30/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Η Ευρωπαϊκή Ενωση στον σύγχρονο κόσμο

Αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει να μετεξελιχθεί πολιτικά, μια και η οικονομία και η πολιτική είναι αδιαχώριστα πεδία.
      Pin It

Αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει να μετεξελιχθεί πολιτικά, μια και η οικονομία και η πολιτική είναι αδιαχώριστα πεδία

 

Της Βιβής Κεφαλά*

 

Η κλιμακούμενη κρίση που μαστίζει τον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και οι διεθνείς κρίσεις -που αφορούν και την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως αυτές της Συρίας, της Αιγύπτου ή της Ουκρανίας- θέτουν για ακόμη μία φορά το πρόβλημα της ευρωπαϊκής πορείας, αν όχι το πρόβλημα του εάν υπάρχει, πράγματι, ή όχι κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.

 

Είναι σαφές ότι τα δύο αυτά προβλήματα τέμνονται και είναι επίσης σαφές ότι μία ουσιαστική απάντηση, πέραν δηλαδή των κενών ρητορικών σχημάτων υπέρ ή κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι πολύ δύσκολη. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να σκιαγραφήσει τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αλλά και τους όρους με τους οποίους τίθενται.

 

Η λεγόμενη ευρωπαϊκή ιδέα αναπτύχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια ήπειρο που είχε καταστραφεί, που αιμορραγούσε αλλά και είχε διαιρεθεί, υπακούοντας στην αδήριτη λογική τού τότε σχηματιζόμενου διπολικού κόσμου. Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης αρχικά στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε βασισμένη σε οικονομικές ανάγκες, πράγμα που εξυπηρετούσε την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, χωρίς να διαταράσσει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της αμερικανικής υπερδύναμης. Αντίθετα, η ηγεμονική θέση της Ουάσινγκτον στη Δυτική Ευρώπη παγιώθηκε όχι μόνο εξ αιτίας του διπολισμού και της ένταξης της συντριπτικής πλειοψηφίας των δυτικοευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ αλλά και λόγω των συνεχιζόμενων, έστω και σε λανθάνουσα μορφή, ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών.

 

Τα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση της ΕΚΑΧ, χαρακτηρίζονται από την οικονομική ανάκαμψη κρατών, όπως η συντετριμμένη από το βάρος της ήττας και τη φρίκη του ναζισμού διαιρεμένη Γερμανία, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε ευρωπαϊκή οικονομική κινητήρια δύναμη της τότε ΕΟΚ, με πολιτικό μοχλό τη Γαλλία και ατλαντικό αντίβαρο στην ευρωπαϊκή ιδέα το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Ετσι, τα κράτη-μέλη της πολλαπλασιάζονται και εντάσσονται στο διευρυμένο ευρωπαϊκό οικονομικό σχήμα, μεταφέροντας σε αυτό τα εθνικά τους σύνδρομα, προβλήματα και φιλοδοξίες. Κατά συνέπεια, οι διαφορετικές οπτικές, αν όχι τα αλληλοαποκλειόμενα διακυβεύματα, εξαφανίζουν τον κίνδυνο δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου και, κατ’ επέκτασιν, το ενδεχόμενο αυτονομίας της Δυτικής Ευρώπης από το ευρω-ατλαντικό πλαίσιο.

 

Η κατάρρευση του διπολισμού, αντί να αποτελέσει έναυσμα για την ευρωπαϊκή αυτονόμηση, επιβεβαίωσε την αμερικανική ηγεμονία, ενώ αποτέλεσε τη βάση ανάπτυξης του γερμανικού πολιτικού επεκτατισμού. Την ίδια ώρα, το λεγόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα κερδίζει έδαφος με αιχμή του δόρατος τη στάση του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποδεικνύεται ανίκανη να διαχειριστεί την αλλαγή του διεθνούς συστήματος αλλά και πολύ διαιρεμένη ώστε να δημιουργήσει μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Αμυνας. Κατά συνέπεια, περιορίζεται στο να ακολουθεί την αμερικανική πολιτική και να λειτουργεί ως χρηματοδότης της, όχι μόνο διεθνώς αλλά και στην άμεση περιφέρειά της, όπως τα Βαλκάνια, η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή.

 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ενωση αρκείται στη χρηματοδότηση τρίτων κρατών και στη διατύπωση ευχολογίων, χωρίς να καταφέρνει να αρθρώσει πολιτικό λόγο και, πολύ περισσότερο, χωρίς ποτέ να αναλάβει κοινή και ουσιαστική πολιτική δράση. Αντίθετα, κράτη–μέλη της Ε.Ε. ασκούν τη δική τους πολιτική επιζητώντας την ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων.

 

Κομβικό σημείο για την πορεία της Ε.Ε. αποτέλεσε η επιλογή ανάμεσα στην εμβάθυνση των σχέσεων των κρατών–μελών της, από τη μία πλευρά, και τη διεύρυνσή της, από την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για μια σαφή πολιτική επιλογή, με πολύ σοβαρές συνέπειες, τόσο για την ευρωπαϊκή πορεία όσο και για τις σχέσεις της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ. Η επιλογή της διεύρυνσης, επομένως, προκρίθηκε όχι μόνο διότι εξυπηρετούσε τη δημιουργία ενός ισχυρού οικονομικού πόλου αλλά και διότι ευνοούσε τις ευρω-ατλαντικές σχέσεις, εντείνοντας τη ρωσική απομόνωση. Επίσης, η επιλογή αυτή παρείχε πεδίο ανάπτυξης των ενδοευρωπαϊκών αντιπαραθέσεων, που είχαν γίνει ήδη σαφείς με αφορμή τη βίαιη διάλυση της πάλαι ποτέ τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας.

 

Η αλλαγή του διεθνούς οικονομικού συστήματος με την ένταξη της Κίνας και της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου αποτελεί τομή για τις διεθνείς σχέσεις, καθώς το οικονομικό περιβάλλον αλλάζει δραστικά. Στο νέο αυτό περιβάλλον ξεσπά η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, κρίση που μεταφέρθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, και στην Ε.Ε. αλλά δεν περιορίστηκε, προφανώς, στο πεδίο της οικονομίας.

 

Αντιθέτως, η οικονομική κρίση στην Ε.Ε. μετατράπηκε σε ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στον «προηγμένο» ευρωπαϊκό Βορρά και τον «υπανάπτυκτο» ευρωπαϊκό Νότο, στον οποίο του λοιπού αποδίδονται όλα τα αμαρτήματα και ο οποίος κατηγορείται, θα έλεγε κανείς με όρους ρατσιστικούς, για τα πάντα. Ετσι, η οικονομική κρίση γίνεται εφαλτήριο ανάπτυξης του γερμανικού ηγεμονισμού, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα -έστω και σχετικά- ομαλής προσαρμογής των χωρών του Νότου και όχι μόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η Ε.Ε. χάνει την όποια αξιοπιστία μπορεί να διέθετε, καθώς η πολιτική που ακολουθείται, εν ονόματι μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας, δεν οδηγεί παρά στην καταστροφή των λιγότερο ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών. Ετσι, η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε πολιτική κρίση αλλά και κρίση θεσμών και αξιών, απομακρύνει τους πολίτες από την Ευρώπη, που δεν δημιουργεί καμία ελπίδα για το μέλλον. Αντίθετα, διατηρείται το άδειο κέλυφος ενός «κράτους – έθνους», το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να τους προστατεύσει αλλά μοιάζει να υπάρχει μόνο ως ο εγγυητής της αποπληρωμής των τοκογλυφικών οικονομικών υποχρεώσεων που δημιούργησαν διεθνή οικονομικά σκάνδαλα, διεφθαρμένες κυβερνήσεις και εσωτερικά πελατειακά πολιτικά συστήματα.

 

Είναι προφανές, επομένως, ότι η Ε.Ε. συνεχίζει να υπάρχει διότι αποτελεί ένα αναγκαίο σχήμα οικονομικής επιβίωσης σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το οποίο όμως με τα δεδομένα χαρακτηριστικά του δεν έχει καμία πολιτική προοπτική. Αν η Ευρωπαϊκή Ενωση θέλει να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει να μετεξελιχθεί πολιτικά, μια και η οικονομία και η πολιτική είναι αδιαχώριστα πεδία. Υπ’ αυτήν την οπτική, η Ε.Ε. στο διεθνές επίπεδο θα πρέπει να σταματήσει να αποτελεί παρακολούθημα των ΗΠΑ, ενώ στο εσωτερικό της θα πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα τη μετατρέψουν σε μια πολιτική οντότητα ουσιαστική, βιώσιμη και ελπιδοφόρα για τους πολίτες της.

 

Μέχρι τότε όμως, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι υπάρχει αντίλογος στην κυρίαρχη ιδεολογία της «ελεύθερης αγοράς», που, όπως αποδεικνύεται, οδηγεί τους πολίτες μόνο στην εξαθλίωση, τον πολιτικό μηδενισμό και, εν τέλει, τον νεοφασισμό. Είναι ανάγκη, επομένως, να καταπολεμηθεί η λογική της νεοφιλελεύθερης νομοτέλειας και διότι δεν ισχύει και διότι είναι καταστροφική.

 

Ετσι, ένα ουσιαστικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, καθώς και οι συμμαχίες που πρέπει να δημιουργήσουν οι ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η διαχείριση της κρίσης δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση αλλά στην παρόξυνσή της. Εκείνοι που συνεχίζουν να πιστεύουν στο ευρωπαϊκό ιδεώδες της Ευρώπης των λαών. Εκείνοι που είναι ρεαλιστές και ζητούν αυτό που τώρα φαίνεται αδύνατο.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………..

 

*Επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 

Scroll to top