30/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Η Ε.Ε. στη διελκυστίνδα Ρωσίας – ΗΠΑ

Το έλλειμμα συνοχής, τα αποκλίνοντα συμφέροντα, ο μονοδιάστατος τρόπος λήψης αποφάσεων, οι διογκούμενες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις και η διαφαινόμενη ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού στις επικείμενες εκλογές απομειώνουν αισθητά τις δυνατότητες της Ε.Ε. να κινηθεί δυναμικότερα στην παγκόσμια σκακιέρα.
      Pin It

Το έλλειμμα συνοχής, τα αποκλίνοντα συμφέροντα, ο μονοδιάστατος τρόπος λήψης αποφάσεων, οι διογκούμενες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις και η διαφαινόμενη ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού στις επικείμενες εκλογές απομειώνουν αισθητά τις δυνατότητες της Ε.Ε. να κινηθεί δυναμικότερα στην παγκόσμια σκακιέρα

 

Του δρος Κωνσταντίνου Φίλη*

 

Τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή την Ουκρανία, παρακολουθούμε την αναβίωση ψυχροπολεμικών ρητορικών, εν μέρει και αντιλήψεων. Η Δύση επιχειρεί να αναπτύξει μία ενιαία στάση έναντι της Ρωσίας, αλλά δεν είναι εύκολο να γεφυρώσει τα διιστάμενα συμφέροντά της ή να κρύψει την έκθεσή της ως προς τη Μόσχα, κάτι που η τελευταία γνωρίζει. Ωστόσο, αν με τη σειρά της δεν μετριάσει την κινητικότητα-επιθετικότητά της, σύντομα θα βρεθεί σε αδιέξοδο.

 

Γνωρίζουμε ότι η εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. είναι ασθενική και τις περισσότερες φορές ασθμαίνουσα. Συνήθως ένα μπλοκ κρατών, ανάλογα τα ειδικά τους συμφέροντα επί ενός θέματος, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και οι υπόλοιπες χώρες στοιχίζονται κατόπιν πίσω από αυτές τις θέσεις. Ετσι συνέβη και στην Ουκρανία. Βαλτικές Χώρες και Πολωνία ήδη από το καλοκαίρι του 2013, εκμεταλλευόμενες την προεκλογική περίοδο στη Γερμανία και την εμπλοκή της Γαλλίας στο Μάλι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, επιχείρησαν να επιβάλουν την ατζέντα τους εν όψει της συνόδου κορυφής στο Βίλνιους, βάσει της οποίας οι Βρυξέλλες θα έθεταν στην ουκρανική ηγεσία το δίλημμα «Ε.Ε. ή Ρωσία».

 

Η βαθιά ριζωμένη στερεοτυπική και εμμονική αντίθεσή τους σε οτιδήποτε ρωσικό, έσυρε το σύνολο της Ε.Ε. σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ο Γιανουκόβιτς, με επικρεμάμενη την απειλή της οικονομικής χρεοκοπίας, κλήθηκε να διαλέξει μεταξύ δυσάρεστων μεταρρυθμίσεων που προϋπέθετε η Συμφωνία Σύνδεσης και 600 εκατ. € που του προσφέρονταν και της ρωσικής πρότασης για μείωση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 30+% συν την εξαγορά ουκρανικών ομολόγων ύψους 15 δισ. $. Κατόπιν της καθ’ όλα εύλογης απόφασης που έλαβε, και με εμφανή πλέον την αδυναμία του να διαχειριστεί τις εγχώριες αντιδράσεις, «τιμωρήθηκε» αναγκασμένος να εγκαταλείψει άρον άρον τη χώρα του.

 

Την ίδια περίοδο οι ΗΠΑ επέλεξαν να μείνουν σε δεύτερο πλάνο, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ε.Ε., στην κατεύθυνση της μερικής δικής τους αποστασιοποίησης από περιοχές που δεν αποτελούν σήμερα προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής και εφόσον αντιλαμβάνονται ότι σε δεδομένες περιφέρειες άλλοι (εν προκειμένω η Ρωσία) είναι σε θέση να ορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη μοίρα τους.

 

Δεν αποκλείεται, πάντως, η Ουάσινγκτον να κινήθηκε στη λογική δημιουργίας επιπλέον εστίας έντασης στο εγγύς εξωτερικό της Μόσχας, επιδιώκοντας την αποδυνάμωση της τελευταίας μέσω του εξαναγκασμού της στη διάθεση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού σε συστηματική βάση για τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η παρατεταμένη αστάθεια στην Ουκρανία θα πλήξει εξίσου και την Ε.Ε., φαίνεται καθαρά ο κυνισμός των υπερατλαντικών μας συμμάχων. Μία άλλη εκδοχή της αμερικανικής στάσης είναι το Κίεβο, λόγω φυσικής γειτνίασης με τη γηραιά ήπειρο, να αποτέλεσε ένα πρώτο τεστ του εγχειρήματος συμπλήρωσης του κενού ασφαλείας που αφήνει η Ουάσινγκτον με εντονότερη ευρωπαϊκή παρεμβατικότητα στις εξελίξεις η αποτυχία του οποίου μπορεί να οδηγήσει τα ευρωπαϊκά κράτη να αναθεωρήσουν τη θέση τους αναφορικά με τον ρόλο των ΗΠΑ (επιζητώντας εν τέλει πιο έντονη παρουσία).

 

Η Ευρώπη, χωρίς να απουσιάζει από το διεθνές γίγνεσθαι, δεν μπορεί παρά να παραμείνει σε τροχιά εσωστρέφειας, τουλάχιστον μέχρι να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δικές της εγγενείς αδυναμίες. Το έλλειμμα συνοχής, τα αποκλίνοντα συμφέροντα, ο μονοδιάστατος τρόπος λήψης αποφάσεων, οι διογκούμενες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις και η διαφαινόμενη ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού στις επικείμενες εκλογές απομειώνουν αισθητά τις δυνατότητες της Ε.Ε. να κινηθεί δυναμικότερα στην παγκόσμια σκακιέρα.

 

Η αναχαίτιση της κινεζικής οικονομικής ισχύος, η γεωπολιτική αναβάθμιση της Ρωσίας, η ρευστότητα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, οι μεταναστευτικές ροές και τα συνεπαγόμενα θέματα ασφάλειας, καθώς και το δημογραφικό σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση που απειλούν τον κοινωνικό ιστό, καθίστανται οι επιτακτικές προς λύση προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και φυσικά καθηλώνουν την Ε.Ε. σε μια πιο συντηρητική πολιτική, με αποκορύφωμα την απροθυμία προώθησης της διεύρυνσης, στοιχείο που, αν μη τι άλλο, δημιουργεί έντονο προβληματισμό στις χώρες που βρίσκονται εδώ και καιρό στην αίθουσα αναμονής και των οποίων η υπομονή και η διάθεση ενδέχεται μεταγενέστερα να εξαντληθούν, υποχρεώνοντες τες να αναζητήσουν αλλού καλύτερη τύχη.

 

Μάλιστα, όπως καταδεικνύει και η κρίση στην Ουκρανία, ορισμένες ηγεσίες που προσφεύγουν στην Ενωση για να ενισχύσουν την ασφάλειά τους, νιώθουν περισσότερο ανασφαλείς ως προς την κατοχύρωσή τους μέσα από μία ενισχυμένη ή εταιρική σχέση μαζί της. Ενώ η απώλεια της ηθικής καθολικότητας της Δύσης και η κρίση αρχών αφυδατώνουν το επιχείρημα περί συμμετοχής σε ένα μπλοκ κρατών με αξιακό υπόβαθρο υπέρτερο των υπολοίπων.

 

Η δε αυτόματη υποχρέωση αλλαγής οικονομικού μοντέλου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, ως προαπαιτούμενου ενσωμάτωσης, είναι μάλλον ανασταλτικός παράγοντας, με τη σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία και τις επιβεβλημένες διαρθρωτικές αλλαγές να αποθαρρύνουν έτι περαιτέρω τα πρόθυμα προς ένταξη κράτη και ειδικότερα τις κοινωνίες τους. Οι Βρυξέλλες θα πρέπει να αντιληφθούν τα όρια εμπλοκής τους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δεν έχουμε την πολυτέλεια ανοίγματος νέων μετώπων, είτε πετυχημένων, είτε πολύ περισσότερο αποτυχημένων.

 

Η Ε.Ε. μοιάζει αυτή τη στιγμή ευάλωτη (π.χ. ενεργειακός τομέας, οικονομική διείσδυση Κίνας) και σε αναζήτηση προσανατολισμού, με συνέπεια, με εξαίρεση συγκεκριμένα ζητήματα, να αδυνατεί σε σημαντικό βαθμό να ακολουθήσει –πολλώ δε μάλλον να συνδιαμορφώσει– τις ευρύτερες ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως. Η δυσκίνητη γραφειοκρατία των Βρυξελλών συνήθως υποκαθίσταται από την κινητικότητα κρατών-μελών που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα μέσα από μια δήθεν κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Αποδεδειγμένα πλέον δεν λειτουργεί με επιτυχία το checks and balances, με το Ευρωκοινοβούλιο να μην μπορεί εν τοις πράγμασι να μετουσιώσει τις διευρυμένες εξουσίες του σε πρακτικό αντίκρισμα.

 

Εν κατακλείδι, οι γεωπολιτικές κρίσεις στην ευρύτερη περιοχή Μεσογείου, Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά και η «θερμή» αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης μάς «κυκλώνουν» και «βραχυκυκλώνουν». Επαναχαράσσονται σύνορα και σχέσεις, ενδεχομένως και ο χάρτης της Ευρασίας. Σε αυτό το εν εξελίξει διπλωματικό big bang, η Ευρώπη θα υποχρεωθεί αργά ή γρήγορα να περιχαρακωθεί οικονομικά, με συγκρατημένα ανοίγματα σε τρίτες αγορές, σε μια προσπάθεια να εμπεδώσει την επιρροή της κατ’ αρχάς στην ευρύτερη περιφέρεια και τον χώρο που θα προσδιορίσει ως φυσική της συνέχεια, δημιουργώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει εναλλακτικό μοντέλο, πρωτίστως για τις κοινωνίες πολιτών.

 

Η εξομάλυνση διαφορών και η ομαλοποίηση μέσα από την ανάπτυξη ενός οιονεί διαμεσολαβητικού και συνάμα σταθεροποιητικού ρόλου, καθώς και η συστηματική αναζήτηση περιφερειακών συνεργειών επωφελών για τις τοπικές ηγεσίες/οικονομίες πρέπει να αποτελέσουν το κύριο πρόταγμα για την ευρωπαϊκή πολιτική. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, συνεπάγεται αναθεώρηση αντιλήψεων και πρακτικών σε μια σειρά από χώρες και ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.

 

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η συμμετοχή στους ευρωατλαντικούς θεσμούς μάς εξασφαλίζει μεν έναντι μελλοντικών κινδύνων, προσφέροντάς μας σχετική σταθερότητα, εντούτοις, όχι στον επιθυμητό βαθμό. Συνεπώς, παράλληλα με την προσπάθεια αναθέρμανσης και ενίσχυσης σε εταιρικό επίπεδο, οφείλουμε να διευρύνουμε τους δεσμούς μας πέραν των παραδοσιακών σχηματισμών. Εν τη ελλείψει αλληλεγγύης δεν αποκλείεται στο μέλλον να υποχρεωθούμε να στηριχτούμε εν μέρει ή εν πολλοίς (ανάλογα τη συγκυρία) στις δικές μας δυνάμεις, προωθώντας τα συμφέροντά μας μέσω νέων –έστω και τακτικών– συμμαχιών.

 

* Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων

 

Scroll to top