Του Θ. Η. Καραγιάννη*
Καλός και αναγκαίος ο πατριωτισμός, αλλά να μη μας κακοφαίνεται όταν και οι άλλοι σκέφτονται το ίδιο… Αν θέλουμε λοιπόν να βρούμε μια συνισταμένη, καλό θα είναι πρώτα να αποδεχτούμε κάποια στοιχειώδη πράγματα. Οπως ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο έγινε από μια ξενοκίνητη στρατιωτική ελληνική δικτατορία, χωρίς νομιμοποίηση ούτε από τον ελληνικό ούτε από τον κυπριακό λαό. Ωστόσο, το βάρος πέφτει στην Ελλάδα, που ως «συνεγγυήτρια» δεν μπόρεσε να αποτρέψει το δεύτερο «μίνι» πραξικόπημα στην Κύπρο.
Η τουρκική εισβολή πραγματοποιήθηκε από την άλλη «συνεγγυήτρια», την Τουρκία, με τη δικαιολογία (ή πρόφαση) να διασφαλίσει τη ζωή και τις περιουσίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας (περίπτωση Κριμαίας σήμερα). Και ως τέτοια κίνηση βρήκε ένα πρώτο έρεισμα στις Συνθήκες της Ζυρίχης και Λονδίνου του 1960 μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Ωστόσο αποτελεί κοινή διεθνή παραδοχή ότι τόσο η αιματηρή επέμβαση το 1974 όσο και η διατήρηση 40.000 Τούρκων στρατιωτών στη Β. Κύπρο μέχρι σήμερα ήταν και είναι μια επέμβαση προφανώς «ασύμμετρη».
Η παλινόρθωση της πρότερης συνταγματικής κατάστασης στην Κύπρο, μέσω της διπλωματικής οδού και προσφυγών, χωρίς άλλα «υπομόχλια», όσο και να το προσπαθεί η Κύπρος και η Ελλάδα, είναι μια προσδοκία ανέφικτη που δεν έχει προηγούμενο. Οι εθνικές απώλειες ανακτώνται με άλλα μέσα και επ’ ευκαιρία διεθνών συγκυριών. Εξάλλου, το ανέφικτο της παλινόρθωσης έχει και μια εθνικομεταφυσική αιτία: θα λειτουργούσε εντελώς αντίστροφα στη συλλογική συνείδηση των δύο αντιπάλων: οι νικητές θα έχαναν τον λόγο της επέμβασης και της θυσίας των δικών τους, ενώ αντίθετα οι νεκροί των ηττημένων θα έβρισκαν τη μεγαλύτερη δικαίωση!
Σήμερα επιχειρείται νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού με βασικό κορμό το «σχέδιο Ανάν», γιατί, διαβάζοντας το «κοινό ανακοινωθέν», παρατηρούμε ότι ενώ γίνεται μόνο μια αναφορά στη «δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία», γίνονται εφτά αναφορές στα «συνιστώντα κράτη». Κι αν κάποιος αντιλέξει πως πρόκειται για απλή παρερμηνεία του όρου «states», εμείς ξέρουμε καλά ότι άλλο πράγμα «πολιτείες» (π.χ. ΗΠΑ) κι άλλο πράγμα «κράτη» συνομοσπονδίας (πιθανή αυριανή Ε.Ε.). Γι’ αυτό και οι δύο ηγέτες που το προωθούν φαίνεται να συμφωνούν, αλλά μέσα από ένα είδος «χαλασμένου τηλεφώνου»…
Πάντως αν κρίνουμε απ’ την «υποδοχή» που είχε το πρόσφατο ανακοινωθέν, νομίζουμε πως και το νέο σχέδιο θα έχει την τύχη του παλιού: απόρριψη από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αν βέβαια ο Ερογλου δεχόταν ένα άλλο ανακοινωθέν με κρυστάλλινη τη δικοινοτική ομοσπονδία, πιθανόν να το απέρριπτε η τουρκοκυπριακή πλευρά! Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε πως η κυπριακή κυβέρνηση, με τη συνεπικουρία της Ελλάδας, χρόνια τώρα προβάλλει δύο διαφορετικά ζητήματα σε μία «συσκευασία»: α. Να φύγει ο κατοχικός στρατός από το νησί και β. Να οικοδομηθεί μια κρατική βιώσιμη οντότητα ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Το πρώτο ήταν και είναι ζήτημα διεθνούς δικαίου, αρμοδιότητας του ΟΗΕ, που το Συμβούλιο Ασφαλείας, πέραν των «αθώων» ψηφισμάτων, έπρεπε να είχε ήδη επιβάλει, αλλά δεν το έκανε. Το δεύτερο είναι μια συνθήκη ειρήνης και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο εθνότητες, που, αν επιτευχθεί, θα λύσει και το πρώτο ζήτημα. Αλλά ως τέτοια, ούτε επιβάλλεται ούτε επιτυγχάνεται μονομερώς. Προϋποθέτει αμοιβαιότητα και ταύτιση βουλήσεων. Αν συμφωνήσουμε σ’ αυτό, ότι προέχει δηλαδή να εκφραστεί η βούληση των δύο κοινοτήτων, τότε ευλόγως αυτή η επιδίωξη θα πρέπει να είναι και η αφετηρία της διαπραγμάτευσης.
Ετσι, αντί τα σχέδια επίλυσης να ετοιμάζονται σε κάποια διπλωματικά γραφεία και να προτείνονται στην κρίση του κυπριακού λαού εκ των υστέρων, θα ήταν πιο ρεαλιστικό να ξεκινούσαμε ανάποδα. Συγκεκριμένα: Ενα καινούργιο «κοινό ανακοινωθέν» θα πρέπει να περιλαμβάνει: 1. Τις τρεις εναλλακτικές λύσεις: α. δικοινοτική-διζωνική. β. ομοσπονδιακή με δύο «συνιστώσες πολιτείες» γ. συνομοσπονδιακή με δύο «συνιστώντα κράτη». Και 2. Τις βασικές ρυθμίσεις πάνω στη Διοίκηση, το εδαφικό και το περιουσιακό για κάθε μία περίπτωση. Οι παραπάνω εκδοχές (α, β, γ,) πρέπει να αποτελέσουν τα ερωτήματα που θα τεθούν ενώπιον των δύο κοινοτήτων. Σε ορισμένη ημερομηνία από την υπογραφή του «κοινού ανακοινωθέντος» θα πρέπει να διενεργηθούν ταυτόχρονα δημοψηφίσματα όπου οι δύο κοινότητες θα αποφασίσουν ποια από τις παραπάνω λύσεις-εκδοχές προσδοκούν. Θα κατισχύσει ασφαλώς εκείνη που θα συγκεντρώσει πάνω από τα τρία πέμπτα του εκλογικού σώματος. Διαφορετικά, οι δύο πλειοψηφούσες λύσεις θα επανατεθούν σε νέο δημοψήφισμα ώστε να επικρατήσει η μία εκ των δύο.
Εν όψει όμως των δύο δημοψηφισμάτων, τα ΜΜΕ σε όλο το νησί και με την παρουσία διεθνών παρατηρητών θα είναι ανοιχτά σε ενημερωτικές συζητήσεις από εκπροσώπους και των δύο κοινοτήτων όλων των εναλλακτικών προτάσεων. Γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να υπάρξει πλατιά ενημέρωση για λύση που δεν θα υπαγορεύεται από «χωριστικούς» στείρους εθνισμούς του τύπου νίκη-ήττα, αλλά από το πνεύμα της επικείμενης ενότητας και ειρηνικής συνύπαρξης. Σε περίπτωση που στα δημοψηφίσματα των κοινοτήτων οι λαοί καταλήξουν σε διαφορετικές λύσεις, η τελική κρίση, με προηγούμενη υπογραφή «συνυποσχετικού» των δύο κοινοτήτων, θα τεθεί υπό διεθνή διαιτησία (Δικαστήριο της Χάγης) έτσι ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συμβιβαστική προσέγγιση των δύο πλευρών. Ολα τα υπόλοιπα ζητήματα θα έλθουν σαν φυσικά επακόλουθα της βασικής κατάληξης του συνταγματικού-συντακτικού ερωτήματος. Τέλος, θα πρέπει να διαλέξουμε: ή το αφήνουμε το πρόβλημα όπως είναι ελπίζοντας σε ευνοϊκότερες συνθήκες διεθνώς ή θα δεχτούμε έναν συμβιβασμό σε ελάσσονα ζητήματα, προκειμένου να πετύχουμε τα μείζονα που είναι η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων κατοχής. Ολα μαζί δεν γίνονται.
……………………………………………………………………………………….
*Επίτιμος δικηγόρος Αθηνών