Του Βαγγέλη Καραγεώργου
Παρά την προφανή προεκλογική και ψηφοθηρική της χρησιμότητα και παρά την καταστροφική της συνέπεια στην ενδεχόμενη διαπραγμάτευση περί της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η έξοδος της χώρας στις αγορές φάνηκε να πετυχαίνει έναν επικοινωνιακό της στόχο: να φέρει για ακόμη μία φορά τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση αυτού που προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας· να πρέπει να αποδείξει γιατί είναι καταστροφικό οικονομικά το προεκλογικό κυβερνητικό τρικ.
Ο λόγος που φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν είναι επικοινωνιακός αλλά πολιτικός. Με δεδομένη την απουσία κινήματος αλλά και την εχθρική στάση των ΜΜΕ απέναντί του, το κόμμα της Αριστεράς βρέθηκε να δίνει κρίσιμες πολιτικές μάχες σε εχθρικό γήπεδο. Στο γήπεδο της τρομοκράτησης του ελληνικού λαού, ότι η αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πετάξει τη χώρα έξω από την ευρωζώνη. Ενα μπαράζ τρομοκράτησης που συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές του 2012 φέρνοντας τα στελέχη της Αριστεράς στη θέση του απολογούμενου για το αν είναι υπέρ ή κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η σφοδρότητα της επίθεσης ήταν τέτοια, που διαμόρφωσε τους όρους ώστε η Αριστερά να είναι αυτή που ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.
Επειδή αυτές οι ευρωεκλογές είναι η μεγάλη ευκαιρία για τον λαό να απαλλαγεί από την κυβέρνηση Σαμαρά και τις πολιτικές της λιτότητας, έχει γίνει ξεκάθαρο σε πλατιά στρώματα ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ ένα ποσοστό που να απονομιμοποεί την κυβερνητική πλειοψηφία. Πρέπει όμως κι εκείνος να πείσει όσους ακόμη διστάζουν ότι εννοεί στα σοβαρά την ανατροπή της κυβέρνησης και των πολιτικών της. Για να το κάνει αυτό πρέπει να ανακτήσει την πρωτοβουλία στον πολιτικό διάλογο για την Ευρώπη. Πρέπει η Αριστερά να αλλάξει πίστα και να αναπλαισιώσει τη συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πόσω μάλλον που η υποψηφιότητα Τσίπρα είναι πανευρωπαϊκή και το πρόβλημα της Ελλάδας συνδέεται άμεσα με την πολιτική κατάσταση στην Ενωση.
Την ώρα που όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού, που έχει ηγεμονεύσει πλήρως, οι όρκοι πίστης στην Ευρώπη και άχρηστοι είναι και λάθος. Την ώρα που η πολιτική χάνει συνεχώς έδαφος από τις αγορές για τον έλεγχο της Ε.Ε., ένας φιλοευρωπαϊσμός ίδιος και απαράλλακτος με 10 χρόνια πριν, δεν πείθει.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η Αριστερά μπορεί να κάνει σημαία της τη διάλυση της ευρωζώνης. Ούτε με την έξοδο από την ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή μπορεί να δημιουργήσει πλειοψηφικό ρεύμα στην Ελλάδα. Αλλωστε δεν πρόκειται για μία μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των ξένων γενικώς. Την ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα δεν τη δημιούργησαν οι Γερμανοί, αλλά οι καπιταλιστές και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν επιλέξει από κοινού Ελληνες και Ευρωπαίοι. Αρα το μέτωπο του «πολέμου» δεν είναι μεταξύ Ελλήνων και ξένων, αλλά πανευρωπαϊκό, ανάμεσα σε αυτούς που υφίστανται τη νεοφιλελεύθερη καταστροφή, από τη μία, και αυτούς που τη δημιουργούν, από την άλλη.
Αυτό το τελευταίο είναι που πρέπει να κάνει σημαία της η Αριστερά και βέβαια όχι με ιδεολογικούς όρους αλλά με πολιτικούς. Να ξαναθυμηθεί δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ το δικό του σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ» και να το προτάξει. Θα το χρειαστεί, άλλωστε, αν γίνει κυβέρνηση, είτε σαν διαπραγματευτική πολιτική είτε σαν επιλογή αν δεν γίνεται αλλιώς.
Και αυτή την πολιτική εκτός από συνθήματα την υπηρετείς και με πρόσωπα. Χρειάζεται να κάνει και προς τα αριστερά της άνοιγμα η αξιωματική αντιπολίτευση, εντάσσοντας στην ευρωλίστα της, για παράδειγμα, έναν σοβαρό ευρωσκεπτικιστή. Πολύ περισσότερο που το τοπίο μετά τις ευρωεκλογές μπορεί να περιλαμβάνει μία μεγάλη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού που να τη διεκδικούν η Ακροδεξιά αλλά και η Αριστερά. Και σ’ αυτό το νέο τοπίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα στην Ευρώπη πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρέμβει και να εντάξει τον ευρωσκεπτικισμό στους σχεδιασμούς του.