«Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας[…] προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι από το είναι… Το ιερό γι’ αυτήν δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο η αλήθεια».
Feuerbach
Του Γιώργου Ανδριώτη*
Η Χρυσή Αυγή αποτελεί για τη χώρα μας ένα πολιτικό μόρφωμα που, παρότι υπήρχε υπογείως εδώ και κάποιες δεκαετίες, απέκτησε ουσιαστική πολιτική υπόσταση από την έλευση της κρίσης και ύστερα. Οι εκλογές του 2008 φανέρωσαν ένα δομικό κενό στην εγχώρια πολιτική πραγματικότητα, ένα κενό που εκμεταλλεύτηκε η Χρυσή Αυγή. Το κενό αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα της αποσάθρωσης μιας κρατικοδίαιτης και εικονικής παραγωγικής βάσης της οικονομίας και της χρεοκοπίας μιας πολιτικής παράδοσης πελατειακού χαρακτήρα. Η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενη τη σύνθλιψη συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων, εμφανίστηκε σαν μια πιθανή λύση, αμεσότερη και πιο οικεία από την αποδυναμωμένη και διεθνιστική Αριστερά, σαν μια δύναμη αμόλυντη από την πολιτική διαφθορά και κυρίως σαν μια δύναμη που προτείνει άμεσες λύσεις στα προβλήματα του τόπου, που από πολλούς εκλαμβάνονται ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης και επικεντρώνονται στο υπο-φαινόμενο της μετανάστευσης.
Η Χ.Α. παρουσιάζεται σαν ένα αυθεντικό ελληνικό πολιτικό σχήμα που αντιμάχεται την παγκοσμιοποίηση, προωθώντας θεωρίες περί πλανητικής κυβέρνησης, ελευθερο-τεκτονικών συνωμοσιών, μεθοδευμένου εξισλαμισμού της Ελλάδας, υποδαυλίζοντας τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά ανακλαστικά μιας κοινωνίας που μετασχηματίστηκε ασύνταχτα τα τελευταία πενήντα χρόνια από αγροτική σε αστική, διατηρώντας αυτούσια τα παρωχημένα της στεγανά και τη «μικροτοπίτικη» νοοτροπία.
Η Χ.Α. κατηγορεί τους πολιτικούς της αντιπάλους ως ενεργούμενα σκοτεινών κύκλων και ξένους δάκτυλους. Αυτή η πολιτική πρακτική του «ψαρέματος σε θολά νερά» αποδίδει κυρίως στη δυστυχώς μεγάλη μάζα από αναξιοπαθούντες ενός εκπαιδευτικού συστήματος που για χρόνια παρήγε «φωτοτυπικά μηχανήματα» και «ολικούς αρνητές» της ουσιαστικής παιδείας. Το έδαφος για τη Χ.Α. προετοιμάζεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα με βασικό συντελεστή τη μονόπλευρη και κομπλεξική ανάγνωση της ιστορίας, τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, την εκδοτική αγυρτεία, την αμφισημία της ελληνικής ταυτότητας, τα ιστορικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής και την καταπιεσμένη εκδικητικότητα ενός ραγιαδισμού που ακόμα μας ταλανίζει. Είναι όμως αλήθεια η Χρυσή Αυγή αυτό που διατυμπανίζει ότι είναι;
Η απάντηση κρύβεται στην πρακτική της Χ.Α., μια πρακτική που απέχει χαρακτηριστικά από τον καθαρό εθνικοσοσιαλισμό αλλά και από τον εθνικισμό. Παρότι φαινομενικά η ρητορική της είναι άκαμπτη, στην πραγματικότητα τα παραθυράκια που αφήνει διά της θολούρας και της εσκεμμένης υπεκφυγής είναι αρκετά μεγάλα για να επιτρέπουν να διέρχονται εντός τους «ελέφαντες ιδιοτέλειας», προσωπικών συμφερόντων και πολιτικής καιροσκοπίας.
Οι καταφανείς εθνικοσοσιαλιστικές καταβολές της Χ.Α., όπως ταυτοποιούνται σε επίσημα κείμενα των εντύπων που εκδίδει αλλά και στα εικονίσματα και σύμβολα που ασπάζονται οι εκπρόσωποί της, αμφισβητούνται διαρκώς από την ίδια. Οι αποκαλύψεις της πρόσφατης δικαστικής υπόθεσης που αφορά τις δραστηριότητες σημαντικών στελεχών της φανερώνουν ότι ο αυτοαποκαλούμενος «λαϊκός σύνδεσμος Χ.Α.» φαίνεται να διατηρεί επιλεκτικές σχέσεις με ομάδες μεταναστών, επιτιθέμενος φαινομενικά σε κάποιες, εκμεταλλευόμενος κάποιες άλλες και αφήνοντας πάλι συγκεκριμένες ομάδες (βλέπε Κινέζοι) εκτός του στόχου. Ποιο ακριβώς είδους φυλετισμού και εθνικισμού αντιπροσωπεύει η Χ.Α.; Οταν (σύμφωνα με κατάθεση μέλους της) στελέχη της συνάπτουν ειδικές σχέσεις με μετανάστες και -πόσο μάλλον- όταν ακόμα και τα περιβόητα μαθήματα «ελληνικής ιστορίας» και «πατριδογνωσίας» που προσφέρει στα μέλη της παραδίδονται, σε τουλάχιστον μία περίπτωση (σύμφωνα πάλι με την κατάθεση μέλους της Χ.Α.), από «Αλβανίδα που δεν θα γίνει ποτέ Ελληνίδα»;
Πέρα από τη σαθρή σχέση της ρητορικής τής οργάνωσης με την πραγματική της πρακτική, υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά που υποδεικνύουν την εικονικότητά της ως πολιτικού μορφώματος. Το κυριότερο ίσως είναι η εμμονή και η επιμονή της οργάνωσης στη σκηνοθεσία των δημόσιων εκδηλώσεών της. Μια σκηνοθεσία που, προς όφελος μιας εξιστόρησης μεγαλείου, δύναμης και ανδραγαθημάτων, δεν διστάζει να καταφύγει στο ξεκάθαρο ψεύδος.
Στη συνάντηση της Χ.Α. στις 30/11/13 στο Σύνταγμα, η επίσημη ιστοσελίδα της οργάνωσης μιλούσε για 50.000 παρευρισκόμενους εθνικιστές*, ενώ οι εκτιμήσεις της αστυνομίας μιλούν για 2.000 με 3.000 άτομα. Τι πιο κωμικοτραγικό από την περίπτωση της Θάσου, όταν σε συσσίτιο της Χρυσής Αυγής όπου πήγαν ελάχιστοι άνθρωποι, η τοπική Χ.Α. έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες με ανθρώπους που πήγαν για να διαμαρτυρηθούν, παρουσιάζοντάς τους ως δικό της κοινό; Συγκεντρώσεις με θεαματικούς σχηματισμούς, φωτογραφίες του πλήθους από συγκεκριμένες γωνίες και πλάνα «πνιγμένα» από μαιάνδρους και γαλανόλευκες σημαίες που σε πολλές περιπτώσεις μοιράζονται στον κόσμο από πριν. Η κάλυψη με βίντεο, από φιλικά κανάλια ή και από την ίδια την οργάνωση, είναι επιβεβλημένη και αν η συγκέντρωση του κόσμου δεν είναι ικανοποιητική, επιστρατεύεται ο ευρυγώνιος φακός του φωτογράφου.
Το χρυσαυγίτικο θέαμα επιβάλλει πάντα πολύ καλή σκηνοθεσία, μοντάζ επαγγελματικών προδιαγραφών και πολλές φορές πολλούς κομπάρσους, καθώς για όσους δεν το γνωρίζουν οι χρυσαυγίτες μετακινούνται από πόλη σε πόλη για να ενισχύσουν την εικόνα του κάθε τοπικού γραφείου της Χ.Α. Προφανώς κάθε πολιτικός χώρος προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα με μια τάση μεροληψίας υπέρ του, αλλά η Χρυσή Αυγή υπερβάλλει σε τέτοιο βαθμό που μοιάζει να ζει σε μια άλλη πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι ζει στην ίδια πραγματικότητα με εμάς, παίζοντας όμως ένα επικοινωνιακό παιχνίδι γκεμπελικής έμπνευσης.
Η Χρυσή Αυγή είναι ένα κόμμα τού «φαίνεσθαι» και του εντυπωσιασμού, μια υπερπαραγωγή χωρίς υπόβαθρο. Αποτελεί ένα σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης που υποτίθεται ότι πολεμάει και ως γνήσιο παιδί της μετα-νεωτερικότητας λειτουργεί και υπάρχει πρώτα σε ένα εικονικό πεδίο και δευτερευόντως ως υπαρκτή πολιτική πρόταση. Πίσω από τη ρεκλάμα του «λαϊκού συνδέσμου» δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια ταινία τρόμου (όπως το «The Blair witch project»), που έχει δώσει όλο το βάρος στο μάρκετινγκ, τα ειδικά εφέ και τη σκηνοθεσία, ενώ απουσιάζουν πλήρως το σενάριο και οι ερμηνείες. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε άραγε για πολύ ακόμα αυτή την ταινία;
* Στο κείμενο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία που συνέλεξε ο εκπαιδευτικός Θέμος Ελαιάτης, ύστερα από έρευνα στους επίσημους ιστότοπους των τοπικών πυρήνων της Χρυσής Αυγής
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
* Ανεργος κοινωνικός ανθρωπολόγος και blogger στην «Επικράτεια του Μηδενός»