απαξία που επισύρουν από μόνες τους και αυτομάτως, οι βίαιες τρομοκρατικές πράξεις μπορεί να είναι επίσης και πολιτικά επιλήψιμες με κριτήριο τα κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά τους αποτελέσματα, όπως ότι προωθούν την κοινωνική συναίνεση για περαιτέρω καταστολή των κάθε λογής αντιφρονούντων, ρίχνουν λάδι στην αυξανόμενη αυταρχικότητα του κράτους, τροφοδοτούν τις διάχυτες κοινωνικές φοβίες και ενισχύουν τις ακροδεξιές πολιτικές συσπειρώσεις. Και ταυτοχρόνως επιτείνουν τις αμφιβολίες που σκιάζουν την πολιτική βούληση για ειρηνική κοινωνική ανατροπή.

 

Αυτό ακριβώς, άλλωστε, είναι και το κυρίως αιτούμενο. Αποδοκιμάζοντας τη βία «από όπου και αν προέρχεται», η άρχουσα ιδεολογία υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του βασικού ιδεολογικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που είναι το όπλο της κριτικής σε συνδυασμό με την κριτική των όπλων.

 

Scroll to top