Της Βιβής Κεφαλά*
Το Μάλι είναι μία από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο, χωρίς παραγωγικές υποδομές, με υψηλή ανεργία αλλά με πλούσιο υπέδαφος σε πετρέλαιο και ουράνιο, το οποίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτο. Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας αποτελείται από έρημο και εκεί βρίσκουν καταφύγιο ένοπλες ισλαμικές ομάδες, που ανήκουν κυρίως στην Αλ Κάιντα της βορείου Αφρικής. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αποτελείται από νομάδες Τουαρέγκ, οι οποίοι, όπως και στις γειτονικές χώρες, υφίστανται διακριτική σε βάρος τους μεταχείριση. Επομένως ήταν θέμα χρόνου η –έστω και βραχύβια- συμμαχία ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους Τουαρέγκ, οι οποίοι ανέπτυξαν αποσχιστικό κίνημα στα βόρεια της χώρας.
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων –πλούσιο υπέδαφος, φτώχεια, εντεινόμενη δράση φανατικών ισλαμιστών και αποσχιστικό κίνημα- ήταν αρκετός για να μετατρέψει την αφρικανική αυτή χώρα από «υπόδειγμα δημοκρατικού κράτους», όπως θεωρήθηκε το 2007, σε «αποτυχημένο κράτος», πολύ περισσότερο που η δυτική υποστήριξη περιοριζόταν σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Ετσι, όταν τον Μάρτιο του 2012 ανατράπηκε με πραξικόπημα ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας με τη δικαιολογία ότι ήταν ανίκανος να ελέγξει την κατάσταση, δεν υπήρξε δυτική αντίδραση.
Εκτοτε η κατάσταση στο Μάλι έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς ο αδύναμος εθνικός στρατός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των ισλαμιστών και των Τουαρέγκ, οι οποίοι έχουν ανακηρύξει δικό τους κράτος το βόρειο τμήμα της χώρας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι το Σ.Α. του ΟΗΕ είχε εγκρίνει από τον περασμένο Δεκέμβριο στρατιωτική επέμβαση για την αποκατάσταση της νομιμότητας, η στρατιωτική εμπλοκή της Γαλλίας στη χώρα ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενη.
Πράγματι, η Γαλλία, που υπήρξε η κυρίαρχη αποικιοκρατική δύναμη στην Αφρική, συνεχίζει να διαθέτει πολιτική επιρροή και, παράλληλα, έχει σημαντικά οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Επί πλέον, η ενεργός πολιτική ανάμειξη της Γαλλίας στην Αφρική καθιστά το έδαφός της ιδιαίτερα τρωτό σε τρομοκρατικά πλήγματα. Επομένως, η γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι, που έγινε έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης του, με βάση τη συνθήκη που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες, εμφανίζεται ως αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας στο Μάλι, για την ασφάλεια της Γαλλίας, για την ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και για τη σταθερότητα της αφρικανικής ηπείρου που όλοι μαζί κινδυνεύουν από τη δράση των ισλαμιστών.
Στην επιχείρηση αυτή η Γαλλία μπορεί να μη διαθέτει στρατιωτική ή οικονομική ενίσχυση από κανέναν διεθνή δρώντα, διαθέτει όμως διεθνή διπλωματική υποστήριξη από τον ΟΗΕ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, αφού, όπως το έθεσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η γαλλική επιχείρηση απαντά στην «ανάγκη να φανεί η ικανότητά μας να βοηθήσουμε το Μάλι να ανακτήσει την κυριαρχία του, να ξαναποκτήσει τον έλεγχο του εδάφους του και να επιστρέψει στη συνταγματική τάξη».
Ωστόσο, τα προβλήματα τα οποία θα δημιουργήσει η γαλλική επέμβαση στο Μάλι, έστω και κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης της χώρας, θα είναι περισσότερα από αυτά που μπορεί να λύσει. Ενα από τα βασικότερα προβλήματα είναι ο στρατηγικός στόχος της επέμβασης. Πρόκειται για την εκδίωξη των ένοπλων ισλαμιστικών ομάδων από το έδαφος του Μάλι; Και εάν ναι σε τι θα ωφελήσει αυτό, αφού μπορούν κάλλιστα να μεταφερθούν στις γειτονικές χώρες, που παρουσιάζουν παρόμοια γεωμορφολογία και τα ίδια προβλήματα με το Μάλι;
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι πρόθυμη –ή και ικανή- να αναπτύξει την κατάλληλη πολιτική που θα μετρίαζε τα δομικά προβλήματα των χωρών της περιοχής, ώστε να επιτευχθεί ο μείζων στόχος της ασφάλειας. Για να γίνει αυτό, ο στρατηγικός στόχος θα έπρεπε να ήταν η απάλειψη των δομικών αιτιών, που ταλανίζουν εδώ και δεκαετίες την Αφρική. Αιτίες που ωθούν τους νέους να πυκνώνουν τις γραμμές των ισλαμιστικών οργανώσεων και να θεωρούν τη Δύση –εν μέρει δικαιολογημένα- υπεύθυνη για τα δεινά τους.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι η απόφαση του προέδρου Ολάντ να παρέμβει στρατιωτικά στο Μάλι αποσπά τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Γάλλων πολιτών, ενώ στην Αφρική γίνεται αντιληπτή ως μία ακόμα προσπάθεια άσκησης νεοαποικιακής πολιτικής.
.
*Eπίκουρη καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στη Μέση Ανατολή, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου