20/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ Το τέλος των κομμάτων;

Τι υπηρετούν τα κόμματα;

Τα κόμματα πρέπει να εξακολουθούν να παίζουν τον θεσμικό τους ρόλο. Αλλά οφείλουν να μεταλλαγούν παραιτούμενα από τον συνεπαγωγό και μέχρι τώρα αναντικατάστατο ιδεολογικό και παιδευτικό τους ρόλο.
      Pin It

Τα κόμματα πρέπει να εξακολουθούν να παίζουν τον θεσμικό τους ρόλο. Αλλά οφείλουν να μεταλλαγούν παραιτούμενα από τον συνεπαγωγό και μέχρι τώρα αναντικατάστατο ιδεολογικό και παιδευτικό τους ρόλο

 

Του Κωνσταντίνου ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

Είναι γνωστή η ρήση ότι η δημοκρατία είναι το χειρότερο των πολιτικών καθεστώτων με την εξαίρεση όλων των άλλων. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί αντίστοιχα ότι τα κόμματα είναι η χειρότερη μορφή συλλογικής πολιτικής έκφρασης με την εξαίρεση όλων των άλλων.

 

Δεν εξηγείται ίσως αλλιώς το γεγονός ότι παρ’ όλες τις σωρευόμενες αρνητικές συνδηλώσεις της λέξης και των πολλαπλών παραγώγων της (κομματισμός, κομματοκρατία, κομματόσκυλα, κ.λπ., κ.λπ.), η μορφή-κόμμα εξακολουθεί πάντα να αντιμετωπίζεται ως αναγκαία συνιστώσα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και μάλιστα σε σημείο ώστε τα κόμματα να αναγνωρίζονται ρητά από όλα τα φιλελεύθερα δημοκρατικά Συντάγματα. Είναι γεγονός ότι η δημοκρατική εναλλαγή στην εξουσία δεν φαίνεται να είναι δυνατόν να λειτουργήσει δίχως κόμματα.

 

Ετσι, ειρωνικά, η διάχυτη πλέον παραδοχή ότι, ιδεωδώς τουλάχιστον, όλο και περισσότεροι δημόσιοι θεσμοί θα όφειλαν να εμφανίζονται «υπερκομματικοί» ή «ακομμάτιστοι» δεν ισχύει για το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Ολα συμβαίνουν ως εάν η αναγκαία «ουδετερότητα» της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τη στρατευμένη ιδεοληπτική μεροληψία εκείνων που διεκδικούν να την ασκήσουν.

 

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα γιατί συμβαίνει αυτό. Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο οι ανταγωνιζόμενες πολιτικές δυνάμεις «πρέπει» να δομούνται ως μόνιμοι μηχανισμοί που κύριος ή αποκλειστικός στόχος τους είναι η κατάληψη και άσκηση της εξουσίας; Και κατ’ αντιδιαστολήν, ποιον είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί δεν μπορούν πια, όπως άλλοτε, να εμφανίζονται ως εναλλάξιμοι επίδοξοι μνηστήρες που επιδιώκουν το ίδιο πολιτικό τους συμφέρον κεφαλαιοποιώντας το ατομικό τους χάρισμα και τα φαινόμενα προσόντα τους;

 

Γιατί λοιπόν, ακόμα και αν «βλάπτουν τη Συρία το ίδιο», να μην μπορεί να εμφανίζονται αφετηριακά ως παρόμοιοι ή και ως ίδιοι;

 

Μια κυνική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι ως «ειδικευμένες» και «επαγγελματικά» δομημένες οντότητες τα κόμματα μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους «αποτελεσματικότερα» από τις οποιεσδήποτε ανοργάνωτες ή ευκαιριακές μορφές. Προφανώς όμως η απάντηση αυτή είναι ανεπαρκής και ιστορικά ανακριβής.

 

Πράγματι, κόμματα με τη σημερινή μορφή δεν υπήρχαν πάντοτε. Η ιστορική τους ανάδυση συνδέεται με τους πρωτόγνωρους όρους υπό τους οποίους σημασιολογείται ο ιδιαίτερος δημοκρατικός πολιτικός ανταγωνισμός στην εποχή μας. Ακόμα και αν εμφανίζεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου ένας κερδίζει εις βάρος των άλλων, το πολιτικό παίγνιο δεν διεξάγεται, όπως αντίστοιχα παίγνια στην αγορά ή ίσως και στη ζωή, ανάμεσα σε ομοειδείς και εναλλάξιμους παίκτες που δρουν με αποκλειστικό και κοινό σε όλους στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους ή της ωφέλειας.

 

Τουλάχιστον από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται πλέον στο όνομα διαφορετικών προγραμμάτων, προταγμάτων, αξιών και ιδεών. Το παίγνιο της εξουσίας είναι λοιπόν πριν από όλα αγώνας ιδεών. Και με αυτή την έννοια, ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν είναι απλώς αντιπαραθετικός. Είναι ταυτοχρόνως και εξ ορισμού ιδεολογικά διαφοροποιητικός. Ακόμα και αν προσωποποιούνται, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να παραπέμπουν ρητά σε αντίπαλα και ασύμβατα μεταξύ τους κοινωνικά οράματα.

 

Και για να είναι πειστικά και φερέγγυα, τα οράματα αυτά οφείλουν να μπορεί να αναγιγνώσκονται ως σταθερά συγκροτημένα και συνεπή μέσα στον χρόνο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η πολιτική τοπολογία τείνει να απεικονίζεται σε συνάρτηση με μια σειρά από μόνιμες και αυτονόητες πλέον ιδεολογικές μήτρες. Ηδη από την αρχή του 19ου αιώνα, ολόκληρο το στερέωμα των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων στοιχίζεται κατά μήκος του ιδεολογικού και αξιακού θεμελιώδους άξονα που χωρίζει τη Δεξιά και την Αριστερά.

 

Αυτήν ακριβώς την τοπολογική και ιδεολογική συνέπεια και διάρκεια εξέφρασαν τα νεωτερικά κόμματα. Η ιστορική λειτουργία, την οποία υπηρετούσαν, συναπτόταν με την ιστορική ανθεκτικότητα ενός αναγνωρίσιμου πολιτικού λόγου στο πλαίσιο των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και ιδεών. Υπό τους όρους αυτούς, ακόμα και αν ο κάθε παίκτης δρα αυτόνομα, ο λόγος του εκφερόταν στο όνομα ενός συγκεκριμένου φαντασιακού «εμείς» που αντιπάλευε διαρκώς με τους αλλόδοξους «άλλους».

 

Το πολιτικό κόμμα νοούνταν λοιπόν ως διαρκές και ιστορικά ανθεκτικό συλλογικό υποκείμενο που ξεπερνούσε τους εκπροσώπους του και την άμεση συγκυρία. Και σε αυτήν ακριβώς την ανθεκτικότητα υποτίθεται πως θεμελιώνονταν οι πάντα κυμαινόμενες στρατηγικές «συμμαχίες» ανάμεσα σε «συγγενή» κόμματα που μετέχουν στην ίδια ευρύτερη «παράταξη».

 

Η τρέχουσα «κρίση των κομμάτων» δεν μπορεί λοιπόν να είναι άσχετη με την κρίση των πολιτικών ιδεολογιών τις οποίες ενσωματώνουν. Τα συμπτώματα είναι γνωστά. Τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, παλαιά κατεστημένα κόμματα φαίνεται να καταρρέουν και στη θέση τους εμφανίζονται νέοι προσωποπαγείς πολιτικοί σχηματισμοί. Ευλόγως, στα νέα αυτά πλαίσια, δεν εμφανίζονται πλέον ούτε εκλεκτικές συγγένειες ούτε προφανείς ιδεολογικές συμμαχίες. Μαζί με την ιδεολογική σταθερότητα και διάρκεια, φαίνεται να εξαερώνεται και η ανάγκη προσήλωσης σε a priori αμετακίνητες αξιακές αφετηρίες.

 

Οι λέξεις μιλάνε από μόνες τους. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι πολλά από τα επιλεγόμενα ονόματα αποφεύγουν συνειδητά να αναφερθούν τόσο στην παραδοσιακή αντιπαράθεση Δεξιάς και Αριστεράς όσο και στις δοκιμασμένες πολιτικές λέξεις του παρελθόντος. Στη θέση των γνωστών ρητορικών παραγώγων της «δημοκρατίας», του «λαού», της «κοινωνίας», του «σοσιαλισμού», του «κομμουνισμού» ή ακόμα και της «ελευθερίας», κάνουν την εμφάνισή τους μια σειρά από νέες αναπάντεχες μεταφορικές κατασκευές που επικεντρώνονται πρωτίστως στην προβολή της ιδιότητας του «νέου», ξεχνώντας βέβαια πως κανείς ποτέ δεν μπορεί να πει εγκαίρως τι είναι το «νέο» και με ποια κριτήρια διακρίνεται από το «παλαιό».

 

Υπό τους όρους αυτούς, η ανάγκη αποστασιοποίησης από «όλους τους άλλους» δεν υπηρετείται από την ιδεολογική και προγραμματική σαφήνεια αλλά από τη ρηματική και μόνο διαφοροποίηση. Ολο και περισσότερο, η πολιτική κινητοποίηση τείνει να συνοψίζεται σε ένα απλό σημαίνον που δεν παραπέμπει σε οποιοδήποτε σημαινόμενο.

 

Οι εξελίξεις αυτές είναι εύλογες ή ίσως και αναμενόμενες. Εδώ ακριβώς εντάσσονται οι διάφορες επαγγελίες περί του τέλους της πολιτικής, του τέλους της ιστορίας και του τέλους της ιδεολογίας, όπως εκφράζονται με το θατσερικό δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative: Δεν υπάρχει άλλη λύση). Πράγματι, από τη στιγμή που δεν μπορεί να υπάρξει «εναλλακτική λύση», η ίδια η προγραμματική και ιδεολογική αντιπαράθεση των κομμάτων μπορεί να εμφανίζεται περιττή και αποπροσανατολιστική. Οι στοιχειώδεις τυπικές προδιαγραφές των δημοκρατικών καθεστώτων δεν επιτρέπουν βέβαια τη θεσμική κατάργηση των κομμάτων. Τα κόμματα πρέπει να εξακολουθούν να παίζουν τον θεσμικό τους ρόλο. Αλλά οφείλουν να μεταλλαγούν παραιτούμενα από τον συνεπαγωγό και μέχρι τώρα αναντικατάστατο ιδεολογικό και παιδευτικό τους ρόλο.

 

Ο ρόλος αυτός ήταν βέβαια πάντα αμφίσημος. Να θυμηθούμε ότι σαν τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς στον Μεσαίωνα, τα κόμματα αναλάμβαναν να αναπαράγουν τον λόγο της κλειστής και κατεστημένης ορθοδοξίας, του νεωτερικού πολιτικού πολιτισμού. Οι «ξύλινοι» κομματικοί λόγοι μοιάζει να εξελίχθηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση των σχολαστικών καλόγερων που επεξεργάζονταν τα δόγματα.

 

Ομως, μαζί με τις στρεβλές ορθοδοξίες, τα κόμματα αναπαρήγαν τον λόγο του νεωτερικού πολιτικού πολιτισμού. Ειρωνικά ίσως, η ιστορική δύναμη των ιερατειών συνέβαλε αποφασιστικά στην ιδεολογική και ηθική αντίσταση προς τις πανταχού παρούσες Σειρήνες του ευέλικτου και αδιάφορου πραγματισμού.

 

Κάτι αντίστοιχο ίσως να συμβαίνει στις μέρες μας. Η εξέλιξη των πραγμάτων προς την κατεύθυνση της απαξίωσης και απονοηματοποίησης της δημοκρατικής αντιπαράθεσης, και μαζί με αυτήν της πολιτικής, απειλεί να ανατινάξει τις αξιακές θεμελιώσεις της κοινωνίας. Προχωράμε ολοταχώς προς μια νέα πρόσληψη του ιστορικού γίγνεσθαι όπου στη θέση των εσωτερικευμένων ιδεών, των κοινωνικών αξιών και των κοινών συμβολισμών, προβάλλει ως ύπατη η δεοντολογία της άκριτης πραγματιστικής προσαρμογής στις περιστάσεις.

 

Και εδώ ακριβώς προβάλλει μια νέα σημαντική ιστορική υπηρεσία την οποία καλούνται να παράσχουν τα κόμματα. Οντας ακόμα επιφορτισμένα με την αναπαραγωγή των πάντα επίμαχων και αμφισβητουμένων ιδεών και των πολιτικών προτεραιοτήτων που τους αντιστοιχούν, αναδεικνύονται επίσης και στους έσχατους θεματοφύλακες της αξιακής συγκρότησης της Πολιτείας.

 

Scroll to top