Του Γιάννη Γούναρη*
Τα διλήμματα των ευρωεκλογών, θα λέγαμε ορθότερα, τα οποία συνοψίζονται σε ένα: θα συνεχίσει η Ευρώπη στην πορεία που της έχουν χαράξει ή θα αλλάξει ρότα, υπό την πίεση των λαών της; Η εύκολη διαπίστωση -αν και δεν φαίνεται να συγκινεί κανέναν ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες, όπου η ομφαλοσκόπηση συνεχίζεται μακαρίως- είναι ότι η Ενωση έχει απολέσει την όποια σύνδεση είχε με τους πολίτες της, παντού στην Ευρώπη, όχι μόνο στις πληττόμενες από την κρίση χώρες. Αυτή η αποσύνδεση εκφράζεται με δύο τρόπους: τη μαζική αποχή και την ενίσχυση του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού, φαινόμενα που –προεξοφλείται– θα κυριαρχήσουν στις 25 Μαΐου. Γιατί όμως; Και ποιους βολεύει, τελικά, η διοχέτευση της λαϊκής αγανάκτησης, οργής και απαξίωσης προς αυτές τις δύο, αδιέξοδες, κατευθύνσεις;
Προφανέστατα, η Ενωση έχει κάνει τεράστια σφάλματα και επιλογές που την έχουν, τελικά, οδηγήσει σε ένα εκφυλιστικό του αρχικού σκοπού της αποτέλεσμα. Μεταξύ αυτών, ιδιαιτέρως πρέπει να υπογραμμιστεί η τραγική επιλογή των Βρυξελλών να αναγνωρίσουν, τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών της Ενωσης, ως εκφραστές των ευρωπαϊκών ιδεωδών ανθρώπους η όλη προσωπική και πολιτική πορεία των οποίων δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα εν λόγω ιδεώδη, αλλά απλά χρησιμοποιούν ευκαιριακά ένα φιλοευρωπαϊκό προσωπείο για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού. Αυτά τα λάθη, καθώς και οι αστοχίες στον θεσμικό σχεδιασμό της Ενωσης οφείλουν να επισημαίνονται και να στηλιτεύονται και μάλιστα με αυστηρότητα ανάλογη των καταστρεπτικών τους συνεπειών για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτό είναι το πρώτο βήμα.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός και να αποφύγει να πέσει στην παγίδα του στείρου αρνητισμού και του αντιευρωπαϊσμού. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στον κριτικά σκεπτόμενο φιλοευρωπαίο και στον αντιευρωπαϊστή: η απάντηση που δίνουν στο ερώτημα «τι να κάνουμε», αφού γίνει η διαπίστωση των κακώς κειμένων. Ο δεύτερος θα απαντήσει: να απορρίψουμε την Ενωση, να ξεχάσουμε τις ονειροφαντασίες περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπισθεν ολοταχώς, επιστροφή στους εθνικισμούς, στο περίκλειστο εθνικό κράτος και στην περιχαράκωση του «εμείς εναντίον των άλλων», στο φανταστικό καταφύγιο της μοναχικής πορείας μικρών ή μεσαίων -στην καλύτερη περίπτωση- κρατών μέσα στο ανελέητο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον του 21ου αιώνα. Ακριβώς επειδή επιδιώκει την αναίρεση της μέχρι σήμερα πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο αντιευρωπαϊστής βολεύεται με τη διατήρηση των τρωτών σημείων της Ενωσης. Ο πρώτος, όμως, θα διεκδικήσει ένα άλμα προς τα εμπρός και τη διόρθωση αυτών των κακώς κειμένων, χωρίς να υποστηρίζει ότι για όλα τα δεινά φταίει η Ευρώπη και μόνο η Ευρώπη, μια ιδέα που εξυπηρετεί τα πολιτικά και οικονομικά κατεστημένα εντός των κρατών-μελών, τα οποία έτσι απαλλάσσονται από τις δικές τους τεράστιες ευθύνες, βρίσκοντας έναν βολικό αποδιοπομπαίο τράγο και την ευκαιρία να διαιωνίσουν τη δική τους επιρροή, όπως επίσης και τις παθογένειες που είναι συμφυείς με το σύστημα διαπλοκής μεταξύ εξουσίας και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και που οδήγησαν στην κρίση. Το σημαντικότερο, ο κριτικά σκεπτόμενος φιλοευρωπαίος θα υπογραμμίσει ότι ασφαλώς η Ενωση φέρει και η ίδια μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση και οφείλει να δώσει λόγο και να απολογηθεί γι’ αυτό εμπράκτως, δηλαδή αλλάζοντας ρότα, χωρίς όμως να αμφισβητεί ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό πείραμα υπήρξε ό,τι πιο ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό στην ταραγμένη ιστορία αυτής της ηπείρου και, συγχρόνως, ότι παραμένει η καλύτερη ελπίδα των Ευρωπαίων για ένα καλύτερο, κοινό μέλλον σε έναν κόσμο γεμάτο νέες προκλήσεις. Θα εκτιμήσει το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα μεγάλο ιστορικό παράδοξο, δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει, δεδομένης της μακραίωνης παράδοσης πολέμων, διχασμών, εθνικισμού, τυραννίας και μίσους μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Οτι η ίδια η ιδέα της ειρηνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι, στον πυρήνα της, μια ιδέα εξόχως ρομαντική, μια ουτοπία τόσο εύθραυστη και φευγαλέα όσο ένα όνειρο. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό, αξίζει κανείς να αγωνιστεί γι’ αυτήν.
Η έννοια του ευρωσκεπτικισμού, ιδίως στις μέρες μας, ουδόλως ταυτίζεται με εκείνη του αντιευρωπαϊσμού. Δηλαδή, κάποιος που βλέπει με έντονο σκεπτικισμό τη σημερινή παρακμή της Ευρώπης, επισημαίνει τα λάθη της ασκώντας αυστηρή μεν, καλόπιστη και παραγωγική δε κριτική και διεκδικεί την ανατροπή αυτής της κατάστασης και μια δημοκρατική επανεκκίνηση προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις, δεν είναι αντιευρωπαϊστής, δηλαδή αντίθετος στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ακριβώς αντίθετο, είναι πολύ περισσότερο ευρωπαϊστής από αυτούς που διατείνονται εντελώς αυθαίρετα ότι αυτή είναι η Ευρώπη και άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Με αυτήν την έννοια, το δίλημμα των ευρωεκλογών που επέλεξε να προβάλει και στα καθ’ ημάς η συγκυβέρνηση, δηλαδή «σταθερότητα ή περιπέτεια», είναι σωστό. Μόνο, όχι με την έννοια που θέλουν να του δώσουν οι εμπνευστές του. Διότι, στη σημερινή ευρωπαϊκή (και ελληνική) πραγματικότητα, σταθερότητα σημαίνει αποτελμάτωση, παρακμή και συνέχιση του εκφυλισμού που ήδη βιώνουμε. Αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη (και η Ελλάδα) είναι, όντως, μια καλή περιπέτεια.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Δικηγόρος, κάτοχος LL.M από το London School of Economics και διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών