Του Σπύρου Γεωργάτου*
Πολλοί θεωρούν ότι το διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα αποσπώντας μιαν άνετη πλειοψηφία, ή εάν η όποια νίκη του –αν υπάρξει- θα περιοριστεί σε ένα οριακό 0.5-1% πάνω από το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ανοίξει «επειγόντως» η συζήτηση για πιθανούς συμμάχους από τη δεξαμενή της λεγόμενης «κεντροαριστεράς». Και επειδή η ΔΗΜΑΡ δεν φαίνεται να συγκεντρώνει την κρίσιμη μάζα ενός «χρήσιμου» συμμάχου, η αναζήτηση συνομιλητών αναπόφευκτα θα επεκταθεί είτε προς τους «58 minus», είτε προς το «Ποτάμι», είτε –σε μια ακραία τροπή των πραγμάτων- προς την πλευρά της (μεταμοντέρνας και μετά-Βενιζέλο εκδοχή) της «Ελιάς». Αν αυτό συμβεί, η «αριστερή αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ θα βγει στα κεραμμύδια, με αποτέλεσμα έναν κύκλο εσωστρέφειας και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον συσχετισμό των δυνάμεων στην κεντρική πολιτική σκηνή. Συμπέρασμα: ενός κακού μύρια έπονται. Και για αυτό ακριβώς, τα περιθώρια για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πολύ στενά. Μόνο μια άνετη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που προοιωνίζει αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές εξυπηρετεί την προοπτική της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Γιατί πέρα από υπεραπλουστεύσεις και ωραιοποιήσεις, ισχύει σ’ αυτή τη συγκυρία –είτε το θέλουμε είτε όχι- ο κανόνας του «όλον ή ουδέν».
Είναι όμως αυτό το μόνο επίδικο στην επόμενη περίοδο πριν και μετά τις εκλογές; Ίσως όχι. Οι πιο υποψιασμένοι ανησυχούν και για κάτι άλλο που έχει να κάνει με την «οργανική σύνθεση» του ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως δηλαδή, ακόμη και μετά από μια άνετη νίκη, «ό,τι είναι ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια ριζοσπαστικό και ό,τι είναι ριζοσπαστικό δεν είναι πλέον ΣΥΡΙΖΑ». Σ’ αυτή την περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει χάσει τα «δόντια» του, ή –για να το πούμε πιο ποιητικά- τα «ρω» του (ο πληθυντικός κατά Ελύτη).
Το ενδεχόμενο αυτό, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, έχει μια λογική βάση. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές και οι ευρωεκλογές αποτελούν για το κόμμα που θεωρείται «κυβέρνηση εν αναμονή» την πρώτη άσκηση με «πραγματικά πυρά», την πρώτη δοκιμή «στο πεδίο». Η συγκυρία απαιτεί συγκεκριμένες -και «χειρουργικά» εύστοχες- επιλογές σε πρόσωπα και πολιτικές. Δυστυχώς όμως, το τοπίο που αναδύεται τους τελευταίους μήνες στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει εκλογών δεν είναι εκείνο που θα περίμενε κανείς -όπως περιγράφει άλλωστε, με τον ιδιαίτερα διαπεραστικό τρόπο του, ο Θανάσης Καρτερός σε πρόσφατο άρθρο του στην ΑΥΓΗ. Διαγκωνισμοί, αυτο-προβολή, επιλογές που στηρίζονται κυρίως –ή μόνο- στη λεγόμενη «διαθεσιμότητα» και πολύ απέχουν από το να είναι αξιολογικές, «καπέλα» και μερικές φορές ένας απροκάλυπτος παραγοντισμός. Aυτοί που γνωρίζουν καλά την ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι σε αυτή τη διαδικασία, που αποξενώνει τον ριζοσπαστικό-κινηματικό κόσμο από το κόμμα το οποίο έχει ως τώρα υποστηρίξει, δεν μετέχουν όλες οι «φυλές» στον ίδιο βαθμό. Πρωτοστατούν από ό,τι φαίνεται τα στελέχη του πάλαι ποτέ «Συνασπισμού» και πολύ λιγότερο τα νέα μέλη και οι «μεταγραφές» -που αποδεικνύονται πιο μετριοπαθείς απ’ ό,τι θα φανταζόνταν κανείς. Όμως η μοίρα του «όλου ΣΥΡΙΖΑ», του «ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ» και όποιων τον ακολουθούν θα είναι η ίδια: ή του ύψους ή του βάθους.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιολόγος για να καταλάβει ότι οι πελατειακές σχέσεις, τα εξουσιαστικά σχήματα, οι μηχανισμοί, τα τερτίπια, είναι καλά εμπεδωμένα στο πολιτικό οικοδόμημα και ότι κανείς -με ή χωρίς «ρω»- δεν εξαιρείται από αυτό. Πώς να γίνουν λοιπόν πραγματικές –και πραγματιστικές- συμμαχίες όταν οι μηχανισμοί που λειτουργούν στο εσωτερικό των κομμάτων, από ΚΚΕ μέχρι ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ, ενδιαφέρονται μόνο για την ομοιοστασία και την αναπαραγωγή του εαυτού τους; Χρειάζεται –προφανώς- ένα ακόμη «ρω»: το «ρω» πλάγιο της ρήξης με τα ήθη και τα έθιμα της «παραδοσιακής» Αριστεράς, ανανεωτικής και μη. Αυτή η κουλτούρα κι αυτό το πολιτικό «Ήθος» είναι βασικές προυπόθεσεις για να υλοποιηθεί πρακτικά η «συμμετοχή», να κινητοποιηθεί ο κόσμος, να ουσιαστικοποιηθεί η όποια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και να αποκτήσει η ριζοσπαστική Αριστερά την πολιτική Ηγεμονία που θα ανοίξει την πόρτα σε πραγματικές συμμαχίες, με πραγματικούς συμμάχους και σε πραγματικό χρόνο. Αν οι επιτελείς και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντιληφθούν εγκαίρως τα μηνύματα που στέλνει ο κόσμος και ερμηνεύσουν σωστά την επιφυλακτικότητά του, το «κακό» σενάριο θα γίνει λιγότερο πιθανό. Αλλιώς, όλοι μαζί –και εννοώ πλέον όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ- αλλά όλη την Αριστερά- καλή αντάμωση στα … «γουναράδικα».
Τι παει να πει όμως «ρήξη»; Ακούγεται σαν ευχή, σαν ένας όρος κενός περιεχομένου αν δεν προσδιορίσει κανείς τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του και την ειδοποιό διαφορά που τον διακρίνει από τους κάθε λογής «αριστερούς» τυχοδιωκτισμούς και άτοπα στα οποία οδηγεί ο ιστορικός βολονταρισμός της Αριστεράς. Κι όμως, η αρχή του πράγματος είναι αφοπλιστικά απλή –και ελάχιστα «ακραία». Ρήξη θα πει, όχι μόνο να τραβάς μια γραμμή απέναντι στο ως τώρα ισχύον, αλλά και να συμπληρώνεις το κενό που προκύπτει από την άρνηση του ισχύοντος με προγραμματική ουσία, για να μην «επουλωθεί» η τομή που έγινε σε χρόνο μηδέν και προκύψει πάλι το ίδιο.
Ας γίνω σαφέστερος. Παρακολούθησα τις προάλλες τη γλαφυρή περιγραφή-ενημέρωση που έκανε στους καθ’ ύλην αρμόδιους του ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων ένας νέος πτηνοτρόφος από τη συνεταιριστική εταρεία «ΠΙΝΔΟΣ». Μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση αφ’ενός η συγκρότηση και η τετράγωνη λογική αυτού του νέου ανθρώπου, αλλά και το δαιδαλώδες κύκλωμα συναλλαγής και διαφθοράς που αποτύπωνε με τα λεγόμενά του. Όταν έφυγα από τη συνάντηση, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η αναδιάρθρωση και η εξυγίανση μιας συνεταιριστικής επιχείρησης –που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της πρωτογενούς παραγωγής- είναι ο άλλος τρόπος για να πει κανείς «ρήξη με το συστημικό κύκλωμα αγροτικών και κτηνοτροφικών συνεταιρισμών», ή περίπου «ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και τις παραφυάδες του». Ρήξη τόσο ως προς το εργασιακό ήθος, όσο και ως προς τους στόχους. Γιατί η αλλαγή αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο την απόρριψη του ισχύοντος και την εισαγωγή ενός διαφορετικού επιχειρησιακού πλάνου, αλλά και μερικά «ψιλά» που έχουν γενικότερη εφαρμογή και σημασία: πρώτα απ’ όλα το να εμπιστευθεί κανείς νέους ανθρώπους και όχι τους δήθεν έμπειρους «τεχνικούς της εξουσίας» και τα «στελέχη» που ανακυκλώνονται ανάμεσα στα διάφορα κόμματα και τις αυτοδιοικητικές παρατάξεις και δεύτερον το να εφεύρει νέους δρόμους συλλογικής διοίκησης και εκπόνησης επιχειρησιακού σχεδιασμού, όπου η ουσία θα αντιδιαστέλλεται διαρκώς από τα «φούμαρα». Ό,τι ισχύει για την «ΠΙΝΔΟ» ισχύει ίσως και για πιο «ευγενείς» θεσμούς όπως το Πανεπιστήμιο, τα Νοσοκομεία και η Δημόσια Διοίκηση.
Με παλιά υλικά δεν χτίζεται καινούργιος κόσμος. Ας το πάρουν λοιπόν χαμπάρι κι ο ΣΥΡΙΖΑ και η άλλη Αριστερά: έχει κάτι «φυντάνια» η κοινωνία που δε μασάνε τα λόγια τους και δεν «στρογγυλεύουν» τα γωνιώδη και τα οξύμωρα. Αυτό το συνάφι, που αποτελεί το πρόπλασμα μιας νέας εποχής, γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τη «μούρη», την «πόζα» και την «αυθεντία», όπως βέβαια και το μπαρόκ της «επαναστατικής» Αριστεράς. Μιλάνε λίγο, έχουν τη «σοφία του δρόμου» και ριψοκινδυνεύουν διαρκώς, ακροβατώντας ανάμεσα στα πτυχία τους και το περιθώριο. Ο άσχετος μπορεί να τους πάρει για «αδιάφορους», «απολίτικους», ή «αναρχικούς του γλυκού νερού». Όλα αυτά βέβαια μέχρι ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μας κλείσουν πονηρά το μάτι όταν αρχίσουμε το κήρυγμα και τις νουθεσίες. Παραφράζονας το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί», θέτω λοιπόν επί τάπητος ένα άλλο ερώτημα: αυτούς ψάχνει η Αριστερά ή … τον Μπίστη;
……………………………………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων