«Δεν χωράνε όλοι», «Είναι όλοι λαθρομετανάστες», «Αποτελούν υγειονομική βόμβα», «Μας παίρνουν τις δουλειές», «Απειλούν τη ζωή και την περιουσία μας», «Οι δικοί μας πατεράδες μετανάστευαν νόμιμα». Σε ένα βιβλιαράκι μόλις 55 σελίδων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Βασίλης Παπαστεργίου και η Ελένη Τάκου, δραστήρια μέλη του αντιρατσιστικού κινήματος (μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών ο πρώτος, μέλος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου η δεύτερη, που δραστηριοποιείται επίσης στο Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας), αποδομούν με στοιχεία έντεκα μύθους που καθορίζουν τη συζήτηση για το μεταναστευτικό στην Ελλάδα και σκιαγραφούν μια ορθολογική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού – με πολύ μικρότερο κόστος από τη σημερινή πολιτική του ρατσισμού, των διώξεων και του εγκλεισμού. Φτάνει να τολμήσει η Αριστερά να κάνει το βήμα από τη γραμμή άμυνας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αναζήτηση λύσεων, όπως λέει σήμερα στην «Εφ.Συν.» η Ελένη Τάκου, λίγο πριν από την παρουσίαση του βιβλίου σήμερα στις 6.30 το απόγευμα στο Ινστιτούτο Γκέτε (Ομήρου 14-16, μιλούν οι συγγραφείς και συντονίζει ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης).
«Τα παιδιά των μεταναστών, που είναι ουσιαστικά Ελληνες πρέπει να πάρουν ιθαγένεια
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Δημήτρη Αγγελίδη
• Απέναντι σε μια αντιμεταναστευτική ρητορεία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, η Αριστερά δεν φαίνεται να καταφέρνει να αντιτάξει μια πειστική πρόταση. Γιατί;
Δυστυχώς, η κατασκευή στερεοτύπων για το μεταναστευτικό διαπερνά σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Από τη μια, έχουμε έναν ακροδεξιό κυβερνητικό σχηματισμό που χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό πρωτίστως ως υλικό προεκλογικής χρήσης, για να δημιουργήσει φοβία στο εκλογικό σώμα, και, στη χειρότερη περίπτωση, για να κλείσει το μάτι σε ακόμα πιο ακραία ακροδεξιά μορφώματα. Από την άλλη, ο κόσμος της Αριστεράς ή, ευρύτερα, ο κόσμος που βρίσκεται πιο κοντά σ’ ένα λόγο δικαιωματικό, κοιτάζει το μεταναστευτικό λίγο αμήχανα. Ελλείψει μιας συστηματοποιημένης πρότασης, καταφεύγει στις βασικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαν γραμμή άμυνας. Δεν λέμε ότι αυτό δεν είναι σημαντικό και απολύτως θεμιτό. Δεν μπορεί όμως να είναι το μόνο οπλοστάσιο που έχουμε. Υπάρχει μια ρεαλιστική λύση για το μεταναστευτικό, πολύ πιο επωφελής και με μικρότερο κόστος από τη μη λύση που προκρίνει ο ηγεμονικός σχηματισμός. Το θέμα είναι ποιος επωφελείται. Οι εργολάβοι του εθνικισμού, που κερδίζουν από την ακροδεξιά υστερία; Ή η κοινωνία, στην οποία εντάσσονται και οι μετανάστες; Για μας είναι σαφές από τα οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη πως κοινωνικά και δημοσιονομικά κοστίζει λιγότερο μια λύση που προσβλέπει στην καταγραφή, τη νομιμοποίηση και την ενσωμάτωση, παρά μια λογική καταστολής, αποκλεισμού και μόνιμης περιθωριοποίησης των ανθρώπων αυτών.
• Η θέση «νομιμοποίηση όλων των μεταναστών» έχει πάντως κατηγορηθεί για δογματισμό και άρνηση της πραγματικότητας.
Το βασικό πρόβλημα στη συζήτηση για τη μετανάστευση είναι ότι τσουβαλιάζει τους πάντες σε μία λέξη, χωρίς να διακρίνει ιδιαίτερες κατηγορίες και αποχρώσεις. Αν δούμε τις κατηγορίες των αλλοδαπών που ζουν στη χώρα, θα έχουμε μια ορθολογικότερη εικόνα. Υπάρχουν αυτοί που ζουν εδώ δέκα και είκοσι χρόνια κι έχουν αναπτύξει δεσμούς ζωής και εργασίας στη χώρα μας. Για λόγους που συνδέονται και με την κρίση, έχουν εκπέσει της νομιμότητας, επειδή δεν συμπληρώνουν για παράδειγμα τα αναγκαία ένσημα. Αυτοί πρέπει να τακτοποιηθούν νομικά. Το ίδιο και τα παιδιά των μεταναστών, που είναι ουσιαστικά Ελληνες και πρέπει να πάρουν ιθαγένεια. Αν αφαιρέσουμε τους παραπάνω, αυτοί που μένουν είναι θεαματικά λιγότεροι. Κατ’ αρχάς, πρέπει να καταγραφούν. Δεν είναι δυνατόν ένα κράτος να μη γνωρίζει πόσοι άνθρωποι ζουν στην επικράτειά του. Ανάμεσα σ’ αυτούς, βρίσκονται άνθρωποι που δικαιούνται άσυλο και πρέπει να έχουν γρήγορη πρόσβαση σ’ ένα δίκαιο σύστημα ασύλου. Οι συμβάσεις που έχουμε υπογράψει δεν είναι προαιρετικές ούτε επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε υπουργού. Για τους υπόλοιπους, πρέπει να δούμε ρεαλιστικά και ανθρώπινα τι δυνατότητες επιστροφής υπάρχουν. Ενας αριθμός δεν γίνεται να απελαθεί για διάφορους λόγους. Τι εξυπηρετεί να τους κρατάμε έγκλειστους σ’ αυτά τα άθλια κέντρα κράτησης και στα κρατητήρια; Γιατί να μην έχουν αναστολή απέλασης, με πρόσβαση στην αγορά εργασίας, ώστε να προσπαθήσουν να ενταχθούν, αντί να πληρώνουμε τόσα χρήματα για τον εγκλεισμό τους, μόνο και μόνο για να αφεθούν ελεύθεροι μετά από ενάμιση χρόνο, όταν θα έχουν αποκτήσει ψυχικά και ιατρικά προβλήματα από τις άθλιες συνθήκες εγκλεισμού; Κι έπειτα πρέπει να συζητήσουμε αν αυτοί που απομένουν αποτελούν πραγματικό βάρος στην οικονομία.
• Ο αρχηγός της αστυνομίας θα απαντούσε με το δόγμα «να τους κάνουμε το βίο αβίωτο».
Πρόκειται για άλλον ένα μύθο, που βασίζεται σε ιστορική άγνοια. Οι άνθρωποι που ξεριζώνονται για να κάνουν τόσα χιλιόμετρα υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα σταματήσουν από ένα φράχτη ή από το ενδεχόμενο της φυλακής. Ακόμα και αν απελαθούν ή επαναπροωθηθούν, θα ξαναπροσπαθήσουν να μπουν. Πρέπει να συζητήσουμε το θέμα της οικειοθελούς επιστροφής και να δούμε αν πραγματικά αυτοί που μένουν αποτελούν πράγματι βάρος στην οικονομία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ακόμα και στην κρίση οι μετανάστες δεν ανταγωνίζονται με τους Ελληνες στις θέσεις εργασίας. Ο μόνος παραγωγικός τομέας όπου υπάρχει σχετικός ανταγωνισμός είναι ο τομέας της οικοδομής. Κατανοούμε την αγωνία από την οποία προέρχεται το ερώτημα: «Πώς θα τους εντάξουμε όταν δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι τα βασικά;» Είναι όμως λύση να διώξουμε ή να απομονώσουμε κοινωνικά τους λίγους ανθρώπους αυτής της κατηγορίας που δεν μας ανταγωνίζονται στην αγορά εργασίας; Το ζήτημα είναι δύσκολο, δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις.
…………………………………………………………………………………………………
«Το «σφράγισμα των συνόρων» αποτελεί, απλούστατα, μια εξαγγελία που είναι αδύνατον να υλοποιηθεί. [...] Στον αντίποδα της εξαιρετικά συντηρητικής αλλά και εξαιρετικά ανεύθυνης κυρίαρχης ρητορείας, καλούμαστε σήμερα να επεξεργαστούμε μια ανθρώπινη και συνάμα ρεαλιστική πολιτική για το μεταναστευτικό. Με άλλα λόγια, μια αριστερή πολιτική», γράφουν ο Β. Παπαστεργίου και η Ελ. Τάκου στο βιβλίο τους «Η μετανάστευση στην Ελλάδα»