Του Παντελή Κυπριανού*
Τα πράγματα έχουν –και θέλουν– τον χρόνο τους. Κάποια αλλάζουν ταχύτερα, άλλα αργότερα. Ορισμένα θέλουν περισσότερο χρόνο για να γίνουν, άλλα λιγότερο. Ετσι οι ιστορικοί, στη συνέχεια του Μπροντέλ, διακρίνουν τη μακρά και μέση διάρκεια των πιο αργών αλλαγών από τη βραχεία όπου τα πράγματα τρέχουν γρηγορότερα. Με τη σειρά τους οι άνθρωποι της διοίκησης διακρίνουν τους στρατηγικούς στόχους από τους μεσοπρόθεσμους και τους βραχυπρόθεσμους.
Εδώ και τρεις δεκαετίες, όσο προχωρά η «παγκοσμιοποίηση» και οι αποστάσεις, δυνάμει των νέων τεχνολογιών και των ΜΜΕ, μειώνονται, ζούμε μια επιτάχυνση του χρόνου. Πολλά πράγματα επιτελούνται και συντελούνται ταχύτερα, γεγονός που δημιουργεί, όχι αβάσιμα, την αίσθηση της πύκνωσης των γεγονότων και της σύντμησης του χρόνου. Η νέα πραγματικότητα, ακόμη και η αίσθησή της λειτουργούν πιεστικά προς όλους μας διττά: ως πίεση να κάνουμε κάτι αμέσως γιατί αλλιώς η ενέργειά μας θα είναι άκαιρη και ως πίεση από τον διπλανό μας, ανταγωνιστή ή μη, να τον προλάβουμε ώστε να μη χάσουμε το παιχνίδι από αυτόν.
Η έγκαιρη αντίδραση και η πρόληψη, ασφαλώς, δεν είναι νέες έννοιες. Ο αρχαιοελληνικός όρος Καιρός αποδίδει εναργέστατα την εν λόγω ιδέα. Μια κοινωνία, ένας καλός οργανισμός, ο καθένας χωριστά, κρίνονταν και κρίνονται από την ετοιμότητά τους στις προκλήσεις των καιρών και ακόμη καλύτερα από την ευχέρεια επινόησης προκλήσεων διαμορφωτικών των κανόνων του παιχνιδιού. Ενας από τους βασικότερους λόγους που στην Ελλάδα χάνουμε τον αγώνα της καινοτομίας έγκειται στην αδυναμία, ίσως και απροθυμία, των ιθυνουσών ομάδων, πολιτικών και μη, να αντιληφθούν τα διεθνή διακυβεύματα και να ενεργήσουν ανάλογα.
Σήμερα δεν πρόκειται απλά γι’ αυτό. Καθώς βασικό αιτούμενο είναι η παραγωγή προϊόντων άμεσα εμπορεύσιμων, όλες οι δράσεις και ενέργειες οφείλουν να στοχεύουν εδώ και αποτιμώνται με βάση τον σκοπό αυτό. Η αντίληψη αυτή που τείνει να αναγορευτεί σε κατηγορική προσταγή οδηγεί στην αναδιαμόρφωση του χρόνου και την ομοιόμορφη πρόσληψη και χρήση του.
Η προαναφερθείσα πρόσληψη του χρόνου περνά από το πεδίο της οικονομίας σε άλλα πεδία. Πρώτα απ’ όλα στο πολιτικό αλλά και σε άλλα όπως της επιστήμης, του πολιτισμού και του αθλητισμού. Δίχως αμφιβολία και στο παρελθόν οι πολιτικοί ενεργούσαν με γνώμονα το άμεσο εκλογικό όφελος, με αποτέλεσμα να διαγράφουν το μέλλον στο όνομα του παρόντος, να στέκονται στο εφήμερο και να μην ενεργούν στρατηγικά. Η ομοιόμορφη πρόσληψη του χρόνου, σε μια συγκυρία μάλιστα διεθνώς απαξίωσης των πολιτικών, ωθεί περισσότερο προς την κατεύθυνση αυτή. Ετσι και οι εθνικιστικές εξάρσεις και δήθεν «αποφασιστικές» κινήσεις απέναντι σε διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες (μετανάστες ή μειονοτικές ομάδες) με υποτιθέμενο στόχο την άμεση «νουθέτησή» τους όταν αυτονόητα η όποια λύση απαιτεί χρόνο.
Κάτι ανάλογο γίνεται και στην Επιστήμη. Προφανώς αυτή δεν έχει νόημα αν δεν συντείνει στη βελτίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Για να το πετύχει θέλει τους χρόνους της, δεν γίνεται κατά παραγγελία, οι ανακαλύψεις της δεν είναι πάντα άμεσα εφαρμοστέες και εμπορεύσιμες, ενώ μία μη άμεσα χρηστική ανακάλυψη μπορεί να εκβάλλει σε άλλες χρηστικότερες. Το να ζητάμε άμεσα αποτελέσματα και μάλιστα κατά παραγγελία είναι ασύμβατο με τη λογική της έρευνας και μπορεί να την υποθηκεύσει καθώς προϋπόθεση για την προαγωγή της είναι η μη ύπαρξη αυστηρών χρονικών περιορισμών.
Η ομοιομορφία της χρόνου, τέλος, είναι καθόλα ορατή στην καθημερινότητά μας. Η διάχυση της ιδέας του γρήγορου χρόνου σ’ ένα άσχημο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον και μ’ ένα αποδιοργανωμένο κοινωνικό κράτος δυσχεραίνει τον στοιχειώδη σχεδιασμό ακόμη και τον πιο βραχυπρόθεσμο. Η αίσθηση ότι σε λίγο τίποτε δεν θα είναι όπως τώρα εκτρέφει την οντολογική ανασφάλεια, παρά τη διαρκή ενεργητική δράση και αντίδραση όπως θα ήθελαν οι θιασώτες του ομοιόμορφου χρόνου.
Υπό το πρίσμα της παραπάνω αβεβαιότητας και ανασφάλειας μπορούμε να κατανοήσουμε και την απουσία κάθε είδους μακροπρόθεσμης επένδυσης, ακόμη και συναισθηματικής, από τα άτομα αλλά και από τις επιχειρήσεις. Περιορίζονται κατά βάση σε βραχυπρόθεσμες κινήσεις με στόχο την επιβίωση και με την ελπίδα τα πράγματα να καλυτερεύσουν την επομένη. Ετσι φτάσαμε στο διπλό παράδοξο: η προσδοκώμενη καινοτόμος ενεργητικότητα από άτομα και φορείς μετατρέπεται συχνά σε μια απλή τεχνική επιβίωσης, ενώ ο αναγκαίος για ένα καλύτερο μέλλον στρατηγικός σχεδιασμός φαντάζει περιττός τη στιγμή που είναι περισσότερο απαραίτητος από ποτέ.
…………………………………………………………………………………………….
* Αν. πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Πατρών