Του Φώτη Παπούλια
Είθισται η συνέντευξη ενός αρχηγού πολιτικού κόμματος, πόσο μάλλον του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επίδοξου πρωθυπουργού, να προκαλεί κρίσεις και σχόλια, απαξιωτικά ή όχι, ενδεχομένως να είναι αδιάφορο, να «ανοίγει» συζητήσεις και σχεδόν πάντα να συντηρεί έναν πολιτικό «αχό» μέρες μετά.
Ομως επειδή σε αυτή τη χώρα ισχύει η παροιμία «κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις», ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τη συνέντευξη του Α. Τσίπρα στο «Βήμα» με την ψυχραιμία που επιβάλλουν οι πονηροί καιροί και οι πολλαπλές ερμηνείες και παρερμηνείες.
Αν οι ερμηνευτές των γραφών παρακολουθούσαν προσεκτικά τις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα εκπλήσσονταν στον υπερθετικό βαθμό που η έκπληξή τους αποτυπώθηκε σε έντυπα, ηλεκτρονικά και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης.
Αν κάτι και κάποιους ενόχλησε ο Α. Τσίπρας, δεν ήταν ούτε οι απόψεις του «για μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα», ούτε για τη μετάθεση της εκτίμησης διεξαγωγής των πρόωρων εκλογών, ούτε «οι μονομερείς κινήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το χρέος», ούτε πολύ περισσότερο η άποψή του για αξιοποίηση «προσωπικοτήτων κύρους, εξωκοινοβουλευτικών και εξειδικευμένων τεχνοκρατών» ή η θέση του υπέρ του ευρώ.
Οσοι παρακολουθούν τις δημόσιες δηλώσεις του δεν… εξεπλάγησαν, γιατί απλά τα έχει ξαναπεί και μάλιστα κατά καιρούς έχει προκαλέσει και το εσωκομματικό του ακροατήριο.
Ο κ. Τσίπρας ενόχλησε, αν θέλετε προκάλεσε, γιατί επί της ουσίας υπερέβη τον ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και απάντησε ως εν δυνάμει πρωθυπουργός. Δεν κρύφτηκε, δεν απάντησε με μισόλογα, δεν πέταξε την μπάλα στην κερκίδα. Προκάλεσε γιατί αποστέρησε από φίλους και εχθρούς το επιχείρημα της διγλωσσίας και των «κρυφών προθέσεων», καθώς είμαστε συνηθισμένοι στο «άλλα εμπρός και άλλα πίσω», προκάλεσε γιατί ήταν ξεκάθαρος, όσο και αν αυτό ενοχλεί σε μια κοινωνία που είναι εθισμένη στα καλά νέα, αγνοώντας ακόμα και σήμερα -τουλάχιστον ένα τμήμα της- πώς να διαχωρίσει το ρεαλιστικό από το υποσχεσιολογικό.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε γιατί πλέον δεν είναι «ο νεαρός που τον έχουμε του χεριού μας», αλλά ο αριστερός πρόεδρος που μπορεί να συνομιλεί με όλους, ακόμα και με εκείνους που μέχρι χθες το σύστημα θεωρούσε προνομιακούς συνομιλητές του, είτε εντός είτε εκτός Ελλάδας.
Αυτή ακριβώς η ποιοτική διαφορά είναι που τον καθιστά φερέγγυο συνομιλητή, ακόμα και για εκείνους που διαφωνούν και επιδιώκουν να τον εμφανίσουν ως ακόμα έναν αντιγραφέα ξεπερασμένων παλαιών προτύπων.
Οσοι κατανοούν ότι η Αριστερά οφείλει να είναι ειλικρινής και να μην κυνηγά χίμαιρες αντέχουν τις αλήθειες – οι άλλοι μπορούν να ονειρεύονται και να αναλώνονται σε δίκες προθέσεων…