24/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αυτοί οι όχι και τόσο θαυμαστοί φουτουριστικοί κόσμοι

Ο Νοτιο­κορεάτης Μπονγκ Τζουν-Χο στο «Snowpiercer», την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, αλλά και ο αγαπημένος μας Τέρι Γκίλιαμ, που επιστρέφει με το «Θεώρημα Μηδέν», δεν καταφέρνουν, δυστυχώς, να ισορροπήσουν την πληθωρική τους φαντασία και εικαστική επιμέλεια με ιστορίες εξίσου ενδιαφέρουσες.
      Pin It

Ο Νοτιο­κορεάτης Μπονγκ Τζουν-Χο στο «Snowpiercer», την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, αλλά και ο αγαπημένος μας Τέρι Γκίλιαμ, που επιστρέφει με το «Θεώρημα Μηδέν», δεν καταφέρνουν, δυστυχώς, να ισορροπήσουν την πληθωρική τους φαντασία και εικαστική επιμέλεια με ιστορίες εξίσου ενδιαφέρουσες

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Snowpiercer

Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν-Χο

Ηθοποιοί: Κρις Εβανς, Τζέιμι Μπελ, Τζον Χερτ, Τίλντα Σουίντον, Εντ Χάρις, Οκτάβια Σπένσερ

 

Στο κοντινό μέλλον, κάθε ίχνος ζωής στη Γη έχει αφανιστεί εξαιτίας της μοιραίας εξέλιξης του φαινομένου του θερμοκηπίου. Οι λίγοι «τυχεροί» επιζώντες άνθρωποι μένουν στα βαγόνια ενός τρένου, του «Snowpiercer», το οποίο διαγράφει συνεχόμενη τροχιά γύρω από τον παγωμένο πλανήτη, ανοίγοντας πορείες μέσα από τα χιόνια. Με τον καιρό, οι άνθρωποι έχουν υποβληθεί σ’ ένα αυστηρό σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στα πίσω βαγόνια ζουν οι άποροι, ασήμαντοι πληβείοι και, προχωρώντας προς τα μπροστά, το στάτους και ο τρόπος διαβίωσης ανεβαίνουν σε ποιότητα και σε πλούτη.

 

Μετά από 18 χρόνια ζωής μέσα στο τρένο, ο Κέρτις, με τον νεαρό βοηθό του, τον Εντγκαρ και τον σοφό μέντορά του, τον Γκίλιαμ, σχεδιάζει την επανάσταση, που θα οδηγήσει αυτόν και τους συντρόφους του, όχι απλώς πιο μπροστά από τα τελευταία βαγόνια, αλλά στη μηχανή, εκεί όπου μπορούν να πάρουν πραγματικά τον έλεγχο της πορείας στα χέρια τους. Μόνο που δεν υπάρχει επανάσταση που να μη βάφεται στο αίμα.

 

Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης του «The Host» και του «Mother» κάνει την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, εμπνευσμένος από το γαλλικό κόμικ «Le Transperceneige» των Ζακ Λομπ και Ζαν Μαρκ Ροσέτ. Εκείνο που επιβεβαιώνεται απόλυτα με το νέο πόνημά του είναι πως πρόκειται για έναν συναρπαστικό σκηνοθέτη, που μπορεί να μετατρέψει ένα στεγανά κλειστό χώρο σε απεριόριστο πεδίο δράσης, με ανεξάντλητη ποικιλία και αλλεπάλληλες εναλλαγές. Το φουτουριστικό, κατάμαυρο σύμπαν, που πλάθει στην ταινία του, συγκεντρώνει ό,τι μπορεί να δημιουργήσει η τεράστια φαντασία του και να υλοποιήσει το ταλέντο του, με τη βοήθεια του σκηνογράφου και του φωτογράφου του: το φιλμ έχει τα πάντα, από εκπληκτικά ηχητικά εφέ, επιβλητική μουσική, slow motion, animation, ωμή σωματική βία, επικές μάχες, πλασματικούς κόσμους από ενυδρεία–sushi bars μέχρι βρετανικού τύπου θερμοκήπια και δημοτικά σχολεία ντυμένα στην αθωότητα των ’50s στην Αμερική και, φυσικά, μια κόλαση βγαλμένη από έναν Ντίκενς του μέλλοντος.

 

Μέσα στα βαγόνια του τρένου, δίπλα σε χαριτωμένες καρικατούρες δεύτερων ρόλων σαν αυτούς της Τίλντα Σουίντον (η καιροσκόπος εκπρόσωπος του Αφεντικού με τα τεράστια γυαλιά και τη μασέλα) ή της Οκτάβια Σπένσερ (βγαλμένη κατευθείαν από τους «Αθλιους»), ο πρωταγωνιστής Κρις Εβανς αναδεικνύεται απρόσμενα θερμός και στιβαρός. Το γεγονός ότι, αντίθετα με τις θεαματικές εικόνες στο εσωτερικό του τρένου, τα εξωτερικά θυμίζουν το «Polar Express» σε έλλειψη ρεαλισμού, ή ότι η τελολογική, εκτροχιασμένη ατμόσφαιρα φέρνει απροκάλυπτα σε Τέρι Γκίλιαμ (διασκεδαστικό ότι ο «γνώστης» της ιστορίας έχει το όνομά του), δεν μειώνουν τη δύναμη και την ταχύτητα του φιλμ.

 

Εκείνο που προδίδει, τελικά, το σύνολο είναι ότι το σενάριο δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στην εικαστική επιμέλεια: παραμένει σχηματικό, αφελές, έως και βαρετά προβλέψιμο στο φινάλε του. Το τρένο της επανάστασης, αντί να… απογειωθεί, εγκλωβίζεται σε μια τετριμμένη μάχη του καλού με το κακό, της εξουσίας με την ανθρώπινη βούληση, αντιστρόφως ανάλογη σε ενδιαφέρον με την οπτική φαντασμαγορία της ταινίας.

 

…………………………………………………………………………………..

 

Το Θεώρημα Μηδέν

(The Zero Theorem)

Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ

Ηθοποιοί: Κριστόφ Βαλτς, Ματ Ντέιμον, Μελανί Τιερί, Ντέιβιντ Τιούλις

 

Ο Κόεν Λεθ είναι ένας αντικοινωνικός, εσωστρεφής προγραμματιστής, ταγμένος στο να εκπληρώσει την αποστολή που του έχει αναθέσει η Διεύθυνση (του κόσμου), προκειμένου να μπορέσει, όπως πιστεύει, να επιστρέψει σ’ αυτό που αποκαλεί «σπίτι», ίσως σε μια φέτα ευτυχίας. Την πορεία του ανατρέπουν ένας φορτικός επιστάτης, ένας ιδιοφυής έφηβος και μια χυμώδης virtual call girl με χρυσή καρδιά.

 

Αυτά και άλλα τόσα συνιστούν την πλοκή της νέας ταινίας του Τέρι Γκίλιαμ, την οποία θα αγαπήσουν κυρίως οι λάτρεις του σκηνοθέτη, από σεβασμό και αγάπη. Γιατί ενώ όλη η πληθωρική φαντασία και οι ιερόσυλες προθέσεις του δημιουργού είναι παρούσες, η ιστορία μοιάζει απρόσμενα παρωχημένη για έναν άνθρωπο που πάντα βρισκόταν μπροστά από την εποχή του.

 

Ο Γκίλιαμ πλάθει, για άλλη μια φορά, έναν υπέροχο φουτουριστικό κόσμο, με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, σε μια πόλη ρετρό, των αρχών του περασμένου αιώνα, όπου όμως όλα είναι ψηφιακά, ο ήχος αδιάκοπος και τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση. Μέσα σ’ αυτόν τον ολοκαίνουριο κόσμο βρίσκουν τη θέση τους οι γνωστές εμμονές του, οι καλόγριες, οι νάνοι, τα αστεία κοστούμια, η φυσικότητα με την οποία χειρίζεται το υπερρεαλιστικό στοιχείο, το χιούμορ. Ο Κριστόφ Βαλτς, σ’ ένα ρόλο αισθητικά ακραίο, δίνει αληθινή υπόσταση στον ήρωά του, τον κάνει αξιαγάπητο, σχεδόν εθιστικό. Ο ίδιος ο Γκίλιαμ πλησιάζει και τον Κόεν και τους υπόλοιπους παραστρατημένους ήρωές του με τέτοια στοργή που η ταινία αφήνει την αίσθηση ενός νοσταλγικού ρομάντζου, μια ζεστασιά που υπερβαίνει την εικόνα της, εκπέμπεται εσωτερικά.

 

Ωστόσο, χρόνια μετά το «Brazil» και τους «12 Πίθηκους», ο φόβος του Γκίλιαμ για το πέρασμα του χρόνου, για την εξάρτηση του ανθρώπου από την τεχνολογία, για τη μοναξιά και τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής, μοιάζει αμήχανος, ελαφρώς γερασμένος, σχηματικός στον συλλογισμό του. Μπορεί το «Zero Theorem» να ξεπερνά κατά πολύ σε ουσία και έμπνευση τις τελευταίες ταινίες του σκηνοθέτη, αλλά επαναλαμβάνει ανησυχίες που παλιότερα έχει εκφράσει τόσο πιο αποτελεσματικά, αφήνοντας την ίδια τη σφραγίδα που τώρα οφείλει ν’ ανταγωνιστεί. Ακόμα κι έτσι, η ταινία δεν θ’ απογοητεύσει τους fans του σκηνοθέτη, της εικαστικής του δημιουργικότητας και της τρυφερότητάς του κι όσους πιστεύουν ότι η μόνη σωτηρία για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι όχι ο θάνατος, δεν θα το πούμε αυτό, αλλά… η φαντασία, εκεί μόνο όπου μπορείς να έχεις τα πράγματα και τη ζωή που θέλεις.

 

………………………………………………………………………………….

 

Sacro GRA

Σκηνοθεσία: Τζιανφράνκο Ρόσι

 

O GRA είναι ο περιφερειακός αυτοκινητόδρομος της Ρώμης, ένα δαχτυλίδι που περικλείει την πόλη και την ιστορία της, ή ξεχωρίζει την «ενεργή» Ρώμη από το περιθώριό της. Ο Τζιανφράνκο Ρόσι, στο ντοκιμαντέρ που τιμήθηκε με το Χρυσό Λιοντάρι στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, τραβά χειρόφρενο σε σημεία του δρόμου, παρακολουθώντας τους ανθρώπους που ζουν εκεί, έχοντας κάνει την άσφαλτο σπίτι τους.

 

Η ταινία είναι ένα μικρό, παράξενο εύρημα που δημιουργεί μια εντελώς δική του ατμόσφαιρα. Οι ήρωες που επιλέγει ο Ρόσι να μάς συστήσει είναι τίποτε λιγότερο από συναρπαστικοί. Μπορεί να μην αντανακλούν την αίσθηση της Ρώμης που βρίσκεται ακριβώς δίπλα τους, είναι όμως ικανοί να σημαδέψουν τη μνήμη του θεατή για πάντα. Το φιλμ δεν ενδιαφέρεται (μάλλον αλαζονικά) να συνδέσει τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους προς ένα γενικότερο συμπέρασμα ή μια διαπίστωση, ο καθένας όμως ξεχωριστά προσφέρει ένα ιδιαίτερο δείγμα της ζωής σ’ ένα περιθώριο που, τελικά, μπορεί να είναι και το επιθυμητό για όλους.

 

Η ταινία είναι αριστοτεχνικά φωτογραφημένη, παρότι μια σκηνοθετική εγωκεντρικότητα του Ρόσι αφήνει την κάμερά του συχνά να φλυαρεί, ή να δίνει έντονο συμβολισμό σε εξαιρετικά απλά και καθημερινά πράγματα.

 

Μπορεί να οφείλεται στην εξιδανικευτική ματιά του Ρόσι, μπορεί στην ίδια την ψυχοσύνθεση των επιλεγμένων ηρώων του, πάντως το «Sacro GRA», μια γκαλερί από σπάνια ανθρώπινα πορτρέτα, καταφέρνει να σκιάσει τη λάμψη της Ρώμης και να δώσει φως, αισιοδοξία, ακόμα κι ένα ρομαντισμό στη σκοτεινότερη πλευρά της, με ευαισθησία και πρωτοτυπία.

 

………………………………………………………………………………………
Διασταυρούμενες ζωές

(Krugovi)

Σκηνοθεσία: Σρνταν Γκολούμποβιτς

Ηθοποιοί: Αλεξαντάρ Μπερτσέκ, Λέον Λούσεβ, Νεμπόσα Γκλόγκοβατς, Νικόλα Ρακόσεβιτς

 

Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 1993, στην καρδιά του πολέμου. Πέντε άνθρωποι γίνονται μάρτυρες μιας ηρωικής πράξης με μοιραία αποτελέσματα. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 2008, ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά η ζωή των ανθρώπων απέχει από το να επιστρέψει στον κανονικό ρυθμό της. Μέσα σ’ ένα κλίμα εχθρικό κι αναστατωμένο, οι ήρωες προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εξιλέωση, με την ανάμνηση εκείνης της στιγμής του παρελθόντος να βαραίνει τις συνειδήσεις τους και το μέλλον τους.

 

Βραβευμένη στα φεστιβάλ του Βερολίνου, του Σαράγεβο και του Σάντανς, η ταινία του Γκολούμποβιτς καταφέρνει κάτι δύσκολο: να βγάλει αιχμηρές αλήθειες μέσα από φαινομενικά απόλυτα συνηθισμένους ανθρώπους. Επιλέγοντας ν’ αφηγηθεί την ιστορία του «κυκλικά», έτσι όπως και οι επιλογές του κάθε ήρωά του αγγίζουν κι επιδρούν στη ζωή του άλλου, χτίζει ένα λιτό δράμα που κερδίζει δύναμη από την επικεντρωμένη οπτική του. Χωρίς ιδιαίτερες σκηνοθετικές ή ερμηνευτικές αξιώσεις, η επιμονή του στο ειδικό (κι όχι στο υποτιθέμενα γνώριμο γενικό), δίνει στο φιλμ ορμή και πειθώ και το κάνει να ξεχωρίζει σε ειλικρίνεια μέσα στο σύγχρονο βαλκανικό πολιτικό σινεμά.

 

……………………………………………………………………………………

 

Βαλέσα, η δύναμη της ελπίδας

(Walesa, Czlowiek z nadziei)

Σκηνοθεσία: Αντρέι Βάιντα

Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Βίκιερβιτς, Ανιέσκα Γκροτσόφσκα, Ιβόνα Μπιέλσκα, Ζμπίγκνιεφ Ζαμακόφκσι

 

Ο Λεχ Βαλέσα, η πορεία του από απλός ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία του Γκντανσκ, σε δυναμικό συνδικαλιστή, ιδρυτή της «Αλληλεγγύης», νομπελίστα, προέδρου της Πολωνίας και αληθινού ινδάλματος της σύγχρονης ιστορίας, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιογραφίας που σκηνοθετεί ο Αντρέι Βάιντα, στην ταινία που ήθελε και όφειλε να κάνει όλη του τη ζωή. Μέσα στο φιλμ, ίση σημασία αποκτά η προσωπική ζωή του ηγέτη, η σχέση του με τη γυναίκα και την οικογένειά του, η προσωπικότητα και οι δικές του, εξωπολιτικές επιθυμίες.

 

Αν έχει κανείς να σχολιάσει κάτι στο φιλμ του Βάιντα είναι ότι έχει γίνει με λατρεία, με θαυμασμό και δέος απέναντι σ’ έναν χαρισματικό, όσο και τρωτό άνθρωπο. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο 88χρονος Βάιντα σκηνοθετεί με νεύρο, ένταση και νεανικό επαναστατικό πνεύμα, μια ταινία που δεν μπορεί παρά να εμπνεύσει και να ξεσηκώσει. Ακόμα καλύτερα, το φιλμ ξεπερνά την προσωπικότητα του Βαλέσα και απεικονίζει ένα λαό που βρίσκει απάντηση στην ευχή του για ένα σωτήρα – πράγμα που, γιατί όχι, μπορεί να βρει τις αναλογίες του από την Πολωνία του ’70 στις σημερινές Ευρωπαϊκές χώρες. Κι αν οι δεύτεροι ρόλοι δεν δέχονται τη φροντίδα που τους αξίζει και χάνονται στα συνεχή αφηγηματικά flash backs, ο πρωταγωνιστής Ρόμπερτ Βίκιερβιτς με το φλεγόμενο βλέμμα και τη ζωική δύναμη αντεπεξέρχεται θαυμάσια στον θρύλο του Βαλέσα.

 

………………………………………………………………………………….

 

* Σε κοινή διανομή

 

Δυο ελληνικά ντοκιμαντέρ κάνουν το βήμα να… συνασπιστούν, για να διεκδικήσουν την προσοχή του αθηναϊκού (προς το παρόν) κοινού. Δυο διαφορετικές ματιές στη σημερινή Ελλάδα και τη θέση του πολιτισμού στην καθημερινότητα, που αντί για ζωτικός φτάνει να θεωρείται πολυτέλεια.

 

Η Κατερίνα Πατρώνη μελετά τα θεατρικά σύνολα που, χωρίς τους απαραίτητους πόρους, ακολουθώντας τα μοντέλα αυτοδιαχείρισης, παρουσιάζουν «χειροποίητες» παραστάσεις, βρίσκοντας ανταπόκριση στο κοινό, χάρη στην ειλικρίνεια και την εσωτερική τους δύναμη. Καθώς θεατράνθρωποι, από τη Μάρθα Φριτζήλα μέχρι τον Ολιβιέ Πι κι από τον Στάθη Λιβαθινό μέχρι τον Γιάννη Καλαβριανό μιλούν για το πού βρίσκουν τη δύναμη να συνεχίσουν, η κάμερα της Πατρώνη φωτίζει τα πρόσωπα των θεατών που, πιο επιλεκτικά από παλιά, σπεύδουν να γεμίσουν τα καθίσματα και τις ζωές τους με θέατρο.

 

Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, ένα χρόνο μετά τον «Μανάβη», παρουσιάζει μια ταινία γεμάτη δροσιά, παρακολουθώντας τα τρία χρόνια σπουδών των φοιτητών δραματικής σχολής. Νέοι άνθρωποι μιλούν στην κάμερα, μεταβάλλονται, ωριμάζουν, χωρίς να χάσουν τον ενθουσιασμό τους – μόνο καμιά φορά το κουράγιο τους, με την ιδέα του πώς θα ζήσουν όταν αποφοιτήσουν. Με ευαισθησία και διακριτικότητα, η ταινία πιάνει την ένταση και την αισιοδοξία ανθρώπων που βρίσκονται στο ξεκίνημά τους και φορτίζει μ’ αυτή τον θεατή που για λίγο θα ξανανιώσει φρέσκος.

 

Scroll to top