Η Ελένη Κοκκίδου στα «Κόκκινα φανάρια» παίζει και πάλι την πόρνη
Θριάμβευσε με την ευάλωτη «Γυναίκα της Πάτρας». Τώρα, στη σκηνή του Rex, γίνεται η κυνική Μαντάμ Παρή, που έχουμε ταυτίσει με τη Δέσπω Διαμαντίδου
Της Εφης Μαρίνου
Μαντάμ Παρή. Ποιος δεν θυμάται τη «διευθύντρια» του πιο διάσημου ελληνικού κινηματογραφικού μπορντέλου; Η καλή ηθοποιός Ελένη Κοκκίδου ερμηνεύει τον ρόλο που είχε παίξει η Δέσπω Διαμαντίδου στα «Κόκκινα φανάρια», τα οποία ξαναλάμπουν, όχι στο λιμάνι αλλά στη σκηνή Rex του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Η Ελένη Κοκκίδου μάς μιλάει για τη δεύτερη εμπειρία της ερμηνεύοντας τον ρόλο μιας πόρνης.
«Ημουν περίεργη να γνωρίσω τον Κωνσταντίνο Ρήγο, πολύπλευρο καλλιτέχνη. Οι περισσότεροι ξέρουμε «Τα κόκκινα φανάρια» από τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο που η ζωή αυτών των γυναικών προκαλεί ενδιαφέρον στην τέχνη. Δεν μιλάμε για την πόρνη που συναντά σε ακριβά ξενοδοχεία Σαουδάραβες, αλλά γι' αυτήν που «παίρνει» 150 άντρες την ημέρα. Αυτή η γυναίκα αποστασιοποιείται από το σώμα της, ζει σε μια τρομερή ανισορροπία, δύσκολα αντιλαμβανόμαστε πώς αισθάνεται, πώς αγαπά ,αφού δεν ζει σαν κανονικός άνθρωπος. Κόβεται ο ιμάντας που ενώνει το κορμί με την καρδιά, τη γυναικεία φύση».
- «Γυναίκα της Πάτρας» και τώρα μαντάμ Παρή. Δύο πόρνες διαφορετικές μεταξύ τους;
«Η μαντάμ Παρή είναι ένα τέρας. Εμπορεύεται ανθρώπινα σώματα. Η «Γυναίκα της Πάτρας» καμάρωνε ότι δεν σωματεμπορεύτηκε ποτέ. «Δούλευα μόνο το σώμα μου», έλεγε. Ηταν ένας ταπεινός άνθρωπος, μια ψυχούλα που στο τέλος της ζωής της παραληρούσε. Η μαντάμ Παρή παίζει με τις ανθρώπινες ψυχές, θέλει όλοι να εξαρτώνται απ' αυτήν. Ντύνει τα κορίτσια της στα μετάξια, φαντασιώνεται ότι διευθύνει ένα κλασάτο, παριζιάνικο μπορντέλο. Γι' αυτό αισθητικά βγαίνει πειραγμένη, με πράσινες και μπλε περούκες. Στη «Γυναίκα της Πάτρας», μια ευάλωτη ύπαρξη, χρειάστηκε να βρίσκομαι σε υψηλή ψυχική θερμοκρασία. Εδώ έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις».
- Εχετε παίξει απαιτητικούς ρόλους. Τι σας προκάλεσε στον συγκεκριμένο;
«Στον ρόλο τής μαντάμ περνούσαν οι απόμαχες πόρνες. Εκπαίδευαν στη δουλειά νέα κορίτσια για να τα εκμεταλλευτούν. Μια τέτοια πατρόνα είναι η μαντάμ Παρή. Αυταρχική, κυνική, που προσπαθεί ακόμα να νιώθει ωραία, ποθητή γι' αυτό και πληρώνει τον εραστή της. Κι όταν της τα παίρνει όλα, καταρρέει. Χωρίς εκείνον και τα κορίτσια της είναι τελειωμένη. Μου πήρε χρόνο να μπω στον ρόλο. Δεν είμαι κυνική ως άνθρωπος. Η εμπειρία βοηθάει να εισχωρείς στα πράγματα χωρίς να σε φοβίζουν, μέχρι να έρθει η στιγμή να φοβηθείς. Είναι όταν εμφανίζεται η καινούργια, άγνωστη περιοχή, που είναι δυσκολότερη από τότε που ήσουν νέος. Οσο περισσότερα ξέρεις, τόσο βεβαιώνεσαι ότι δεν ξέρεις».
-Δεν σας έχει λείψει το κλασικό ρεπερτόριο;
«Θέλω να επιστρέψω σ' αυτό. Εκεί ο ηθοποιός καλλιεργεί τις γνώσεις του, δοκιμάζει τις ικανότητές του. Ημουν τυχερή με τους δασκάλους μου στη Σχολή κι αργότερα όταν συνάντησα τον Βασίλη Παπαβασιλείου, άνθρωπο με ιδιαίτερα οξυμένο πνεύμα. Ηθοποιός δεν γίνεσαι για να ποζάρεις σε εξώφυλλα, αλλά γιατί ο νους σου κάπου πετάει, είσαι βουλιμικός με κάτι άπιαστο, θέλεις να μπεις σε άλλους κόσμους. Ο Βασίλης μού έμαθε πώς να ζω με την τέχνη μου, πώς να διαχειρίζομαι αυτό το άγνωστό μου υλικό, που ζητά τρόπους να πάρει μορφή και να εκφραστεί. Μετά γνώρισα τον Λευτέρη Βογιατζή, που με δίδαξε να μη στέκομαι σε ό,τι ξέρω, αλλά να τολμώ να θέτω τον εαυτό μου σε εκκρεμότητα. Η άγνωστη περιοχή σε προχωρά στην υποκριτική. Με τη «Γυναίκα της Πάτρας» έδωσα ό,τι είχα ως τεχνική, μυαλό, φωνή. Εκλεισε ένας κύκλος. Θέλω να προχωρήσω, να γνωρίσω ανθρώπους που θα με ιντριγκάρουν και θα τους ιντριγκάρω».
- Για τους νέους ηθοποιούς υπάρχουν σήμερα δάσκαλοι όπως στη δική σας γενιά;
«Εμείς μέσω της πορείας μαθητή-δασκάλου μάθαμε, λειτουργήσαμε συνολικά. Στην Ελλάδα τέτοια ομαλή εξέλιξη δεν υπάρχει. Δείτε τον χορό, που γνώρισε μια άνθηση και έσβησε. Η γενιά μου ανήκε σ' ένα κοινωνικό σύνολο, η ζωή ήταν δημόσια. Σήμερα είναι ιδιωτική, στο σπίτι, στο Ιντερνετ. Οι νέοι δύσκολα θαυμάζουν, επιθυμούν να μιμηθούν. Εχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, δεν ταπεινώνονται να δουν το πάνω από αυτούς για να εμπνευστούν. Αυτό ακριβώς τους κάνει ελεύθερους. «Δεν με παίρνεις στο θέατρο;». «Θα κάνω κι εγώ μια ομάδα». Και κάνουν. Διψώντας να εκφραστούν, δραστηριοποιούνται. Δημιουργούν, μάλιστα, ωραία πράγματα. Αυτή την πανσπερμία, την πληθωρικότητα τη χαίρομαι».
- Εχετε έργα, ρόλους στο μυαλό σας;
«Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», το «Μάνα κουράγιο», τη «Μήδεια». Νέος δεν ξέρεις ακόμα ποιος είσαι. Οταν μεγαλώνεις, και μετά από τόσες παραστάσεις συνόλου, αντιλαμβάνεσαι την προσωπική σου ανάγκη και επιθυμείς να εκφραστεί. Είναι σαν ο εαυτός σου να σε τραβά απ' το μανίκι λέγοντας: «Κάνε με κάτι». Πιστεύω ότι το κυρίαρχο στον καλλιτέχνη δεν είναι ο ναρκισσισμός ή η ματαιοδοξία, αλλά η ανάγκη να επικοινωνήσει εκτιθέμενος, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Σαν να εκβιάζει τον θεατή για να τον αγκαλιάσει. Δεν είναι τυχαίο που από τη σκηνή νιώθεις τον παλμό, την ενέργεια του κοινού».
- Περίκλειστη στο θέατρο αντιλαμβάνεστε τι γίνεται «έξω»;
«Νιώθω τυχερή που εργάζομαι και δημιουργώ. Οσο μπορώ βοηθώ, σε λίγο ούτε αυτό θα μπορώ να κάνω. Η τέχνη οφείλει να εμψυχώνει στα δύσκολα. Το βλέπω στη μουσική παράσταση που κάνω κάθε Δευτέρα στο «Χαμάμ». Δεν πρέπει η κατάσταση να μας τραβήξει προς τα κάτω. Η ζωή έχει χαρές. Θα τις βρούμε μαζί με τους άλλους».