06/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αγάπησα ένα application

Ο Σπάικ Τζόoυνς με τη μαγευτική φαντασία (θυμηθείτε την ταινία του «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς») βάζει τον μοναχικό ήρωά του να ερωτεύεται μια γυναίκα που την έχει «στο τσεπάκι» του, δηλαδή στο κινητό του.
      Pin It

Ο Σπάικ Τζόoυνς με τη μαγευτική φαντασία (θυμηθείτε την ταινία του «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς») βάζει τον μοναχικό ήρωά του να ερωτεύεται μια γυναίκα που την έχει «στο τσεπάκι» του, δηλαδή στο κινητό του. Δυστυχώς, μια τόσο προωθημένη και με προεκτάσεις ιδέα μένει στον αφρό

 

Της Λήδας Γαλανού

 


Δικός της

Σκηνοθεσία: Σπάικ Τζόουνς

Ηθοποιοί: Χοακίν Φίνιξ, Εϊμι Ανταμς, Ρούνι Μάρα, Ολίβια Γουάιλντ και η φωνή της Σκάρλετ Τζοχάνσεν

(Her)

 

Η δουλειά του Θίοντορ είναι να γράφει επιστολές αγάπης, σταλμένες από ανθρώπους που δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Ζει στο Λος Αντζελες του κοντινού μέλλοντος, έχει πρόσφατα χωρίσει από τον έρωτα της ζωής του, είναι μοναχικός και μελαγχολικός και η μοναδική του ψυχαγωγία είναι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ωσπου βάζει στο κινητό του ένα νέο, εξελιγμένο λογισμικό, μια προγραμματισμένη «ύπαρξη», η οποία όμως έχει αντίληψη και συναισθήματα. Τη λένε Σαμάνθα και ο Θίοντορ θ’ ανακαλύψει ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία, αρκεί να έχει «εκείνη» στο τσεπάκι του. Ο Σπάικ Τζόουνς, εκτός από τις εκατοντάδες αριστουργηματικών video clips που έχει εμπνευστεί, έχει αποδείξει και στο σινεμά ότι έχει μαγευτική φαντασία, από το «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» μέχρι το «Στη χώρα των μαγικών πλασμάτων». Το σύμπαν που δημιουργεί σ’ αυτήν την ταινία είναι μάλλον το πιο γοητευτικό, ένας κόσμος με ρετρό εικόνα και φουτουριστικές παροχές, ο απόλυτος κόσμος τού meta. Σ’ αυτό το σύμπαν τοποθετεί τον ήρωά του κι άλλους ήρωες που μοιάζουν μ’ αυτόν: μοναχικούς, μελαγχολικούς, δυσλειτουργικούς, ανήσυχους κι ανικανοποίητους, κυρίως επειδή δεν έχουν μάθει πώς να διεκδικήσουν μόνοι τους, χωρίς βοήθεια, την ευτυχία. Και τους χρωματίζει με το φως του ήλιου και με απαλά ροζ και καφέ χρώματα για να τους ζεστάνει, τουλάχιστον απ’ έξω.

 

Ο Τζόουνς εμπνέεται έναν εκπληκτικό κόσμο κι ένα συναρπαστικό ήρωα – ο Χοακίν Φίνιξ παίζει μόνος του, κυριολεκτικά χωρίς κάποιον απέναντί του, ερωτεύεται και διαλύεται μόνος του, σε μια συγκλονιστική και πάλι ερμηνεία-πρόκληση. Η ιστορία, ωστόσο, που χτίζει γύρω από τον Θίοντορ, είναι ένα όμορφο εύρημα που παραπαίει. Το σενάριο καταπιάνεται με μια ηρωίδα που δεν υπάρχει παρά ως λειτουργία ενός κινητού και, αντί να εκμεταλλευτεί τους απέραντους ορίζοντες φαντασίας, που ανοίγει αυτή η επιλογή, τη βάζει να φέρεται σαν την πιο συμβατική γυναίκα, ένα ελεύθερο πνεύμα, με χιούμορ κι ευαισθησία, αλλά και χαρακτηριστικά κτητική, ζηλιάρα, μουτρού ή μπερδεμένη. Ο Θίοντορ και οι άνθρωποι γύρω του (η Ρούνι Μάρα ως πρώην γυναίκα του, η Εϊμι Ανταμς ως φίλη σε αδιέξοδο), είναι γραμμένοι ώστε ν’ αντιμετωπίζουν το ανθρώπινο συναίσθημα ως κάτι πολύ δύσκολο, με μια επιφανειακή επιτήδευση χωρίς αιτία.

 

Η εξιδανίκευση μιας σχέσης του… ενός, όπου για ν’ αποφύγεις τα δύσκολα αρκεί να κλείσεις το τηλέφωνο, μεταφράζεται σαν κάτι το ονειρικό, απλώς επειδή ο Τζόουνς είναι εκπληκτικός σκηνοθέτης. Και με αυτό του το ταλέντο στήνει συγκεκριμένες σκηνές, ευτυχίας ή απώλειας, που πέρα από την εικαστική κομψότητά τους, συγκινούν βαθειά, χωρίς κανέναν βαθύτερο λόγο. Το «Her», υποψήφιο φέτος για 5 Οσκαρ στις βασικές κατηγορίες, ξεκινά ως μια σύμβαση γεμάτη ιδέες και προοπτικές, αλλά τελικά δεν απογειώνεται ούτε σε κάτι το αληθινό ούτε σε κάτι, αντίθετα, που να στέλνει τη φαντασία σε άλλους ορίζοντες. Είναι μια ταινία που κινείται στον αφρό, αλλά που μοιάζει με το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα που είδατε ποτέ.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Omar

Σκηνοθεσία: Χάνι Αμπού-Ασάντ

Ηθοποιοί: Ανταμ Μπακρί, Λιμ Λουμπάνι, Γουαλίντ Ζουάιτερ, Σάμερ Μπισάρατ, Εγιάντ Χουράνι

 

 

 

Ο Ομάρ είναι ένας νέος κι όμορφος φούρναρης που ζει στην Ιερουσαλήμ. Ο κόσμος του είναι χωρισμένος στη μέση: η πόλη του κόβεται από ένα τείχος, το οποίο πρέπει να σκαρφαλώνει κρυφά κάθε μέρα για να δει την αγαπημένη του Νάντια. Είναι ταγμένος στον απελευθερωτικό στρατό της Παλαιστίνης, καταστρώνει σχέδια μαζί με τους φίλους του, αλλά αναγκάζεται βίαια να γίνει καταδότης για τις ισραηλινές αρχές. Οσο ο Ομάρ εγκλωβίζεται σ’ έναν λαβύρινθο πίστης, τιμής και επιβίωσης, τόσο η ζωή του γίνεται πιο επικίνδυνη και θα κληθεί να διαλέξει πλευρά.

 

Ο σκηνοθέτης τού «Παράδεισος τώρα» παρουσιάζει ένα αντιπολεμικό δράμα που είναι, φέτος, υποψήφιο για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Μπορεί το σύμπαν που περιγράφει ο Αμπού-Ασάντ να μας είναι γνώριμο από το παλαιστινιακό και ισραηλινό σινεμά, η ιδιαιτερότητα όμως της ταινίας κρύβεται στο σύνθετο ψυχογράφημα του ήρωά της, του καθόλου ηρωικού Ομάρ. Μακριά από πολιτικά κατηγορώ, η ταινία περιγράφει τη διάσπαση στις πιο προσωπικές στιγμές και σκέψεις της ζωής. Σ’ ένα σενάριο λιτό και γεμάτο χιούμορ και τρυφερότητα, φέρνει την ιστορία σ’ έναν πολύ μικρό, προσωπικό κόσμο, κάνοντάς την έτσι επιδραστική και δυνατή. Χωρίς ούτε να καταδικάζει ούτε και να υποστηρίζει τη βία, το φιλμ καταδεικνύει περισσότερο τις συνέπειες που έχει στις πιο απλές επιθυμίες του ανθρώπου ένα δαιδαλώδες πολιτικό πλαίσιο.

 

Ο Ομάρ καταδιώκεται αδιάκοπα από το μεγάλο δίλημμα: να είναι πιστός στην ιδεολογία του, στους φίλους του ή στον εαυτό του; Κι όταν ο φακός ζουμάρει στη ζωή, η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή.

 

Ταυτόχρονα, ο Αμπού-Ασάντ αφηγείται μια ρομαντική ιστορία τόσο δροσερή και νεανική που μοιάζει να υπερβαίνει τα διλήμματα της ζωής. Μόνο που, σπαρακτικά, είναι κι αυτή μέρος τους, γι’ αυτό και η ταινία καταφέρνει να ξεφύγει από το συμβατικό αντιπολεμικό δράμα και να αγγίξει πιο ευαίσθητες χορδές. Μέσα σ’ ένα γκρουπ ηθοποιών γεμάτων φυσικότητα, ο Αντάμ Μπακρί στον πρωταγωνιστικό ρόλο κλέβει κάθε ανάσα στην οθόνη.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Μαντέλα: Ο δρόμος προς την ελευθερία

(Mandela: Long Walk to Freedom)

Σκηνοθεσία: Τζάστιν Τσάντγουικ

Ηθοποιοί: Ιντρις Ελμπα, Ναόμι Χάρις

 

 

Βασισμένη στην αυτοβιογραφία του Νέλσον Μαντέλα, η ταινία παρακολουθεί τη ζωή του Νοτιοαφρικανού ηγέτη, απ’ όταν ήταν ένας άσημος δικηγόρος με χαρισματικό λέγειν, μέχρι τη μέρα που έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας του. Σε ολόκληρη την πορεία του, στα χρόνια του αγώνα και τα πολύ περισσότερα χρόνια της φυλακής στο Ρόμπεν Αϊλαντ, δίπλα του βρίσκεται η γυναίκα της ζωής του, η Γουίνι. Οσο εκείνος υπομένει, εκείνη δρα. Οσο εκείνος μαθαίνει να συγχωρεί και ν’ αναζητά την ειρήνη, εκείνη αναγκάζεται ν’ αμύνεται ή να επιτίθεται, με το όπλο στο χέρι. Οσο μεγάλη είναι η αγάπη τους, η ζωή και οι επιταγές της θα τους απομακρύνουν.

 

Μια συμβατική δραματοποιημένη βιογραφία που θα μείνει περισσότερο στη μνήμη, αφενός επειδή συνέπεσε χρονικά με τον θάνατο του Νέλσον Μαντέλα κι αφετέρου επειδή στους τίτλους τέλους της ακούγεται το υποψήφιο για Οσκαρ τραγούδι «Ordinary Love» των U2. Το φιλμ επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση του Νέλσον Μαντέλα και της Γουίνι, ενός παράδοξου ζευγαριού όπου εκείνη αναγκάζεται (ή επιλέγει) ν’ αφοσιωθεί στη βίαιη αντίδραση και στη μάχη σώμα με σώμα στην ουσιαστικά εμπόλεμη Νότια Αφρική, όσο εκείνος συνειδητοποιεί τη δύναμη της ειρήνης και της διπλωματίας, απομακρυσμένος, ωστόσο, από τα εγκόσμια. Η ταινία, μαζί με τον ήρωά της, πρεσβεύει τον πασιφισμό και, ταυτόχρονα, δίνει μια έντονη και ακριβή αίσθηση του πόσο συγκλονιστικό ήταν ότι ο Νέλσον Μαντέλα κατάφερε να γίνει ηγέτης επί των λευκών σ’ ένα τόσο ρατσιστικό απολυταρχικό κράτος.

 

Τα συγκεκριμένα γεγονότα και οι σταθμοί στη ζωή του Νέλσον Μαντέλα αναφέρονται συνοπτικά, μια και είναι, άλλωστε, πρόσφατα και γνωστά. Το ενδιαφέρον της ταινίας βρίσκεται στο ότι τον παρουσιάζει, όχι με την πρόθεση της αγιογραφίας, αλλά αντίθετα με την υφή ενός αληθινού προσώπου, γυναικά, επιπόλαιου, τρωτού, αλλά και τόσο χαρισματικού και ξεχωριστού. Η κάμερα χαϊδεύει τα όμορφα τοπία της Νότιας Αφρικής, καταγράφει συγκρατημένα τη βία και, κυρίως, αναδεικνύει τη δύναμη και το ταλέντο του Ιντρις Ελμπα που, πέραν της φυσιογνωμικής και σωματικής μίμησης, ερμηνεύει τον ήρωά του με τα μάτια και με στιγμές γεμάτες διακριτικότητα. Δυστυχώς το σενάριο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ξεχωριστή ιστορία και προσωπικότητα του Νέλσον Μαντέλα, ούτε στις αφορμές που αυτή προσφέρει, διατηρώντας ένα υπερβολικά μετριοπαθές προφίλ.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

RoboCop

Σκηνοθεσία: Χοσέ Παντίλα

Ηθοποιοί: Τζόελ Κίναμαν, Ντάγκλας Ερμπάνσκι, Αμπι Κόρνις, Γκάρι Ολντμαν, Μάικλ Κίτον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον

 

Στο κοντινό μέλλον, το 2028, η Αμερική έχει κατασκευάσει άτρωτα ρομπότ που επιβάλλουν και διατηρούν την ειρήνη στις χώρες της Μέσης Ανατολής, των οποίων έχει αναλάβει την «ευημερία». Οταν ο Αλεξ Μέρφι, σύζυγος, πατέρας και φιλότιμος αστυνομικός θα τραυματιστεί μοιραία έξω από το σπίτι του στο Ντιτρόιτ, η Omnicorp, η κατασκευάστρια εταιρεία θ’ αναλάβει να τον μεταμορφώσει σ’ ένα τέτοιο ρομπότ, διατηρώντας μόνο το κεφάλι, τη νόηση και τη συνείδησή του. Ο Αλεξ θα γίνει ο RoboCop, προστάτης του Ντιτρόιτ από τον κόσμο του εγκλήματος. Πόσο όμως μπορεί η «μηχανή» ν’ απαρνηθεί το ανθρώπινο συναίσθημα και την ηθική;

 

Ενα ριμέικ του «Robocop» του 1987, πραγματικά αχρείαστο. Για να διασκευάσει ένας σκηνοθέτης κι ένα στούντιο μια ταινία που σημάδεψε την εποχή της, οπωσδήποτε πιστεύει ότι έχει κάτι να της προσδώσει. Μόνο που ο αγώνας «άνθρωπος εναντίον τεχνολογίας» έχει από χρόνια τελειώσει, ενώ αντίθετα τη δεκαετία του 1980 ήταν εξαιρετικά επίκαιρος. Η δράση παραγκωνίζεται προκειμένου ν’ αναπτυχθεί μια βαρετή ανάλυση για τον εσωτερικό κόσμο ενός ήρωα που δεν γίνεται ενδιαφέρων κι ένα παλιομοδίτικο αντικαπιταλιστικό κήρυγμα. Το χιούμορ εμφανίζεται για περίπου δύο στιγμές κι έπειτα χάνεται ανάμεσα σε κοινότυπους διαλόγους.

 

Ο Γκάρι Ολντμαν, ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον κι ο Μάικλ Κίτον σε δεύτερους ρόλους προσθέτουν στην καριέρα τους από μια μέτρια καρικατούρα, ενώ ο Τζόελ Κίναμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «κανονικού» ανθρώπου και Αμερικανού ήρωα μοιάζει αδύναμος μέσα στην ανακαινισμένη στολή του. Η σάτιρα των τηλεοπτικών εκπομπών δεν αυτοσαρκάζεται αρκετά, το ίδιο κι ο άφατος πατριωτισμός της ταινίας που δείχνει ν’ αστειεύεται αλλά και πάλι όχι. Κι αν το σημείο όπου η νέα ταινία θα υπερείχε της πρωτότυπης θα ήταν η τεχνολογική εξέλιξη στα εφέ, δείχνει πιο χειροποίητη απ’ ό,τι πραγματικά είναι.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Το δέντρο και η κούνια

Σκηνοθεσία: Μαρία Ντούζα

Ηθοποιοί: Μυρτώ Αλικάκη, Ηλίας Λογοθέτης, Μιρζάνα Καράνοβιτς, Νίκος Ορφανός, Ιρις Μήττα, Γεννάδειος Πάτσης, Γιώργος Σουξές, Τζον Μπίκνελ, Ελένη Κουλέτση

 

 

Η Ελένη είναι μια διακεκριμένη γιατρός που ζει και δουλεύει στο Λονδίνο, αλλά αναγκάζεται, για οικογενειακούς λόγους, να επιστρέψει μαζί με την κόρη της στην Ελλάδα. Θα ζήσει στο σπίτι του πατέρα της, του Κυριάκου, και θα προσπαθήσει από τη μια να συμφιλιωθεί μαζί του και από την άλλη να προσφέρει στην κόρη της μια σταθερή πατρίδα. Μόνο που ο Κυριάκος ζει ήδη με τη Νίνα, μια γυναίκα από τη Σερβία και της δική της κόρη. Εγκλωβισμένοι μέσα στους πατρογονικούς τοίχους, οι ήρωες θ’ αγωνιστούν να συμβιώσουν με αξιοπρέπεια, αλλά τα μεγάλα οικογενειακά μυστικά θα τους εμποδίζουν σε κάθε βήμα.

 

Η Μαρία Ντούζα σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, ένα κοινωνικό δράμα σε ύφος θρίλερ, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ, με έμφαση στο production value και στην ομορφιά των σκηνικών, των χώρων και του περιβάλλοντος. Η ιστορία αγγίζει το επίκαιρο θέμα του ρατσισμού, αλλά σε τόνο ακαδημαϊκό και με γεμάτες κλισέ ιδέες.

 

Οι ερμηνείες και οι ίδιες οι παρουσίες του Ηλία Λογοθέτη, της Μυρτώς Αλικάκη αλλά και της Μιρζάνα Καράνοβιτς χαρίζουν ενδιαφέρον και δύναμη στην ιστορία. Ωστόσο, η συμβατική προσέγγιση και του θέματος και της σκηνοθεσίας, συγκροτούν μια ταινία που θα στεκόταν καλύτερα στη μικρή οθόνη ενός σπιτιού παρά στην κινηματογραφική αίθουσα.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Η χαρά και η θλίψη του σώματος

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Πάντζης

Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Χάρης Αμπράζης, Σίλβια Πέτκοβα, Νικολάι Μουταβτσίεφ

 

 

 

Ο Ευαγόρας αποφυλακίζεται έπειτα από πέντε χρόνια καταδίκης, επειδή επέλεξε να μην προδώσει μια σημαντική φιλία. Βγαίνοντας, θ’ αναζητήσει τον Μιλέν και η διαδρομή του, με την Ιντερπόλ στο κατόπι του, θα τον οδηγήσει στη Βουλγαρία και στον έρωτα της Ντίτα – μόνο που η ζωή του Ευαγόρα είναι ήδη σημαδεμένη από τη μοίρα.

 

Ο Ανδρέας Πάντζης, σε συνέχεια ταινιών όπως η «Σφαγή του κόκορα» και το «Τάμα», στήνει ένα δράμα με φιλοδοξία film noir, με έντονη τη σφραγίδα της εισβολής στην Κύπρο το ’74 σε κάθε του πλάνο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ενός αμετροεπούς σεναρίου, ενός αδύναμου πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Αμπράζη και μιας υπερβολικής σκηνοθετικής αυτοπεποίθησης, είναι μια ταινία χωρίς ίχνος αυτοσυγκράτησης, που καλοπερνά μέσα στο κακόγουστο βαλκανικό μπαρόκ, χρωματίζεται από έναν ερωτισμό που αγγίζει τη χυδαιότητα και καθοδηγείται από μια προβλέψιμη αστυνομική ιστορία.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ακόμα στις αίθουσες: «Delivery Man – Δεν τα φέρνει τα παιδιά ο πελαργός» του Κεν Σκοτ, με τον Βινς Βον. Κωμωδία για έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο, η ζωή του οποίου ανατρέπεται, όταν μαθαίνει -εντελώς ξαφνικά- πως έχει φέρει στον κόσμο 533 παιδιά! Η εταιρεία διανομής δεν έκανε δημοσιογραφική προβολή, οπότε θ’ ανακαλύψετε με δική σας ευθύνη τι φέρνει ο πελαργός στην αίθουσα.

 

Scroll to top