06/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ

Σκιές πάνω από μια ονειρική γηραιά Ευρώπη

Μια ακόμη αριστουργη­ματική, υπερβατική, αλλά και διαφορετική ταινία από τον Γουές Αντερσον. Γιατί το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», που θες να το δεις ξανά και ξανά, είναι μια κλασική αστυνομική κωμωδία παλιού τύπου για έναν κόσμο που χάνεται.
      Pin It

Μια ακόμη αριστουργη­ματική, υπερβατική, αλλά και διαφορετική ταινία από τον Γουές Αντερσον. Γιατί το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», που θες να το δεις ξανά και ξανά, είναι μια κλασική αστυνομική κωμωδία παλιού τύπου για έναν κόσμο που χάνεται

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Ξενοδοχείο Grand Budapest

(The Grand Budapest Hotel)

Σκηνοθεσία: Γουές Αντερσον

 

Ηθοποιοί: Ρέιφ Φάινς, Τόνι Ρεβολόρι, Φ. Μάρεϊ Εϊμπραμ, Εντουαρντ Νόρτον, Ματιέ Αμαλρίκ, Σίρσα Ρόναν, Εϊντριεν Μπρόντι, Γουίλεμ Νταφό, Λεά Σεϊντού, Τζεφ Γκόλντμπλαμ, Τζέισον Σουόρτσμαν, Τζουντ Λο, Τίλντα Σουίντον, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τομ Γουίλκινσον, Μπιλ Μάρεϊ, Οουεν Γουίλσον

 

Με οδηγό τις αναμνήσεις ενός συγγραφέως, ταξιδεύουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 για να ζήσουμε στα δωμάτια, στο λόμπι και στις συναρπαστικές περιπέτειες που εκτυλίσσονται μέσα στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο Grand Budapest, στην ανατολική άκρη της Ευρώπης. Εκεί, τα κλειδιά του σύμπαντος κρατά ο concierge Γουστάβ Χ, ο υπεύθυνος της οργάνωσης του ξενοδοχείου, αρμόδιος για τη σωστή λειτουργία του και για την επίλυση του οποιουδήποτε προβλήματος. Βοηθός και νέος του φίλος είναι ο εκπαιδευόμενος Ζίρο, ένας μελαψός μετανάστης που ψάχνει να βρει τη θέση του στον κόσμο. Οταν η ηλικιωμένη Μαντάμ Ντ. πεθάνει, θ’ αφήσει στον Γκουστάβ, ως «φιλοδώρημα», έναν πανάκριβο πίνακα, ο οποίος θα πυροδοτήσει ένα δαιδαλώδες και μοιραίο κυνηγητό – σλάλομ στις χιονισμένες βουνοκορφές, την ίδια ώρα που στο ξενοδοχείο εγκαθίσταται επιθετικά η νέα μαυροφορεμένη πολιτική και στρατιωτική εξουσία της Ευρώπης και η πιστή φρουρά της, με έμβλημα το κεραυνωτό λογότυπο, οι… Ζιγκ Ζαγκ.

 

Ο Γουές Αντερσον, στη νέα του ταινία, διατηρεί το υπέροχο, ονειρικό, παραμυθένιο και παράδοξα παιδικό εικαστικό του σύμπαν, αλλά ακολουθεί για πρώτη φορά ένα διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, μια κλασική αστυνομική κωμωδία παλαιού τύπου, για να σχολιάσει την Ευρώπη που χάνεται, τον νέο κόσμο που γεννιέται μέσα από τον αγώνα της επιβίωσης, τη μελαγχολία της απώλειας και τη βεβαιότητα της αναγέννησης. Κι αυτά, μ’ ένα ξεκαρδιστικό σενάριο, μια συγκλονιστική επιμονή στη λεπτομέρεια που απλώς σε κάνει να θέλεις να δεις την ταινία ξανά και ξανά, και μ’ έναν χαριτωμένο αέρα χλιδής, που ίπταται σαν πολύχρωμη φούσκα πάνω από τις βουνοκορφές της Γηραιάς Ηπείρου.

 

Το δικό του κινηματογραφικό «ξενοδοχείο» στελεχώνει μια εκπληκτική ομάδα ηθοποιών, τους περισσότερους από τους οποίους βλέπουμε στιγμιαία, από την Τίλντα Σουίντον της εξτρίμ υπερβολής, τον Εντουαρντ Νόρτον, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, τον Γουίλεμ Νταφό, τον Φ. Μάρεϊ Εϊμπραμ, μέχρι τους «μόνιμους» Τζέισον Σουόρτσμαν, Τζεφ Γκόλντμπλαμ, Εϊντρεν Μπρόντι, Οουεν Γουίλσον, Μπιλ Μάρεϊ, τον Τζουντ Λο ως νεότερο Τομ Γουίλκινσον, τη Σίρσα Ρόναν ως αθώο ερωτικό ενδιαφέρον της ταινίας. Αλλά πάνω απ’ όλους, απολαμβάνουμε το συγκλονιστικό δίδυμο του Ρέιφ Φάινς και του 18χρονου Τόνι Ρεβολόρι, ως Γκουστάβ Χ και Ζίρο Μουσταφά, που ακολουθούν τη μακριά κινηματογραφική παράδοση των ανδρικών κωμικών ζευγαριών, με περισσότερο χρώμα και σεναριακό συμβολισμό.

 

Σε μια φιλμογραφία που μας έχει κακομάθει με το ένα υπερβατικό αριστούργημα μετά το άλλο, ο Γουές Αντερσον παρουσιάζει κάτι ακόμα πιο καινούργιο: εκτός από τις μαγεμένες εικόνες και το χιούμορ του, καταφέρνει να μιλά, φαινομενικά ανάλαφρα, αλλά εξαιρετικά διορατικά, για τη νέα Ευρώπη και τον νέο κόσμο, για τα πράγματα που αλλάζουν, που αφήνουμε πίσω, για να τα δεχτούμε με τη νέα τους μορφή, μια και, ούτως ή άλλως, αυτή είναι η προδιαγεγραμμένη μας πορεία.

 

……………………………………..

 

Πέρα από τη λογική

(A perdre la raison)

Σκηνοθεσία: Ζοακίμ Λαφός

Ηθοποιοί: Εμιλί Ντεκέν, Ταχάρ Ραχίμ, Νιλς Αρεστρούπ

 

Η Μιριέλ κι ο Μουνίρ είναι ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι. Γρήγορα και παρορμητικά θα παντρευτούν και θα εγκατασταθούν στο σπίτι του γιατρού Αντρέ Πενζέ, του «προστάτη» του Μουνίρ, ο οποίος τον πήρε από τη φτωχική ζωή του στο Μαρόκο και του προσέφερε τις ανέσεις της Δύσης. Πέρα από μια απλή συγκατοίκηση, ο Αντρέ βρίσκεται ενεργό μέλος της νέας οικογένειας, πανταχού παρών, μαζί με το γερό του πορτοφόλι, να κινεί τα νήματα του απόλυτα εξαρτημένου από αυτόν ζευγαριού. Καθώς η οικογένεια μεγαλώνει σιγά-σιγά με τη γέννηση τεσσάρων παιδιών, η Μιριέλ νιώθει όλο και πιο εγκλωβισμένη σε μια ζωή χωρίς ίχνος ιδιωτικού χρόνου ή πρωτοβουλίας κι ο Μουνίρ δεν μοιάζει πρόθυμος ν’ αναλάβει τις ευθύνες του. Πράγμα που σημαίνει ότι η Μιριέλ θ’ αναγκαστεί, με το μυαλό της να φορτίζεται από μια ολοένα διογκούμενη σύγχυση και κατάθλιψη, να βρει μόνη της τον τρόπο ν’ απελευθερώσει την ίδια και τα παιδιά της από τον σφιχτό κλοιό που την κάνει ν’ ασφυκτιά.

 

Μια ταινία που, αφ’ ενός, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα (την υπόθεση της Βελγίδας Ζενεβιέβ Λερμίτ του 2007) και, αφ’ ετέρου, ξεκινά με τέσσερα παιδικά λευκά φέρετρα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη φαντασία.

 

Κι όμως, η κινηματογραφική τραγωδία του Ζοακίμ Λαφός ξαφνιάζει κάθε δευτερόλεπτο με την εκκωφαντική ένταση των αφαιρετικών πλάνων της. Γιατί ο Λαφός αποδεικνύεται ιδιοφυής σκηνοθέτης. Ξεμπερδεύοντας από την αρχή με την «εφετζίδικη», φρικιαστική και σκανδαλιστική πλευρά του δράματος, ασχολείται αποκλειστικά με το να χτίσει έναν σιωπηλό κόσμο – φυλακή, να παγιδεύσει στις σκηνές του την υποκατάσταση του μέτρου από το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης, να περιγράψει τη μετάβαση από την κανονικότητα στην απώλεια της λογικής, τόσο σιωπηλά, σταδιακά και ύπουλα όσο συμβαίνει πραγματικά.

 

Ο κόσμος της Μιριέλ, όπως τον στήνει ο Λαφός, ξεκινά από ανοιχτά λιβάδια και μετακινείται μέσα σε τέσσερις τοίχους που διαρκώς πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, έτοιμοι να τη συνθλίψουν. Η αποσπασματική του αφήγηση συντίθεται μαγικά σ’ ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της ψυχικής άλωσης. Η σκηνοθεσία του είναι τόσο εύστοχα ελλειπτική, που ακόμα και η κλασική μουσική που συνοδεύει την ταινία ακούγεται παρείσακτη, ενοχλητικά «πολιτισμένη». Οι ήρωές του, κυρίως η Μιριέλ, είναι πολυδιάστατοι, ανθρώπινοι, τρωτοί, παρότι οι πράξεις τους μπορεί να οδηγούν στη μεγαλύτερη ύβρη μιας κλασικής αρχαιοελληνικής τραγωδίας βγαλμένης από την αληθινή ζωή του 2000.

 

Σύμμαχοί του οι θαυμάσιοι ηθοποιοί του και, κυρίως, η Εμιλί Ντεκέν της «Ροζέτας», με μια ερμηνεία (βραβευμένη στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Κανών), που κινείται διαρκώς στο μεταίχμιο ενός πνεύματος έτοιμου να σπάσει ολοκληρωτικά. Παρότι δεν περιλαμβάνει ούτε ένα δευτερόλεπτο κορωνίδας, η ταινία είναι ένα συναισθηματικά σκληρό δράμα για γερά στομάχια, αλλά ταυτόχρονα και μια διαπεραστική ματιά στην ευάλωτη ισορροπία της ανθρώπινης λογικής που θ’ ανοίξει το μυαλό (αν όχι την ψυχή) όποιου την τολμήσει.

 

……………………………………………………………

 

300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας

(300: Rise of an Empire)

Σκηνοθεσία: Νόαμ Μούρο

Ηθοποιοί: Σάλιβαν Στέιπλτον, Εβα Γκριν, Λένα Χίντεϊ, Χανς Μάθεσον, Ροντρίγκο Σαντόρο, Κάλαν Μάλβεϊ, Ντέιβιντ Γουέναμ, Τζακ Ο’ Κόνελ, Αντριου Τίρναν, Ιγκάλ Ναόρ, Αντριου Πλίβιν

 

Θα πείτε, πώς σίκουελ στους 300 αφού πέθαναν όλοι στις Θερμοπύλες; Ομως αυτό εδώ το δεύτερο μέρος, βασίζεται (επίσης) στο graphic novel του Φρανκ Μίλερ με τίτλο «Ξέρξης» και παρακολουθεί τη σύγκρουση του Θεμιστοκλή με τον Πέρση βασιλιά και την ατρόμητη ναύαρχο Αρτεμισία (λάθος να ψάχνετε για ιστορική ακρίβεια), στη μνημειώδη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κεντρική ιδέα, η προσπάθεια του Θεμιστοκλή να ενώσει τις πόλεις-κράτη σε μια κοινή υπεράσπιση του έθνους, ενάντια όχι μόνο στις επεκτατικές βλέψεις του Ξέρξη, αλλά κυρίως στην εκδικητική μανία της (Ελληνίδας, αλλά υποτελούς στους Πέρσες), Αρτεμισίας, η οποία ό,τι δεν καταφέρνει με τα πλοία της, τα διεκδικεί με το αβυσσαλέο ντεκολτέ της.

 

Κυρίως, εκατοντάδες άντρες, ψηφιακοί και μη, ντυμένοι αποκλειστικά με μικροσκοπικά τσίτια στα επίμαχα σημεία, ώστε οι σμιλεμένοι μύες τους να διαγράφονται ακόμα και στο σκοτάδι της μάχης. Αυτή είναι η βασική ατραξιόν των νέων «τριακοσίων» και μαζί το απόλυτα camp δίδυμο Ξέρξης – Αρτεμισία, βγαλμένο από την πιο τρελή φαντασία ενός Τζον Γκαλιάνο του ’90. Ο,τι ήταν πρωτόγνωρο, εντυπωσιακό και τεχνικά καινοτόμο στους «300» του 2006 μοιάζει, οκτώ χρόνια μετά, πολυφορεμένο και ψεύτικο. Το αίμα ρέει άφθονο (προς τον θεατή στη 3D βερσιόν), αλλά φυσικά δεν λεκιάζει τίποτε απολύτως. Ο ευχάριστα τραχύς Στέιπλτον δεν φτάνει σε μάτσο αρετές τον Τζέραρντ Μπάτλερ και η ίδια η υπόθεση της ταινίας, εκτυλισσόμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτα, φέρνει ελαφρά νύστα.

 

………………………………………

 

Φως μετά το σκοτάδι

(Post tenebras lux)

Σκηνοθεσία: Κάρλος Ρεϊγάδας

Ηθοποιοί: Ρουτ Ρεϊγάδας, Ελεάσαρ Ρεϊγάδας, Αδόλφο Χιμένες, Νατάλια Ασεβέδο, Γουιλεβάλδο Τόρες

 

Ο μεγαλοαστός Χουάν, η γυναίκα του και τα παιδιά τους εγκαταλείπουν την πόλη κι εγκαθίστανται σ’ ένα πολυτελές σπίτι στην εξοχή. Γύρω τους, δεκάδες εργάτες δουλεύουν για λογαριασμό τους. Η σχέση της οικογένειας με τους γύρω, αλλά και των γονιών με τα παιδιά τους, χαράζουν βαθιά αυλάκια έλλειψης επικοινωνίας και φόβου που δεν μπορούν να γεφυρωθούν παρά με… διαβολική παρέμβαση.

 

Ο Μεξικανός Κάρλος Ρεϊγάδας συνδέει την ταξική πάλη με προσωπικά του βιώματα και το στοιχείο του φανταστικού σε μια ταινία που θέλει να μιλήσει για την ουσία της ανθρώπινης φύσης, αλλά δεν λέει τίποτε ουσιαστικό. Μπορεί ο Ρεϊγάδας να τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις φετινές Κάννες, γιατί πράγματι το σύμπαν που πλάθει σε κάθε σκηνή του είναι μαγευτικό, αλλά το σκηνοθετικό του ταλέντο είναι καλό να το εφαρμόσει και σ’ ένα σχέδιο που να μην αναλώνεται μόνο στην άφατη ομορφιά ή την επιθετική ασχήμια, βασισμένο σε κάτι εξαιρετικά αφηρημένο που έχει μόνο μέσα στο μυαλό του.

 

Ο σκηνοθέτης μάς παγίδευσε με το «Japon», αλλά μας απομακρύνει, μάλλον συνειδητά, με κάθε του ταινία εφεξής, η οποία είναι όλο και πιο επιτηδευμένη και κενή από την προηγούμενη. Η αισθαντικότητα των πρώτων σκηνών του φιλμ, βγαλμένων από το πιο σκοτεινό παιδικό παραμύθι, ξεθωριάζει προχωρώντας σε μια τόσο αυτοαναφορική υπόθεση, που καταλήγει να μην αφορά κανέναν, εκτός από τον ίδιο τον Ρεϊγάδας. Γι’ αυτό και η ταινία απευθύνεται στην ουσία μόνο στον κλειστό κύκλο των fans του δημιουργού της, που θέλουν να είναι ενήμεροι για την πορεία του.

 

Scroll to top