20/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ Το τέλος των κομμάτων;

Η εφικτή ανανέωση

Οτι τα κόμματα μπορούν να γίνουν ναοί της δημοκρατίας είναι μάλλον μια αυταπάτη. Αν όμως αποδεχθούμε ρεαλιστικά την ιδέα ότι οι δημοκρατίες είναι ατελείς μηχανές και ότι είναι ατελή και τα επιμέρους στοιχεία που τις συνθέτουν, τίποτα δεν αποκλείει τη δυνατότητα να επινοήσουμε κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που θα ενισχύουν τη δημοκρατία.
      Pin It

Οτι τα κόμματα μπορούν να γίνουν ναοί της δημοκρατίας είναι μάλλον μια αυταπάτη. Αν όμως αποδεχθούμε ρεαλιστικά την ιδέα ότι οι δημοκρατίες είναι ατελείς μηχανές και ότι είναι ατελή και τα επιμέρους στοιχεία που τις συνθέτουν, τίποτα δεν αποκλείει τη δυνατότητα να επινοήσουμε κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που θα ενισχύουν τη δημοκρατία στα κόμματα

 

Του ΑΛΦΙΟ ΜΑΣΤΡΟΠΑΟΛΟ * Επιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης

 

Ετσι όπως είναι φτιαγμένος ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι δύσκολο να φανταστούμε μια δημοκρατία χωρίς πολιτικά κόμματα. Τα κόμματα είναι αναγκαία, εκτός αν προτιμάει κανείς τη δημοψηφισματική δημοκρατία ή κάποια ουτοπική άμεση δημοκρατία ακόμα και on line.

 

Αν τα δούμε με ρεαλισμό, τα κόμματα είναι πολιτικοί οργανισμοί που επιδιώκουν να κατακτήσουν την εξουσία. Ιστορικά γεννήθηκαν συσπειρώνοντας τμήματα της κοινωνίας, δίνοντάς τους όνομα, καθιστώντας πρόδηλες τις λανθάνουσες ανάγκες τους, εφοδιάζοντάς τα με μια ταυτότητα, υποσχόμενα δυνατότητες ατομικής και συλλογικής βελτίωσης· με δυο λόγια, αντιπροσωπεύοντάς τα.

 

Οποιοι και αν ήταν οι λόγοι για τους οποίους αναδύθηκαν, τα κόμματα λειτούργησαν για πολύ καιρό ως πολύτιμα ενδιάμεσα σώματα μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Το έκαναν για εργαλειακούς λόγους. Για να κερδίσουν τη συναίνεση των εκλογέων. Αλλά το έκαναν. Εξάλλου, δεν αποκλείονται και ευγενέστεροι λόγοι. Ενα κόμμα μπορεί να επιδιώκει την εξουσία για να κάνει τον κόσμο καλύτερο από αυτό που είναι. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί, τα κόμματα είναι ατελή και με το πέρασμα του χρόνου η ατέλειά τους επιδεινώθηκε. Εκδηλώθηκε η τάση προς τον γραφειοκρατικό και ολιγαρχικό εκφυλισμό των κομμάτων.

 

Ο Ρόμπερτ Μίχελς, στις αρχές του 20ού αιώνα, διατύπωσε τον τρομερό «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας». Τα κόμματα που ήταν το αποφασιστικό όπλο για την υπεράσπιση των λαϊκών τάξεων ήταν ωστόσο τα πρώτα που κατέλυσαν τη δημοκρατία που επαγγέλλονταν. Η αγανάκτηση του Μίχελς ήταν υπερβολική για έναν μαθητή του Μαξ Βέμπερ, ο οποίος θα όφειλε να έχει επίγνωση των εγγενών στη νεωτερικότητα διαδικασιών γραφειοκρατικοποίησης, ενώ ήταν αντίθετα συνεπής με την προσωπική του διαδρομή – εκείνη του σοσιαλδημοκράτη αγωνιστή που είδε να διαψεύδονται οι πολιτικές του προσδοκίες.

 

Σε κάθε περίπτωση, ο Μίχελς θα γίνει ο γενάρχης μιας μέχρι σήμερα θαλερής οικογένειας επικριτών των κομμάτων. Πρέπει να θυμίσουμε σε αυτούς τους επικριτές ότι ο υπερδημοκράτης Μίχελς θα μεταστραφεί ύστερα από λίγα χρόνια σε θαυμαστή του Μουσολίνι. Τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά πιο περίπλοκα από τον καιρό του Μίχελς, αφότου δηλαδή τα κόμματα βρέθηκαν στην κυβέρνηση και είχαν στα χέρια τους μια μεγάλη ποσότητα πόρων για να τη διανείμουν. Να διανέμεις πόρους, ατομικούς ή συλλογικούς, είναι ένας πολύ πιο εύκολος τρόπος να πείθεις τους εκλογείς από το να προσπαθείς με τη δράση σου να τους αντιπροσωπεύσεις. Αυτή η συναλλαγή όμως δεν είναι ένα φαινόμενο δευτερεύουσας σημασίας. Γιατί οι ολιγαρχίες γίνονται όλο και περισσότερο άκαμπτες και ανήθικες. Τροφοδοτώντας έτσι τις καταγγελίες εκείνων που εύχονται μια δημοκρατία χωρίς κόμματα. Τα κόμματα γνωρίζουν πάντοτε το σαράκι που τα φθείρει. Μερικές φορές προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν υιοθετώντας αυστηρές διαδικασίες εναλλαγής του πολιτικού τους προσωπικού. Αλλοτε προσφεύγουν σε μιμητικές ενέργειες -όπως οι προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη ηγέτη- ή σε αμυντικές κινήσεις: τους πλειοψηφικούς εκλογικούς νόμους ή τη δημόσια χρηματοδότηση.

 

Η δημόσια χρηματοδότηση είναι μεν αναγκαία, αλλά γίνεται και μια τεχνική αυτοάμυνας που έχει το μειονέκτημα να δημιουργεί συζητήσιμες σχέσεις συνενοχής μεταξύ αντίπαλων κομμάτων. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να κάνουν την αντίθεση στη δημοκρατία των κομμάτων (που εκδηλώνεται προφανώς στο όνομα μιας πιο δημοκρατικής δημοκρατίας) όλο και πιο επιθετική και αποτελεσματική. Η κακή φήμη των κομμάτων, που κατηγορούνται για αυτοαναφορικότητα και ανηθικότητα, έχει αυξηθεί τόσο πολύ ώστε ορισμένοι θεωρούν ότι δεν μπορούμε πλέον να προσδοκούμε τίποτα θετικό από αυτά. Το συμπέρασμα είναι θεμιτό, αλλά είναι ίσως υπερβολικά κατηγορηματικό.

 

Το ότι τα κόμματα μπορούν να γίνουν ναοί της δημοκρατίας είναι μάλλον μια αυταπάτη. Αν όμως αποδεχθούμε ρεαλιστικά την ιδέα ότι οι δημοκρατίες είναι ατελείς μηχανές και ότι είναι ατελή και τα επιμέρους στοιχεία που τις συνθέτουν, τίποτα δεν αποκλείει τη δυνατότητα να επινοήσουμε κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που θα ενισχύουν τη δημοκρατία στα κόμματα, αρχίζοντας, αν είναι δυνατόν, από τη συνειδητοποίηση του ότι εκείνα που μέχρι τώρα δοκιμάστηκαν στην Ιταλία -οι προκριματικές εκλογές, οι αλλαγές του εκλογικού νόμου, η στέψη του ηγέτη: όλα δημοψηφισματικού τύπου- ήταν ακατάλληλα, υποκριτικά ή ακόμη και αντιπαραγωγικά. Προς το παρόν είναι μάλλον απίθανο τα δυνητικά διορθωτικά μέτρα να εισαχθούν από το εσωτερικό της πολιτικής. Οι ολιγαρχίες των κομμάτων θα τα προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα. Εξίσου απίθανη είναι μια μεταρρύθμιση των κομμάτων που θα υποκινείται από το εσωτερικό τους, καθώς έχουν γίνει ανυπέρβλητα τα εγγενή εμπόδια που θέτουν οι ολιγαρχίες.

 

Δεν απομένει παρά να στοχεύσουμε σε μιαν ανανέωση που θα υποκινείται από το εξωτερικό των κομμάτων. Ο μύθος της κοινωνίας πολιτών έχει ήδη διαψευστεί. Η κοινωνία πολιτών δεν είναι πιο ενάρετη από τα κόμματα. Είναι όμως αναμφίβολο ότι τα κόμματα παίρνουν υπόψη τους όσα συμβαίνουν έξω από αυτά. Αρκεί να σκεφτούμε πώς σέβονται τις ισχυρές εξουσίες των τραπεζών, των μέσων ενημέρωσης, των λόμπι, της εκκλησίας κ.λπ. Ενώ τείνουν να αδιαφορούν για εκείνους που δεν διαθέτουν πόρους και ισχύ.

 

Κάποτε ήταν τα κόμματα εκείνα που οργάνωναν και αντιπροσώπευαν αυτούς τους τελευταίους. Σήμερα όμως κάνουν άλλα πράγματα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε, λίγο ώς πολύ, και για τα συνδικάτα, τα οποία είναι και αυτά ολιγαρχικοί θεσμοί υποβοηθούμενοι από το κράτος, ενώ επιπλέον ανέχονται τη συντριβή του κόσμου της εργασίας. Κι ωστόσο, τι μας εμποδίζει να φανταστούμε μεγάλες συλλογικές ενώσεις που θα ακολουθούν κατά πόδας τα κόμματα και θα τα υποκινούν να υιοθετήσουν διαφορετικές συμπεριφορές; Τι θα συνέβαινε αν στην Ιταλία εμφανιζόταν μια μέρα μια μεγάλη ένωση εκλογέων, η οποία, χωρίς εκλογικές φιλοδοξίες, θα συσπείρωνε κοινούς πολίτες, μισθωτούς, ανέργους, συνταξιούχους, σπουδαστές, ριζοσπαστική Αριστερά και μετριοπαθή Αριστερά, καθολικούς και κοσμικούς, γύρω από θέματα όπως η εργασία και η ηθικότητα της πολιτικής, ακολουθώντας κατά πόδας τα κόμματα; Και αν αυτή η ένωση κατόρθωνε να εκσυγχρονίσει -πράγμα που τα κόμματα είναι ανίκανα να κάνουν- το νόημα και την ιεραρχία των λέξεων; Τοποθετώντας την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία στην πρώτη θέση; Και αν τελικά αυτή η ένωση πίεζε τα κόμματα στο πιο ευαίσθητο σημείο τους, που είναι η εκλογική συναίνεση;

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Το κείμενό του αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto».

 

Scroll to top