05/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γιατί δεν έκαμα δήλωση στην Eφορία το 2013

Οσο κι αν είναι απαρηγόρητο να πεθάνεις υπόδουλη, το να πεθάνεις εθελόδουλη είναι ανυπόφερτα αισχρό.
      Pin It

Οσο κι αν είναι απαρηγόρητο να πεθάνεις υπόδουλη, το να πεθάνεις εθελόδουλη είναι ανυπόφερτα αισχρό…

 

Της Βούλας Δαμιανάκου*

 

Η εδώ γράφουσα και υπογράφουσα Β.Δ. δηλώνει πως δεν υπέβαλε δήλωση στην Εφορία το έτος 2013. Κι αυτό όχι γιατί δεν είχε τι να δηλώσει, αφού κατά τον ίδιο χρόνο εισέπραξε 2.000 ευρώ -500 ανά τριμηνία- και δεν τα δήλωσε. Ούτε ισχύει το ότι κανείς απ’ όσους της χρωστάνε -εκδότες, εκδοτικές εταιρείες ή άλλες… αφιερωμένες να προστατεύουν και να υπερασπίζονται τα πνευματικά (συγγραφικά) δικαιώματα πνευματικών ανθρώπων- δεν της έδωσε και δεν της δίνει δεκάρα τσακιστή.

 

Γιατί αν δεν της τα ’χαν δώσει οι… πνευματικοί εκδοτο-πατέρες της, τότε πώς βρέθηκαν στα χέρια της αυτές οι 2.000 ευρώ; Ούτε είναι λόγος ότι παίρνουν έργα του συντρόφου της Β. Ρώτα και της ίδιας, τα τυπώνουν σε δισκέτες -cd-, τα κυκλοφορούν με τις… καθημερινές εφημερίδες τους, απαντώντας με τη σιωπή τους στις διαμαρτυρίες της… Και βέβαια ούτε επειδή το Κράτος και η Βία κρατάνε καρφωμένο στον βράχο τον ευεργέτη και φίλο των ανθρώπων Προμηθέα και το όρνιο καθημερινά τού σπαράζει τα σπλάχνα… Οχι τέτοια.

 

Οχι πετάγματα υπερφίαλα. Εδώ δεν λογαριάστηκε ένας Αισχύλος… Ούτε είναι από γινάτι, γιατί πρόσφατα τη γράφουσα τη λήστεψαν -εν κρυπτώ και παραβύστω- από ένα κομμάτι της ελάχιστης περιουσίας της, αποχτημένο με ιδρώτα και με αίμα. Ναι, τη λήστεψαν κι ο νόμος, κερί αναμμένο, έφεγγε στην παρανομία να κάνει… νόμιμα τη δουλειά της…

 

Φίλοι υπέδειξαν στη γράφουσα να καταφύγει στη Δικαιοσύνη. Αλλά ίσα ίσα από τη Δικαιοσύνη ερχόταν, αποκομίζοντας την τέλεια απογοήτευση κι αναθυμούμενη τον στίχο του ποιητή: «Με της Δικαιοσύνης την πορεία / δεν θα ‘βρισκε κανείς μας σωτηρία». Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως δεν θυμάται με σεβασμό και δεν ευλαβείται λειτουργούς της Δικαιοσύνης σαν τους Τερτσέτη, Πολυζωίδη, Δελαπόρτα, Μπούτη, Σαρτζετάκη, Μανδραπήλια… Ομως δεν πιστεύει πως μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητη Δικαιοσύνη σε κράτος εξαρτημένο κι η ίδια η πραγματικότητα ορθώνει αδυσώπητη την εναντίωσή της…

 

Ας είναι, η γράφουσα από ’δώ, «από του μνήματός της το ανοικτόν στόμα» εναντιώνεται μ’ όλες τις ασθενικές, υπέργηρες δυνάμεις της στο θέλημα του κράτους, που ανέκαθεν το γνώρισε τόσο αδυσώπητα εχθρικό! Που από τα χρόνια της εφηβείας της ορθώθηκε μπροστά της (με τη φωνή του καθηγητή της γυμναστικής) αμείλικτα δεσποτικό: «Θα μας κάμεις αίτηση να γίνεις μέλος της ΕΟΝ και θα φορέσεις τη στολή της φαλαγγίτισσας. Είναι υποχρεωτικό – υποχρεωτική και η αίτηση». Δεν έκαμε αίτηση, ούτε φόρεσε ποτέ τη στολή της ΕΟΝ. Εμεινε στη μαύρη σχολική ποδιά, αλλά τα εφηβικά όνειρα έγιναν μαύρη πραγματικότητα: Πόλεμος, το Επος της Αλβανίας, Κατοχή…

 

Κι ο Τουρκοβασίλης βρίσκει την… ευκαιρία να γράφει στον Τσολάκογλου, τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό: «[...] εκλάπη η σημαία από την Ακρόπολη… Ολο και πληθαίνουν οι αγγλόφιλοι…». Κι η γράφουσα από το Κράτος της φασιστικής δικτατορίας παραδίνεται στο δωσίλογο κράτος της Κατοχής. Οπου από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, από φυλακή σε στρατοδικείο, με ανάμεσα… ιντερμέδια με καμιόνια φορτωμένα συντρόφους δεμένους με χειροπέδες να φεύγουν για ντουφέκισμα. Κούρνοβο… Καισαριανή, Γουδί… Και ξαφνικά κι απερίμεντα ν’ ανοίγουν οι πόρτες του στρατοπέδου στη Λάρισα και ν’ αδειάζουν στον δρόμο όλους τους κλεισμένους, μαζί με τη γράφουσα, που συνδέεται με τις ντόπιες ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις, κι αγωνίζεται μαζί τους, ώσπου ανέτειλε η μέρα της Λευτεριάς…

 

Κίνησε η γράφουσα για το χωριό της, για το σπίτι της… Μα πρόλαβε και τη σταμάτησε μαύρο χαμπέρι. Το σπίτι της το ‘χε διαγουμίσει ο άγριος Χάρος και το ‘χε ορφανέψει από πατέρα, θείο και θεία, τρεις ολότελα αθώες ψυχές, τη θεία επιπλέον κατάκοιτη…

 

Εμφύλιος πόλεμος, αδερφοσκοτωμός! Η πατρίδα στη θέση του «ηττημένου δίκιου» κι η γράφουσα κυνηγημένο αγρίμι, χωρίς καμιά κατηγορία εναντίον της, μα με τον αστυνομικό της φάκελο βαρυφορτωμένο με ό,τι δωσιλογισμός κι εμφύλια πάθη τον είχαν εφοδιάσει… Προσπάθησε να νομιμοποιηθεί, να βγάλει ταυτότητα, της ζητούσαν ν’ απαντήσει «Πού ήσουν και τι έκανες από το 1941 έως σήμερα…».

 

Κι ίσως θα πρέπει εδώ να κατατεθεί πως αστυνομική ταυτότητα η γράφουσα είχε αποχτήσει από το 1945. Ομως με τις συνθήκες που επιβλήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, μάλιστα το 1948-1949, η αστυνομική αυτή ταυτότητα είχε καταντήσει εξαιρετικά επικίνδυνη κι ενοχοποιητική για άτομα που είχαν περάσει στην παρανομία, αφού η ίδια η Εθνική Αντίσταση ήταν εκτός νόμου. Ετσι που αυτή την ταυτότητα η γράφουσα την τρύπωσε, σαν τεκμήριο ενοχής, σε μια τρύπα τρύπιου πατώματος παλιού σπιτιού στη συνοικία Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης…

 

Κατά τη συγγραφική της ενασχόληση έγραψε δεκάδες βιβλία, διηγήματα, μυθιστορήματα, μελέτες, άρθρα, μεταφράσεις. Στην εικοσιπενταετή συνεργασία της με τον σύντροφό της Β. Ρώτα, συνέβαλε αποφασιστικά στη μετάφραση των απάντων του Σαίξπηρ. Το κράτος αγνόησε και φέρθηκε με περιφρόνηση στο έργο τους αυτό. Φέρθηκε άκρως απαξιωτικά σ’ έναν έξοχο ποιητή και πρωτοπόρο σαν τον Βασίλη Ρώτα, υπερασπιστή, όσο λίγοι, της ελευθερίας, της γλώσσας και της πατρίδας. Αφήνοντας το σπουδαίο έργο του στη διάθεση της λεηλασίας και της ΔΙΑΒΟΛΗΣ, δίνοντας μάλιστα πρώτο (το κράτος) το παράδειγμα.

 

Το 1986 η γράφουσα υπέβαλε αίτηση για σύνταξη στο υπ. Πολιτισμού, όπου διαπίστωσε πως ο νόμος που αναγνώριζε σύνταξη στους λογοτέχνες είχε ακυρωθεί κι είχε αντικατασταθεί με νόμο γραμμένο από τις ερπύστριες των τανκς της χούντας των Παπαδόπουλων, νόμο της πιο απύθμενης αθλιότητας, που οι πνευματικοί άνθρωποι (Εταιρεία Συγγραφέων κ.λπ.) τον είχαν δυστυχώς αποδεχτεί. Ομως η γράφουσα δεν… κατάφερε να προσπεράσει θυσίες, μαρτύρια και αγώνες, προσπέρασμα άκρως για την ίδια απαγορευτικό μα και για όλους τους Συνέλληνες προσβλητικό κι απόσυρε την αίτηση για σύνταξη, όσο κι αν τη δικαιούνταν κι όσο κι αν την είχε ανάγκη…

 

Ωστόσο ήταν πειθαρχική στους νόμους του κράτους, κι ανταποκρινόταν πάντα στις υποχρεώσεις που της επέβαλλαν και ποτέ -καμιά χρονιά- δεν παράλειψε να κάνει δήλωση στην Εφορία. Και μια χαρά είχε κατανοήσει τον λόγο. «Κάλλιο στον ληστή του δρόμου παρά στον ληστή του νόμου». Τώρα, στα 93 χρόνια της βλέπει πως, όσο κι αν αγωνίστηκε και συναγωνίστηκε για ελευθερία και λεύτερη πατρίδα, θα πεθάνει υπόδουλη σε πατρίδα επίσης υπόδουλη. Ωστόσο δεν έκαμε δήλωση στην Εφορία το έτος 2013, αναλογιζόμενη πως όσο κι αν είναι απαρηγόρητο να πεθάνεις υπόδουλη, το να πεθάνεις εθελόδουλη είναι ανυπόφερτα αισχρό…

 

…………………………………………………………………………………..

 

* Συγγραφέας

 

Scroll to top