Pin It

Του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη*

 

Δεν θα συζητήσω το ανοιχτό από αιώνες ερώτημα «Αν και πόσο αναγκαία είναι στην Ευρώπη η Ελλάδα» με όρους γεωπολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς. Αφήνω τις απαντήσεις στους ειδικούς, αν και θεωρώ ότι πάντοτε επικρατούσαν ψευδαισθησιακές προσδοκίες ή υποβιβαστικοί και καταδιωκτικοί παραλογισμοί, που σχεδόν ποτέ δεν μας επέτρεψαν να αποκομίσουμε την κατάλληλη στιγμή το μέγιστο όφελος. Θα μιλήσω για την ανάγκη της Ευρώπης να έχει την «Ελλάδα» ως πρόγονο από τον οποίο αντλεί τη φαντασιωσική και εννοιολογική θέσμισή της ως πολιτειακό δημοκρατικό πλαίσιο όπου αναπτύσσονται σκέψη, επιστήμη και τέχνη.

 

Ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Φρανσουά Ζιλιέν, στο «Εγκώμιο της απραξίας», γράφει: «Προέρχομαι από τον χώρο της φιλοσοφίας, δηλαδή της Ελλάδας». Τέτοιες φαντασιωσικές εγγραφές σε «ελληνικές» γενεαλογίες θα βρούμε σε πάμπολλους Ευρωπαίους στοχαστές και δημιουργούς που χρησιμοποιούν τα απείρων ερμηνευτικών δυνατοτήτων αρχαία κείμενα για τη θεμελίωση της σκέψης τους. Τα κείμενα εμπεριέχουν την αλήθεια ή την καταγωγική αναζήτηση της αλήθειας; Ενα είναι το σίγουρο: δίνουν τη βεβαιότητα μιας καταγωγής που παρέχει τη νομιμότητα μιας ταυτότητας που ορίζεται από τη συνέχιση του Ορθού Λόγου σε ένα αδιάσπαστο ευρωπαϊκό συνεχές από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.

 

Εδώ και αιώνες, Ευρωπαίοι διανοούμενοι και κράτη επινόησαν την ελληνικότητα για τις δικές τους ανάγκες. Τα γράφει καθαρά ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο τελευταίο του βιβλίο «Μορφές συνέχειας και ασυνέχειας» (εκδόσεις Θεμέλιο): «[…] οι εισαγόμενες ιδέες περί “ελληνικότητας” δεν σχετίζονταν μόνο με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό […] τις δικές τους πολιτισμικές αυτοεικόνες επεδίωκαν να συλλάβουν οι Ευρωπαίοι στον εξιδανικευμένο ιστορικό τους καθρέφτη». Ισως μερικές φορές, προσθέτω, γιατί δεν είχαν «αυτοεικόνες»: ένα από τα συγκλονιστικά «ευρήματα» της περσινής έκθεσης στο Λούβρο σχετικά με τη Γερμανία ήταν ότι οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες των γερμανικών κρατιδίων από τον 17ο αιώνα και μετά κατέφευγαν, με καθυστέρηση, στην Αναγέννηση και στην ελληνική αρχαιότητα για να δημιουργήσουν καταγωγική και ενεστώσα ταυτότητα του υπό κατασκευήν γερμανικού έθνους. Εξαντλητική χρήση της αρχαιότητας έγινε με την ερμηνεία και τη μετάπλαση της μυθολογίας και ιδιαίτερα με την ανάπτυξη συνεχούς αφηγηματικότητας πάνω στις τραγωδίες και στους σημαίνοντες ήρωές τους. Χρησιμοποιήθηκαν ως επιστημολογικά μοντέλα, αλλά κυρίως ως βασικές ιστορίες κρίσης ανάμεσα στο άτομο και την πόλη, στο ήθος και τον νόμο. H βιβλιογραφία είναι άπειρη αλλά η ογκώδης μελέτη του George Steiner «Oι Αντιγόνες» δείχνει διεξοδικά πώς από τον 18ο αιώνα ο πολιτικός και ηθικός ευρωπαϊκός λόγος δίνεται δημόσια μέσα από τους μετασχηματισμούς και μόνο αυτού του μύθου.

 

Αναλογιζόμενος ποια είναι τα όρια και οι αντοχές αυτής της «ελληνικής» καταγωγής σε μια Ευρώπη όλο και περισσότερο πολυφυλετική, πολυθρησκειακή, πολυπολιτισμική, πολυπολιτειακή, κινήθηκα προς την Comédie Française για να δω την «Αντιγόνη» του Ανούιγ. Είχα διαβάσει το κείμενο στα γαλλικά έφηβος, στον απόηχο του Μάη του ’68 και είχα ενθουσιασθεί με τη σύγχρονη έφηβη Αντιγόνη που δεν έθετε την πράξη της ως ορθή σύμφωνα με τον θείο νόμο αλλά με τον ανθρώπινο. Αυτή η μετάθεση από τον ιδεαλιστικό στον υπαρξιακό άξονα μού ήταν τότε αναγκαία.

 

Οι συνταρακτικές αλλαγές που έγιναν από τότε μέχρι σήμερα διεθνώς (θεωρώ ότι αυξάνει διεθνώς το έλλειμμα της Δημοκρατίας κάνοντας την Ευρώπη το παράδειγμα που πρέπει να διασωθεί και να αναπτυχθεί) με οδήγησαν ίσως στο να δω και να ακούσω περισσότερο «πολιτικά» το έργο. Σε αυτό ίσως βοήθησε και η σκηνοθεσία του Marc Paquien, η οποία έχει σαφή σκηνική αναφορά στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (εξαιρετική απόδειξη για τις ικανότητες και της σύγχρονης Ελλάδας να επανασημασιοδοτεί γόνιμα την «ελληνικότητα»). Την προσοχή μου τράβηξε ο Κρέων, ο τρόπος που χειρίζεται την πολιτεία, η δημαγωγία με την οποία προσπαθεί να παραπλανήσει την Αντιγόνη. Το έργο, γραμμένο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ανεβασμένο στο Παρίσι στα 1944, πριν από την απελευθέρωσή του, δείχνει πώς ο ναζιστικός λόγος, και η αντίστοιχη πρακτική εφαρμογή του, μπορεί να διαβρώσει τις κουρασμένες πολιτικά κοινωνίες και να βρει μεταμφιεσμένες, αλλά εξίσου αποτελεσματικές, μορφές έκφρασης στις «ενδιάμεσες» μορφές εξουσίας. Σαν ένας ενδιάμεσος, σχεδόν εξαναγκασμένος από «τα πράγματα», διαχειριστής εμφανίζεται ο Κρέων, ο οποίος χρησιμοποιεί για να πείσει την Αντιγόνη (και τον λαό):

 

- το κλασικό επιχείρημα της διαφθοράς της πολιτικής τάξης (που κατ’ αυτόν οδηγεί άμεσα και στην κατάργηση της πολιτειακής δημοκρατικής τάξης),

 

- τη σαγήνη (αν δεχθεί να ζήσει, θα δώσει στην Πολιτεία, ως η «εκλεκτή» μαζί με τον «εκλεκτό» γιο του, άξια παιδιά μέσα από μια υγιή οικογένεια)

 

- τη σιωπηλή συνενοχή, γιατί η Αντιγόνη πρέπει να αποσιωπήσει την πράξη της και να είναι σιωπηλός μάρτυρας της εξολόθρευσης των οργάνων του κράτους που τη συνέλαβαν (εξολόθρευση από το παρακράτος που πάντα δημιουργούν, και μόλις βρουν την ευκαιρία νομιμοποιούν, τα αυταρχικά καθεστώτα).

 

Ο Ανούιγ βάζει την Αντιγόνη να μην μπερδεύεται από την «ευτυχία» που της τάζει ο Κρέων. «Και πώς θα ζήσω μ’ ένα τέτοιο μυστικό;» τον ρωτά, σαν να ξέρει ως ψυχαναλυτής την καταλυτική, διαβρωτική και διαγενεαλογική δύναμη μιας τέτοιας μυστικής συνενοχής που εξασφαλίζει τη ζωή αλλά όχι μια ζωή που μπορείς να ομολογήσεις και να υπερασπισθείς. Στην υλική ευτυχία που της τάζει ο Κρέων καγχάζει: «Κακόμοιροι, ταγμένοι στην ευτυχία!» Ακούω σ’ αυτήν τους καλύτερους νέους της Ευρώπης που, τότε και σήμερα, δεν υποτάσσονται στον στενό οικονομίστικο λόγο των κυβερνήσεών τους. Αυτοί που εύκολα αποκαλούνται από τις Αρχές «αναρχικοί», όπως αποκαλεί την Αντιγόνη ο Κρέων, ενώ ο πραγματικός αναρχικός είναι αυτός: επειδή είναι άναρχος. Ομως η σαγήνη του αυταρχικού λόγου στις εξαθλιωμένες μάζες δεν διαφεύγει από την οξυδέρκεια του Ανούιγ: σε αντίθεση με το αρχαίο δράμα, βάζει τον λαό των Θηβών να συρρέει έξω από το παλάτι και να ζητά τη θανάτωση της Αντιγόνης.

 

Με τον νου μου στα δεινά της πατρίδας μου, με την αυξανόμενη επίδραση του αυταρχικού λόγου που διαποτίζει όλες τις πολιτικές ομάδες, με τις ενδείξεις για σταθερή αύξηση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που αναμένεται να αποτυπωθεί στις προσεχείς ευρωεκλογές, νομίζω πως το κατά τον «Θίασο» ανέβασμα της «Αντιγόνης», εδραιώνει την αξία της «ελληνικότητας» και μας καλεί για τη συνεχή νοηματοδότησή της, ώστε με νόηση, θέληση (Πλάτων) και φρόνηση (Αριστοτέλης) να αποφύγουμε τραγικά δεινά.

 

………………………………………………………………………..

 

* Ψυχίατρος-ψυχαναλυτής

 

Scroll to top