Της Ματίνας Πούλου*
Η πληθωριστική χρήση των προληπτικών προσαγωγών μαθητών από τις αστυνομικές δυνάμεις που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια γεννά εύλογες αμφιβολίες για τη συμβατότητά τους με τις νομικές δεσμεύσεις του σχετικού πλαισίου. Η καταναγκαστική φύση τους επιβάλλει την περιορισμένη εφαρμογή τους και την αυστηρή προσήλωση στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τον νόμο (74 παρ. 15 εδ. θ ΠΔ 141/1991), οι προσαγωγές προβλέπονται για εκείνα τα άτομα που στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία εξαιτίας του τόπου, του χρόνου ή της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Σε περίπτωση που ο πολίτης έχει ταυτότητα, η προσαγωγή επιβάλλεται μόνο αν η συμπεριφορά του και όχι ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος όπως προβλέπουν τα άρθρα 74 παρ. 15 περ. θ ΠΔ 141/1991.
Αν και τα παραπάνω σηματοδοτούν τη θεσμική περίμετρο αυτού που είναι κοινωνικά νοητό και νομικά ορθό, στην πραγματικότητα η αστυνομική πράξη ξεπερνά κατά πολύ αυτή την οριοθέτηση. Φαίνεται ότι η αληθινή πολιτική στόχευση ανευρίσκεται πιο υπόγεια από το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις προληπτικές προσαγωγές επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πολιτική απασφάλιση του νεανικού δυναμικού. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τις αθρόες προληπτικές προσαγωγές μαθητών παραμονές των επετείων του Πολυτεχνείου ή της δολοφονίας του νεαρού Γρηγορόπουλου, αν δεν τις συνδέσει με το ζήτημα της πειθαρχίας και του προληπτικού εκφοβισμού, όταν αυτή καθαυτή η ύπαρξη κινδύνου σπάνια τεκμηριώνεται αντικειμενικά και τέλος πάντων, ακόμα και όταν ανευρίσκεται, δεν δικαιολογεί την ένταση της αστυνομικής αντίδρασης. Το μήνυμα απευθύνεται σε πολλαπλούς αποδέκτες: τους μαθητές, τις οικογένειες, την κοινωνία και συμπυκνώνεται στην προτροπή: η συμμετοχή σε διαδήλωση συνεπάγεται εμπλοκή με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς· είναι προτιμότερο κανείς να απέχει. Το διακύβευμα μετατοπίζεται στη συνείδηση του κοινού από το πραγματικό γεγονός της διάπραξης μεμονωμένων έκνομων ενεργειών σε μαζικές διαδηλώσεις, στην απλουστευτική εξίσωση που θεωρεί αυτή καθαυτή τη διαδήλωση ως έκνομη ενέργεια. Επομένως, αν και θεσμικά δικαιολογείται η προσαγωγή μόνο του υπόπτου για διάπραξη αδικήματος υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της προηγούμενης αξιολόγησης υφιστάμενων ενδείξεων, δηλαδή αντικειμενικών στοιχείων για τέλεση παράνομων πράξεων, στην πράξη μόνη η συμμετοχή συνιστά τεκμήριο ενδεχόμενης διάπραξης εγκλημάτων. Παράλληλα, η υποτιθέμενη οσμή ανομίας εξαπλώνεται εκτός από τις διαδηλώσεις και σε συγκεκριμένους χώρους συνάντησης της νεολαίας για να νομιμοποιηθούν, στο τέλος της μέρας στη συλλογική συνείδηση, οι επεμβάσεις και οι προληπτικές προσαγωγές σε καφενεία, πλατείες, και νεολαιίστικα στέκια. Ηδη έχει δει το φως της δημοσιότητας εγκύκλιος της αστυνομίας που ζητεί προσωπικές επαφές και συναντήσεις των αστυνομικών με τους διευθυντές σχολείων και σύνταξη εμπεριστατωμένων αναφορών για την πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων που διαπράττονται σε βάρος των ανηλίκων!
Ο αυταρχισμός με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει σήμερα τη νεότητα (βλ. μαθητικές καταλήψεις, προσαγωγές ανηλίκων στις Σκουριές, ΔΕΘ-Σεπτέμβρης 2013) αντανακλά πρωτίστως τη μεγάλη ανησυχία που γεννά οποιαδήποτε φωνή αμφισβήτησης σε περιόδους κρίσης. Καθώς η φτώχεια, η ανεργία και η απουσία ελπίδας αποτελούν, εν δυνάμει, παράγοντες εξέγερσης, η τρομοκράτηση των μαθητών ως τρόπος συμμόρφωσης φαντάζει εξαιρετικά πρόσφορος. Οσο όμως η γενεαλογία του εγχειρήματος είναι γνωστή άλλο τόσο προφανής είναι και η αποτυχία του. Καμία προσπάθεια εξουδετέρωσης του ριζοσπαστισμού της νεολαίας δεν μπόρεσε να επιτευχθεί έτσι· όχι μόνο γιατί οι μέθοδοι είναι αναποτελεσματικές αλλά γιατί –ειδικά σήμερα– η θύελλα της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής δεν επιτρέπει σε κανέναν να είναι ήσυχος.
Στον Δημήτρη που έφυγε νωρίς…
……………………………………………………………….
* Δικηγόρος – διδάκτορας Νομικής