Του Σωτήρη Μανιάτη
Σχεδόν δύο χρόνια τώρα ακούμε υπουργούς, αναπληρωτές και αρκετούς βουλευτές της συγκυβέρνησης να πιπιλίζουν την ίδια καραμέλα μόλις φτάνει η ώρα να περάσει ένα νομοσχέδιο και αντιμετωπίζονται προβλήματα: «δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος…». Τώρα ακούσαμε και πάλι τα ίδια για το γάλα, τα φάρμακα, τις τράπεζες.
Πότε όμως θα είναι επιτέλους αυτός ο κατάλληλος χρόνος; Και πώς γίνεται η κυβέρνηση να διαθέτει επτά μήνες, υποτίθεται, για σκληρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αλλά ελάχιστο χρόνο και με το ζόρι για να συζητηθούν οι διατάξεις ενός πολυνομοσχεδίου; Και γιατί πρέπει όλα να συζητιούνται (λέμε τώρα) στο παρά πέντε;
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα διακυβέρνησης, τα περισσότερα νομοσχέδια περνούν με τη μορφή του κατεπείγοντος ή με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ή με μια σειρά διαφορετικών διατάξεων που τσουβαλιάζονται σε δύο άρθρα, για να ψηφιστούν στη Βουλή. Τι σόι Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι αυτή; Ως πότε θα λαμβάνονται αποφάσεις με εκβιαστικά διλήμματα; Γιατί κάποιος βουλευτής πρέπει να συμφωνεί ή να διαφωνεί και με τις αλλαγές στο γάλα, και με εκείνες στα φαρμακεία, και με τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος σε ένστολους, συνταξιούχους, άνεργους, και με τις διατάξεις για τις τράπεζες, και πάει λέγοντας;
Πέρα από όλα αυτά, όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι στη χώρα μας εξακολουθούμε να συζητάμε για το χθες και αδυνατούμε να σχεδιάσουμε για το αύριο. Οι τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές φέρνουν ανατροπές στον πρωτογενή τομέα, την ενέργεια, τις υπηρεσίες, τη μεταποίηση κ.α. Αντί να σχεδιάζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ξαναστήσουμε τον πρωτογενή τομέα μας, τις υπηρεσίες μας ώστε να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις, συζητούμε επί εβδομάδες για το αν το γάλα θα γράφει φρέσκο ή όχι, αν θα αναγράφει πέντε, επτά ή έντεκα ημερών, αν τα φαρμακεία θα βρίσκονται και σε σουπερμάρκετ ή όχι. Δεν εννοώ ότι δεν πρόκειται για ζητήματα που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, αλλά ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά θέματα που παραμένουν χωρίς συζήτηση, δίχως σχεδιασμό και σύντομα θα ξαναβρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Την ίδια ώρα που η είσοδος στην ψηφιακή εποχή δημιουργεί ευκαιρίες ανάπτυξης, νέες θέσεις εργασίας, αλλά και δυνατότητα μεγαλύτερης απόδοσης στο Δημόσιο, εμείς εξακολουθούμε να… «κοιτάμε το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι». Ξεπουλιέται ή μένει ανεκμετάλλευτος δημόσιος πλούτος, ενώ την ίδια ώρα το πιο νέο, φρέσκο και δυναμικό στελεχικό προσωπικό αναγκάζεται να μεταναστεύσει αναζητώντας διέξοδο. Και αυτό το δυναμικό, οι σπουδές του οποίου κόστισαν επί χρόνια στους γονείς τους, αλλά και στο κράτος, θα αποδώσει τις δυνατότητές του αλλού, αφού εδώ οι πόρτες παραμένουν ερμητικά κλειστές. Οι όποιες συζητήσεις, διαβουλεύσεις και πάει λέγοντας γίνονται επιφανειακά, για επικοινωνιακούς λόγους, σε στενά, ασφυκτικά περιθώρια, λόγω υποχρέωσης, για να καταλήξουμε σε προειλημμένες αποφάσεις και όχι για να ακουστούν νέες ιδέες, απόψεις, σχέδια ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα, κοινές συνισταμένες και λύσεις που μπορεί να μας οδηγήσουν στο αύριο.
Δημιουργική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει με εκβιαστικά διλήμματα και υπό ασφυκτικά περιθώρια. Δεν μπορεί να γίνει αποσπασματικά, χωρίς προτάσεις για μεταρρυθμίσεις πάνω σε έναν καμβά που θα αφορά όλο το πλαίσιο.
Σήμερα μπορεί να… «χρύσωσαν» το χάπι στους κτηνοτρόφους αλλά δεν τους άκουσαν. Το έπραξαν για να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις, όχι τόσο των ιδίων όσο των βουλευτών των κομμάτων τους, που απειλούσαν να καταψηφίσουν το πολυνομοσχέδιο. Αλλά τους ίδιους τους κτηνοτρόφους τους αφήνουν και πάλι χωρίς «εφόδια», δίχως «εξοπλισμό» για τις ανατροπές που έρχονται, και σύντομα θα βρεθούν εκ νέου ανέτοιμοι να απαντήσουν στις προκλήσεις και να αντεπεξέλθουν στη διαφαινόμενη… επέλαση των εκτός συνόρων «συναδέλφων» τους. Οσο για το θέμα των τραπεζών, είναι σαν να μην άκουσε κανείς τίποτε. Στα κανάλια οι δημοσιογράφοι αναρωτιούνταν για το «όχι» του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, αλλά κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς ψηφίστηκε για τα πιστωτικά ιδρύματα. Μάλλον και πάλι κάποιους δεν βόλευε…