Pin It

Του Παντελή Κυπριανού*

 

Συχνά στον τόπο μας ανακαλύπτουμε όψιμα χρονίζοντα προβλήματα. Αντί να τα θεραπεύσουμε άμεσα τα διογκώνουμε, τα ρίχνουμε στους άλλους και αυτο-αναγορευόμαστε σε θεράποντες σωτήρες. Ετσι και με τους λεγόμενους αιώνιους ή λιμνάζοντες φοιτητές. Το πρόβλημα παλιό, από το 1979. Με την εκκαθάριση τότε των μητρώων από τους 95.899 εγγεγραμμένους φοιτητές, 83.485 ήταν σε «κανονικά εξάμηνα φοίτησης» και 12.414 «πέραν των κανονικών εξαμήνων φοίτησης». Εκτοτε τα μητρώα δεν εκκαθαρίστηκαν και οι αριθμοί ευημερούν. Το πρόβλημα αναδείχτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν οι ελληνικές αρχές, σύμφωνα με τις κοινοτικές πρακτικές, ήθελαν να δείξουν ότι είχαμε πολλούς φοιτητές (ισχυρή Ελλάδα) αλλά και καλή αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων (πάλι ισχυρή Ελλάδα).

 

Οι αριθμοί αμείλικτοι, ιδιαίτερα στα παλιότερα πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ, οι «πέραν των κανονικών εξαμήνων φοίτησης» ξεπερνούσαν τους 52.000 το 1985 και τους 90.000 το 1994. Ο αριθμός τους ήταν υψηλότερος σύμφωνα με άλλη υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ, το Τμήμα Επιχειρησιακών Ερευνών & Στατιστικής. Το 1999 οι «πέραν» ανέρχονταν σε 145.793 και ξεπερνούσαν τους φοιτητές στα «κανονικά εξάμηνα φοίτησης» – 131.109. Αλλιώς, την εικοσαετία 1980-1999 οι πρωτο-εγγραφέντες στα ΑΕΙ ανέρχονται σε 548.725 και οι πτυχιούχοι σε 376.407 (διαφορά 172.319 φοιτητών).

 

Από το 2000 μέχρι σήμερα ο αριθμός των φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ υπερ-διπλασιάστηκε και προσέγγισε τις 600.000. Αντίστοιχα οι φοιτητές «πέραν των κανονικών εξαμήνων» έφτασαν τις 300.000. Με τον νόμο 4009/2001 η διάκριση ανάμεσα σε φοιτητές σε «κανονικά» και «πέραν» αντικαταστάθηκε από μία νέα, τριπλή διάκριση, ανάμεσα σε: ν (προβλεπόμενα εξάμηνα φοίτησης), ν+2 (προβλεπόμενα + 4 εξάμηνα φοίτησης) και πέραν των ν+2. «Κανονικοί» φοιτητές θεωρούνται όσοι ανήκουν στις δύο πρώτες κατηγορίες. Αντίθετα όσοι ανήκουν στην τρίτη κατηγορία, εκτιμώνται σε 180.000, θεωρούνται μη ενεργοί ή λιμνάζοντες και θα πρέπει, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Παιδείας, να διαγραφούν το τρέχον ακαδημαϊκό έτος (ήτοι μετά την εξεταστική του Σεπτεμβρίου) αν δεν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.

 

Δεν είναι του παρόντος το γιατί πολλοί φοιτητές καθυστερούν ή δεν παίρνουν πτυχίο. Σημειώνω μόνον ότι το πρόβλημα δεν είναι πρόσφατο, συνδέεται άμεσα με τη μαζικοποίηση του ελληνικού Πανεπιστημίου μετά το 1980 και συναρτάται με δύο μεταβλητές: το φύλο (πολύ εντονότερο στα αγόρια) και το αντίκρισμα του πτυχίου στην αγορά εργασίας.

 

Περισσότερο σημασία εδώ έχει το γεγονός ότι η αιωρούμενη διαγραφή δεν προβλέπεται, είναι άδικη και εσφαλμένη παιδαγωγικά, κοινωνικά και πολιτικά. Ο νόμος 4009/2011, νόμος Διαμαντοπούλου, που διέπει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, πάσχει από ασάφειες και ευθύνεται πολύ για τις δυσλειτουργίες των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Στο ζήτημα της διαγραφής που εισάγει είναι, ωστόσο, σαφής. Σύμφωνα με το άρθρο 80: «Οσοι φοιτητές συμπληρώνουν στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012 φοίτηση διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης του διπλάσιου αριθμού εξαμήνων από όσα απαιτούνται για τη λήψη του πτυχίου σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών προσαυξανόμενης κατά δύο εξάμηνα, θεωρείται ότι έχουν απολέσει αυτοδικαίως τη φοιτητική ιδιότητα από τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2013-2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον Οργανισμό του ιδρύματος».

 

ΑΕΙ και ΤΕΙ, συνεπώς, επιφορτίζονται με το ζήτημα αφού πρώτα ολοκληρώσουν τους Οργανισμούς τους. Πρόβλεψη εύλογη καθώς αυτά γνωρίζουν τα προβλήματα των φοιτητών τους. Αυτά γνωρίζουν ποιος φοιτητής πασχίζει να πάρει το πτυχίο και ποιος δεν πατάει ποτέ. Χρειαζόταν γι’ αυτό νόμος; Προφανώς, όχι. Γιατί δεν έγινε μέχρι τώρα; Προφανώς από έλλειψη της λεγόμενης πολιτικής βούλησης. Γιατί γίνεται τώρα; Η απάντηση δύσκολη, μπορούμε να εικάσουμε ότι εγγράφεται σε μια ευρύτερη επικοινωνιακή πολιτική κατάδειξης ότι η κυβέρνηση βάζει τάξη σε μια χρόνια αταξία.

 

Εχει νόημα η διαγραφή φοιτητών; Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η μακροχρόνια αποχή από τα μαθήματα και την εξεταστική διαδικασία, προφανώς ναι. Σε άλλες όχι. Οι λεγόμενοι «αιώνιοι» δεν επιβαρύνουν το κράτος, εφόσον δεν δικαιούνται καμία παροχή, επιβαρύνουν μόνο τους διδάσκοντες. Από την άλλη πλευρά, πολλοί «αιώνιοι», αφού πέρασαν τη δοκιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων, πασχίζουν σε πολύ δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες να πάρουν πτυχίο. Πρόκειται για αδυσώπητο, προσωπικό συχνά, αγώνα που σημαδεύει ζωές. Και ευτυχώς για τη χώρα μας αρκετοί από αυτούς τα καταφέρνουν, ακόμη κι αφού ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Κανένας δεν δικαιούται να τους στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο αυτό.

 

………………………………………………………………………………………….

 

* Αναπληρωτής πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Πατρών

 

Scroll to top