Δεν θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό από το να υμνήσει την τρόικα ο Ελληνας πρωθυπουργός κατά τη χθεσινή τριμερή σύνοδο κορυφής, παρουσία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο και του ιδίου ως προέδρου των «28». Ο κ. Σαμαράς είπε ότι, μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, ήλθε η ώρα για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη. Βγαίνουμε λοιπόν από την κρίση, κατά τον πρωθυπουργό μας, χάρη στις θυσίες του λαού και τη στήριξη των εταίρων.
Πώς τολμά και εκφράζει τέτοια βεβαιότητα, συμφωνώντας, μάλιστα, με τον Ρομπάι ότι αφήσαμε πίσω μας την κρίση; Οτι η Ελλάδα τα κατάφερε λόγω -κυρίως- εταιρικής αλληλεγγύης; Αλλά οι μεγαληγορίες πρέπει να σέβονται την πραγματικότητα. Η τελευταία διαψεύδει και τους εταίρους και τον κ. Σαμαρά, και τους το είπε ευθαρσώς η συνδικαλίστρια που αντιπροσώπευε την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων, η οποία τόνισε ότι δεν μπορούν να ακούγονται τέτοια φληναφήματα τη στιγμή που οι άνεργοι ανέρχονται στα 26 εκατομμύρια στην Ευρώπη (1,5 εκατ. στην Ελλάδα) και τα αυστηρά μέτρα λιτότητας αυξάνονται αντί να μειώνονται, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική ανισότητα.
Το αυτονόητο είπε η Ευρωπαία συνδικαλίστρια, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη όταν έχει μειωθεί δραματικά η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μετά την επίσης δραματική μείωση των μισθών τους και τις περικοπές στις συντάξεις. Η μεγάλη «επιτυχία» της Ελλάδας ήταν το πλεόνασμα του 2013, για το οποίο, όμως, ο πρωθυπουργός ξέχασε να προσθέσει ότι προήλθε από τις αιματηρές περικοπές που υπέστη ο αγρίως φορολογηθείς ελληνικός λαός και όχι από τη συνδρομή των τραπεζών λ.χ., των βιομηχάνων, των εφοπλιστών ή άλλων «αγαπημένων» του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Εχει σημασία να τονιστεί η αδιατάρακτη και ακλόνητη γνώμη των δύο εταίρων, ότι δηλαδή η κατάσταση στην Ε.Ε. βελτιώνεται, αλλά η ανάπτυξη είναι εύθραυστη και ότι πρέπει, πάση θυσία, να καταπολεμηθεί η ανεργία. Απλώς δεν ασχολήθηκαν με το πώς καταπολεμείται η ανεργία, κυρίως ανάμεσα στους νέους.
Καθώς φαίνεται, οι ανησυχίες των εργαζομένων δεν ταράσσουν τη στάση των εταίρων απέναντι στις κοινωνίες της Ευρώπης. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η δημοσιονομική σταθερότητα καθεμιάς χώρας ξεχωριστά, που θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να νομοθετούν υπέρ των στυλοβατών αυτών των κυβερνήσεων, υπέρ δηλαδή της αγοράς και του κεφαλαίου. Ως πολιτικά πρόσωπα, είναι απλά, διεκπεραιωτικά όργανα της τραπεζικής αγοράς και του απρόσωπου κεφαλαίου, αγνοώντας ιδεολογίες και κοινωνική μέριμνα. Γνωρίζουν ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αμφισβητείται, δεν είναι βέβαιο όμως ότι φοβούνται κάποια σπίθα κοινωνικής έκρηξης, διότι εάν φοβούνταν δεν θα ήταν τόσο αμετροεπείς, ή, έστω, τόσο υποκριτές.