16/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΝΡΙ ΤΣΑΝΑΪ

«Τον ρατσισμό που φωτογραφίζω τον βίωσα κι εγώ»

Η έκθεσή του με τίτλο «Στην κόψη του κάδρου» είναι το κεντρικό εικαστικό γεγονός του 16ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Είκοσι τρία χρόνια στην Ελλάδα, ο Αλβανός καλλιτέχνης διάλεξε τη φωτογραφία για να γίνει κομμάτι μιας κοινωνίας που δεν τον αντιμετώπισε πάντα φιλικά, αλλά και για να εξελιχθεί σαν άνθρωπος.
      Pin It

Η έκθεσή του με τίτλο «Στην κόψη του κάδρου» είναι το κεντρικό εικαστικό γεγονός του 16ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Είκοσι τρία χρόνια στην Ελλάδα, ο Αλβανός καλλιτέχνης διάλεξε τη φωτογραφία για να γίνει κομμάτι μιας κοινωνίας που δεν τον αντιμετώπισε πάντα φιλικά, αλλά και για να εξελιχθεί σαν άνθρωπος

 

«Ακόμα δεν ξέρω τι να απαντώ όταν με ρωτούν αν είμαι Ελληνας ή Αλβανός. Πάντα θα παλεύουν μέσα μου οι δύο υπηκοότητες. Νιώθω μετανάστης. Νιώθω Ευρωπαίος. Παρ’ όλα αυτά, για την Ελλάδα γνωρίζω περισσότερα πράγματα. Αν πρέπει να αναζητήσω βοήθεια, στους Ελληνες φίλους θα στραφώ. Στην Αθήνα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Η επαρχία ακόμα μας αντιμετωπίζει ως πληγή. Οποτε πηγαίνω για θέμα εκτός πρωτεύουσας, το πρώτο πράγμα που μου λένε είναι πως οι Αλβανοί φταίνε για την κατάστασή τους. Για τους Ελληνες πάντα θα υπάρχει ένας κακός. Για τους Αθηναίους είναι οι Πακιστανοί, για την επαρχία οι Αλβανοί. Ξέρετε κάτι, όμως; Ποτέ δεν ένιωσα θυμό για τον τρόπο που με αντιμετώπισαν. Αν υποκύψεις στις προκλήσεις, παίζεις στο παιχνίδι του ρατσισμού. Κι εγώ δεν θέλω τέτοιες αδυναμίες

 

Της Ματούλας Κουστένη

 

Εντεκα χρονών, με όλα του τα υπάρχοντα σε μια τσάντα έκανε το ταξίδι Τίρανα-Αθήνα. Την εφηβεία του την πέρασε στα στενά του Κεραμεικού και του Κολωνού. Τα βράδια πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο, τα πρωινά δούλευε μαραγκός. Στα 20, με ό,τι οικονομίες είχε συγκεντρώσει, αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Σήμερα, έχοντας συμπληρώσει είκοσι τρία χρόνια στην Ελλάδα, ο ξεχωριστός Αλβανός φωτογράφος Ενρί Τσανάι κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα στο εξωτερικό, δίνοντας φωτογραφίες του σε ξένα έντυπα, διδάσκει στη σχολή φωτογραφίας της Leica, εργάζεται ως φωτορεπόρτερ στα «Νέα».

 

Απόψε το βράδυ στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης εγκαινιάζεται η δική του έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Ενρί Τσανάι: στην κόψη του κάδρου». Εικόνες αφοπλιστικές, που διηγούνται απίστευτες ιστορίες και φωτίζουν μια πλευρά της κοινωνίας που ο ίδιος γνωρίζει καλά, αυτή που κινείται ανάμεσα στο περιθώριο και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Πολλά μπράβο αξίζουν στον Δημήτρη Εϊπίδη που επέλεξε αυτές τις εικόνες για την έκθεση που θα «τρέχει» παράλληλα με το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (επιμελητής είναι ο Θάνος Σταυρόπουλος). Οι φωτογραφίες που εκτίθενται είναι θραύσματα από παλαιότερους και πρόσφατους θεματικούς του φακέλους: από το «City street» του 2006 μέχρι το πιο πρόσφατο «Shadow in Greece». Γεννημένος το 1980 στα Τίρανα, ο Ενρί, πριν φτάσει στην Ελλάδα, θεωρούσε ιδανικά τα παιδικά του χρόνια στην Αλβανία.

 

«Περνούσαμε καλά. Στα Τίρανα μέναμε σε μια ασφαλή περιοχή, στο κέντρο. Πηγαίναμε σινεμά, θέατρο. Ημασταν αυτό που θα έλεγε κανείς μεσαία τάξη. Ο μπαμπάς δούλευε σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε τρακτέρ. Η μητέρα μου ως πωλήτρια στην καλύτερη συνοικία, όπου υπήρχαν πολλά κυβερνητικά κτίρια, κι έτσι με κάποιον τρόπο δεν μας έλειψαν πράγματα. Εγώ τη θυμάμαι σαν μια ονειρική περίοδο. Μόνο όταν επέστρεψα στα Τίρανα μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα κατάλαβα ότι τελικά ένα παιδί δεν βλέπει την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα όχι τόσο από ανάγκη αλλά από περιέργεια, για να δουν πώς είναι ο έξω κόσμος. Δεν ήθελαν να μείνουν μόνιμα εδώ. Αλλά όταν φεύγεις από μια χώρα υπό κατάρρευση και επικίνδυνη κι έρχεσαι στην Ελλάδα, τότε αποκλείεται να αναζητήσεις ξανά την καταστροφή».

 

Ο ίδιος τι εικόνες έχει από εκείνες τις μέρες; «Θυμάμαι ότι έπρεπε να περιμένεις στις ουρές για να αγοράσεις τα πάντα: από ψωμί μέχρι νερό. Ευτυχώς, λόγω της περιοχής όπου δούλευε η μαμά, είχαμε πρόσβαση και σε αγαθά που σπάνιζαν. Και σοκολάτες είχα φάει και τσίχλες να φανταστείτε, που ήταν δυσεύρετες στη χώρα».

 

Η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήρθε στην αυλή του σπιτιού του στα Τίρανα. «Απέναντι ζούσε ένας ζωγράφος της κυβέρνησης, που φιλοτεχνούσε τα μεγάλα κλασικά πορτρέτα των κυβερνώντων. Ερχόταν στην αυλή μας και τα άπλωνε εκεί μέχρι να στεγνώσουν. Συχνά μας έβαζε και φτιάχναμε σφυροδρέπανα κι αστέρια. Ετσι αγάπησα τη ζωγραφική».

 

Η υποδοχή για ένα παιδί από την Αλβανία σε ελληνικό σχολείο της δεκαετίας του ’90 είναι αυτή που όλοι φανταζόμαστε. Μοναδικά του εφόδια οι πέντε-δέκα λέξεις που του είχε μάθει η γιαγιά λίγο πριν τον αποχαιρετήσει: «Είχε καταγωγή από τη Βόρεια Ηπειρο κι έτσι μας είχε μάθει: “Ψωμί”, “αλάτι”, “νερό”, “τι κάνεις;”. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι δεν αρκούσαν για να ενταχθούμε στην κοινωνία. Οταν οι συμμαθητές μου μάθαιναν Ιλιάδα, εγώ έκανα την αλφαβήτα. Στο Γυμνάσιο δυσκολεύτηκα πολύ. Στην αρχή όλες μου οι παρέες ήταν Αλβανοί. Κακά τα ψέματα, η γλώσσα είναι το πρώτο που σε δένει με κάποιον. Στο σχολείο ένιωσα τον πρώτο ρατσισμό. Είναι η στιγμή που αισθάνεσαι ότι δεν είσαι μέλος μιας κοινότητας. Δεν μου ήταν εύκολο. Στην Αλβανία ήμουν ένα παιδί μεσαίας τάξης που μάθαινε σκάκι και έκανε συλλογή γραμματοσήμων κι εδώ τα αντίστοιχα παιδιά δεν θα γυρνούσαν ποτέ να μου μιλήσουν τότε. Οι σχέσεις μου με τις γυναίκες ήταν ένας δεύτερος τομέας που με έκανε να νιώθω άβολα. Κι όμως, όταν πρωτοπέρασα από την Κακαβιά τα σύνορα, ταξιδεύοντας επί ώρες για να φτάσουμε στην Αθήνα, νόμιζα ότι είχα έρθει στο Λας Βέγκας. Δεν είχα ξαναδεί στους δρόμους φώτα και φωτεινές επιγραφές».

 

Μια μεγάλη φωτεινή επιγραφή είχε και το πρώτο μέρος όπου βρήκε κατάλυμα η οικογένειά του. «Για καιρό μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στην Ευριπίδου. Στους κάτω ορόφους κορίτσια που εκδίδονταν και στον τελευταίο εμείς. Εξι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο. Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν τότε. Οι γονείς μου έπρεπε να τα βάλουν όλα σε μια σειρά πριν τελειώσουν τα δολάρια που είχαμε μαζέψει για να έρθουμε. Είχαμε πουλήσει τα πάντα στην Αλβανία. Από τα έπιπλα ώς τις οικιακές συσκευές. Πάντα περίμενα ότι θα επιστρέφαμε. Κύλησαν τα χρόνια περιμένοντας την ανακοίνωση της επιστροφής. Τελικά κανείς μας δεν ξαναγύρισε».

 

Ηταν τόσο μεγάλο το πείσμα και η εσωτερική του δύναμη που πίστευε πως τίποτα δεν μπορεί να του στερήσει τη ζωή που διεκδικούσε. «Δούλεψα πολύ μόνος μου. Κυρίως διάβαζα για να νιώθω ισχυρός. Για να μη με πειράζουν και με χτυπάνε εκεί που ήμουν αδύναμος», λέει. Σχολείο πήγε στο νυχτερινό. Τα πρωινά δοκιμαζόταν σε διάφορες δουλειές: από οικοδομή μέχρι μαραγκός στα 120 Ενωμένα Εργοστάσια. «Συχνά, για να εξασκώ τα ελληνικά μου, έπαιρνα και διάβαζα τα βιβλία που είχαμε στην έκθεση των επίπλων για να στολίζουμε τις βιβλιοθήκες. Διάβαζα Εσε χωρίς να ξέρω τι είναι. Θυμάμαι, όταν πρωτοείπα στον προϊστάμενό μου ότι θα αφήσω το επάγγελμα του μαραγκού για να γίνω φωτογράφος, μου είπε: “Πας καλά; Θα πεινάσεις”».

 

Χωρίς να είναι σίγουρος ότι δεν θα πεινάσει, αλλά βέβαιος ότι η φωτογραφία είναι ο προορισμός του, γράφτηκε στη σχολή. Τελειώνοντας δούλεψε στο πλάι ενός φωτογράφου μόδας. Οχι μόνο για την εμπειρία, αλλά και γιατί η πρόσληψή του ήταν ο τρόπος να ανανεώσει την άδεια παραμονής του που έληγε. Την πρώτη του φωτογραφική μηχανή την αγόρασε με πολύ κόπο στα 20 του χρόνια. «Λίγο μετά μου την έκλεψαν. Επειτα πέρασα μια πολύ δύσκολη περίοδο. Η άδεια παραμονής ήταν ληγμένη, αγωνιζόμουν να βρω χρήματα να αγοράσω μια δεύτερη μηχανή κι όταν τα κατάφερα μου την ξαναέκλεψαν. Σκεφτείτε πως την πρώτη μου φωτογράφηση την έκανα με δανεική μηχανή. Οταν κάθομαι και σκέφτομαι πόσο έχω παλέψει για να γίνω φωτογράφος, απορώ πώς άντεξα. Σήμερα έχω την απάντηση: η φωτογραφία δεν ήταν μόνο ο τρόπος να γίνω κομμάτι μιας κοινωνίας που δεν με αντιμετώπισε πάντα φιλικά, αλλά και ο δρόμος που επέλεξα για να εξελιχθώ σαν άνθρωπος».

 

Σήμερα στα πρόσωπα που φωτογραφίζει δεν αναζητά την έκπληξη, δεν τον γοητεύει το άγνωστο. Οικειότητα αναζητά και ιστορίες, εικόνες, αναφορές με τις οποίες θα αισθανθεί πως συμπορεύεται. «Αγαπώ την documentary φωτογραφία. Θέλω να ξεκινώ μια ιστορία και να την ολοκληρώνω με τη δική μου ματιά. Να δίνω την εκδοχή μου. Είναι σαν να θέλω να συνδυάσω αυτό που αισθάνομαι με αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Ισως ψάχνω ακόμα τον εαυτό μου μέσα από τον φακό. Μαζεύω χρήματα και πηγαίνω στην Αλβανία, μπαίνω στα σπίτια των κατοίκων, πίνω καφέ και τρώω μαζί τους, ξαναζώ κομμάτια από δικές μου στιγμές. Σε γενικές γραμμές αυτό που με ιντριγκάρει είναι τα πρόσωπα και η κοινωνία. Κυρίως οι μετανάστες. Με αφορούν γιατί ξέρω τι βιώνουν και νιώθω αλληλέγγυος. Τον ρατσισμό που εισπράττουν οι νέοι μετανάστες που φωτογραφίζω τον βίωσα κι εγώ».

 

Είκοσι τρία χρόνια ήδη στην Ελλάδα και υπηκοότητα δεν έχει πάρει. Του αρκεί η δεκαετής άδεια παραμονής που έχει πλέον εξασφαλίσει. «Ακόμα κι εκείνοι που συμπλήρωσαν ήδη 20 χρόνια εδώ δεν είναι ενσωματωμένοι, γιατί ποτέ το κράτος δεν φρόντισε να τους αγκαλιάσει. Οσοι το έκαναν εντάχθηκαν με δική τους πρωτοβουλία. Αναρχα».

 

Υποθέτω ότι θα ήθελε να ψηφίζει. «Στις βουλευτικές εκλογές, όχι. Αλλά στις δημοτικές, ως πολίτης της Αθήνας, ως άνθρωπος που αντεπεξέρχομαι στις υποχρεώσεις μου, θέλω να μπορώ να επιβραβεύσω εκείνον που νιώθω ότι θα με προσέξει. Είμαστε μονίμως στην απ’ έξω, δεν έχουμε φωνή. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα δεν ξέρω τι να απαντώ όταν με ρωτούν αν είμαι Ελληνας ή Αλβανός. Πάντα θα παλεύουν μέσα μου οι δύο υπηκοότητες. Νιώθω μετανάστης. Νιώθω Ευρωπαίος. Θεωρώ ότι όλοι ανήκουμε στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, για την Ελλάδα γνωρίζω περισσότερα πράγματα. Επίσης, αν πρέπει να αναζητήσω βοήθεια, στους Ελληνες φίλους θα στραφώ. Στην Αθήνα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Η επαρχία ακόμα μας αντιμετωπίζει ως πληγή. Οποτε πηγαίνω για θέμα εκτός πρωτεύουσας, το πρώτο πράγμα που μου λένε είναι πως οι Αλβανοί φταίνε για την κατάστασή τους. Ακούω τη φράση: “Ε, εντάξει μωρέ, είσαι Αλβανός, δεν πειράζει”. Σαν να μου λένε “όλοι έχουμε ελαττώματα”. Για τους Ελληνες πάντα θα υπάρχει ένας κακός. Για τους Αθηναίους είναι οι Πακιστανοί, για την επαρχία οι Αλβανοί. Ξέρετε κάτι, όμως; Ποτέ δεν ένιωσα θυμό για τον τρόπο που με αντιμετώπισαν. Αν υποκύψεις στις προκλήσεις, παίζεις το παιχνίδι του ρατσισμού. Κι εγώ δεν θέλω τέτοιες αδυναμίες».

 

 * Η έκθεση «Ενρί Τσανάι: στην κόψη του κάδρου» στην Αποθήκη Β1, στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης, θα είναι ανοικτή καθημερινά από 10 π.μ.-6 μ.μ.

 

Scroll to top