Του Χρίστου Ανδριανόπουλου*
«O λαός στην εξουσία» έλεγε το ΠΑΣΟΚ το 1980, «λαός ή εργατική τάξη;» αναρωτιόταν η Αριστερά τις προηγούμενες δεκαετίες. Φαίνεται ότι αυτός ο μυστηριώδης «Λαός», που ποτέ δεν ήρθε στην εξουσία και που ποτέ δυστυχώς δεν αποτέλεσε το μασκάρεμα της εργατικής τάξης, αντί να αποκαλυφθεί και να διαλυθεί στο φως, πήγε και φώλιασε τόσο αποφασιστικά στον δημόσιο λόγο που ετοιμάζεται να γίνει το τραγικό πρόσωπο της νέας μεγάλης ελληνικής τραγωδίας.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για να ξεδιαλυθεί το περιεχόμενο του λαού. Εγινε «τάξη», «μάζες», «υποκείμενο» ή και «άνθρωπος» στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ. Παρότι από τη Χάνα Αρεντ (με την έννοια της πολλαπλότητας της κοινότητας) μέχρι τον Καρλ Σμιτ (που αντικαθιστά τον λαό με την ιδέα της εκπροσώπησης) προκύπτει πως ο «λαός» ανθρωπολογικά και ταξικά απλώς δεν υφίσταται, έχει ωστόσο αποδειχτεί χρήσιμος όρος πολιτικής αντίστασης.
Θα ήταν λάθος ένας ιστορικός να υποβαθμίσει τη σημασία του «Λαού» κατά την εποποιία της χειραφέτησης των λαών στον σύντομο 20ό αιώνα. Είναι όμως απαραίτητο να υπογραμμιστούν οι αντιφάσεις αυτής της εποποιίας. Αυτός, λοιπόν, ο περίεργος «λαός», που συχνά εμφανιζόταν και ως «εμείς», ανέτρεπε δικτατορίες για να τις ξαναχτίσει, υφίστατο βασανιστήρια για να τα ξεχάσει συλλογικά και τσάκιζε ιμπεριαλισμούς για να ζητωκραυγάσει αργότερα στην επάνοδό τους. Κοιτάζοντας όμως και την άλλη πλευρά του ποταμού, αν και οι πολιτικοί υπεύθυνοι της ανθρωπιστικής κρίσης της χώρας μας διακήρυτταν σταθερά ότι ο λαός ήταν προτεραιότητά τους, είδαν έναν λαό να τους επιτίθεται, την οργή του να τους καταπίνει, και την ψήφο του να τους εκμηδενίζει, λειτουργώντας πράγματι σαν εκείνο τον ιδεατό «λαό» των επαναστατικών μπροσούρων.
Κι ενώ κάποιος θα περίμενε η λέξη αυτή να επανεξεταστεί από όλες τις πλευρές, και να αξιολογηθεί η χρήση της, ο όρος «Λαός» από τις αρχές της κρίσης χρησιμοποιείται τόσο συχνά που θα φάνταζε υπερβολικό ακόμα και για τα μεγάλα λαϊκά μέτωπα του 20ού αιώνα. Υστερα από έναν αιώνα κορυφαίας κοινωνικής σύγκρουσης η Αριστερά τού σήμερα διαπίστωσε ότι σε αυτό το μυστήριο «εμείς» ανήκει το 99% του κοινωνικού συνόλου, το οποίο ανεξαρτήτως κατεύθυνσης και συγκυρίας διαθέτει τρομερές δυνατότητες. Υπερτερώντας αριθμητικά δύναται να αλλάξει ειρηνικά συσχετισμούς μιας Ευρώπης που χειροκροτεί φασίστες, να ξεπεράσει με μία απλή ψήφο ταξικούς συσχετισμούς ολοκληρωτισμού, να διαμορφώσει την εθνική και την ευρωπαϊκή οικονομία χρησιμοποιώντας απλά και μόνο την ιερή βούλησή του, μέχρι και να γίνει κοινός νους ενός «λαϊκού» ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης !
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα. Αυτός ο μικρός θεός, που θα ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, που θα στήνει συντακτικές και που θα διαλύσει την κρίση σε ένα σύννεφο συνεννόησης, είναι απών. Εμφανίζεται μαζικά στις πλατείες, αλλά απουσιάζει από κινηματικά ραντεβού. Ελευθερώθηκε από τον δικομματισμό στις μάχες των μνημονίων, αλλά είναι απών όταν ο ΣΥΡΙΖΑ τον καλεί να τις επαναλάβει.
Το ασαφές νόημα του «λαϊκός» δεν προέρχεται από τη μη λύση του οντολογικού προβλήματος «λαός ή τάξη». Είναι ενδεικτικό ενός ιστορικού ξεπεράσματος που δεν αποτολμάται. Είναι απότοκο της εποχής που η διαμάχη Μαντέλ – Πουλαντζά για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στην Ευρώπη ήταν απλώς θέμα συζήτησης σε καφέ. Είναι παιδί μιας εποχής που η φύση του καπιταλιστικού κράτους κουβεντιαζόταν μέσω πολιτικών περιοδικών – μιας εποχής πολύ μακριά από τη δική μας.
Πόθεν λοιπόν το πρόβλημα; Μήπως ο λαός δεν έχει περιγραφεί σωστά; Μήπως υπάρχουν εθνικιστικές αυταπάτες; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οταν οι Αιγύπτιοι στην Ταχρίρ φώναζαν «είμαστε ο αιγυπτιακός λαός», δεν δήλωναν πίστη στην εθνική ενότητα, αλλά ότι ο λαός που περιέγραφαν δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Στην Ελλάδα, αντίθετα, το ερώτημα δεν είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται ο λαός, αλλά γιατί η ψήφος του είναι υπέρτερη του πιο σκληρού καπιταλιστικού μηχανισμού από το 1945. To ερώτημα επίσης είναι γιατί, αν και η κοινωνική σύγκρουση στην Ελλάδα ακολουθεί τους κανόνες της εμφύλιας διαμάχης, ένα κομμάτι της Αριστεράς επιλέγει να δανειστεί πλειάδα ανιστόρητων προσεγγίσεων για την Ευρώπη και την εξουσία αλλά παραδόξως όχι αυτές που γέννησαν τις συνθήκες αντίστασης στη χώρα μας.
Ας είμαστε όμως δίκαιοι. Το ζήτημα της προοδευτικής διαχείρισης του κράτους έχει απλοποιηθεί αρκετά και η Αριστερά έχει κάνει βήματα: αντικατέστησε ένα είδος πολιτικής με τη λέξη «λαός». Αυτό δεν θα ήταν κακό αν πίσω από αυτόν δεν κρύβονταν οι πολύ περιορισμένες δυνατότητες μιας τακτικής που θέλει τον «λαό» αδιοράτως ωφελούμενο και αδιοράτως παρόντα. Η θεμελίωση του πολιτικού σχεδιασμού πάνω στον ασαφή «λαό», σε μία χώρα που το ζήτημα της εξουσίας είναι ανοιχτό, είναι το ακριβές ανάλογο της προσευχής πριν από τη μάχη. Ως γνωστόν πριν από τις μάχες δεν προσεύχονται τα φαβορί αλλά αυτοί που πάνε για να πεθάνουν.
Οσοι από την άλλη ονειρεύονται κατά παραγγελία εξεγέρσεις (λόγω ευρώ ή ανέχειας) εκπλήσσονται κάθε μέρα με την προσαρμοστικότητα του «λαού» στις άθλιες συνθήκες που υπομένει μέρα με τη μέρα. Αυτό όμως δεν αποτελεί μυστήριο. Ο Ζίζεκ μάς θυμίζει πως οι λαοί εξεγείρονται όχι όταν αναιρούνται τα δικαιώματά τους, αλλά όταν προδίδονται οι προσδοκίες τους.
Ο «λαός» λοιπόν δεν είναι ούτε το αντώνυμο της ταξικής καθαρότητας ούτε το τοτέμ κοινωνικής αλλαγής. Ο λαός είναι η απάντηση στην ερώτηση ποιου τα συμφέροντα υπηρετούνται. Είναι η απάντηση στο αν αυτά τα συμφέροντα είναι η κόκκινη γραμμή ή προηγούνται διαπραγματεύσεις, προσαρμογές και νομίσματα. Οποιαδήποτε άλλη πρακτική μάλλον αναπολεί το: «λαός αφελής κι ευκολόπιστος».
………………………………………………………………………………………………………………………
* Υποψήφιος διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Paris 10