15/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Προϊστορικά τέρατα και τρυφεροί μαφιόζοι

Ο «Godzilla» επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη με τρόπο που δεν θα απογοητεύσει τους fans του. Δύο άλλες ταινίες, όμως, ξεχωρίζουν, βραβευμένες στις Κάνες. Το «Salvo» για έναν άτεγκτο εκτελεστή που παραδίδεται μπροστά σε μια τυφλή κοπέλα. Και το γεμάτο ρεαλισμό αλλά και ποίηση «Suzanne», με το νέο αστέρι του γαλλικού σινεμά, τη Σαρά Φορεστιέ.
      Pin It

Ο «Godzilla» επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη με τρόπο που δεν θα απογοητεύσει τους fans του. Δύο άλλες ταινίες, όμως, ξεχωρίζουν, βραβευμένες στις Κάνες. Το «Salvo» για έναν άτεγκτο εκτελεστή που παραδίδεται μπροστά σε μια τυφλή κοπέλα. Και το γεμάτο ρεαλισμό αλλά και ποίηση «Suzanne», με το νέο αστέρι του γαλλικού σινεμά, τη Σαρά Φορεστιέ

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Godzilla

Σκηνοθεσία: Γκάρεθ Εντουαρντς

Ηθοποιοί: Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον, Μπράιαν Κράνστον, Ελίζαμπεθ Ολσεν, Ζιλιέτ Μπινός

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ένα πυρηνικό εργοστάσιο στην Ιαπωνία σφραγίζεται χωρίς πολλές εξηγήσεις, έπειτα από ένα ατύχημα με θύμα, μεταξύ άλλων, τη γυναίκα του επιστήμονα Τζο Μπρόντι και μητέρα του μικρούλη Φορντ. Χρόνια αργότερα, ο Φορντ έχει καταταγεί στον αμερικανικό στρατό, ο Τζο προσπαθεί επίμονα, ως παράφρων, να διαλευκάνει το τότε μυστήριο και η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια παρόμοια απειλή, μόνο πολύ μεγαλύτερη: ο πολυώροφος Γκοτζίλα έχει ως συνοδεία δυο ακόμα υπερμεγέθη τέρατα και οι τρεις τους ακινητοποιούν τη Γη, σκορπώντας με κάθε τους βήμα την καταστροφή και το θάνατο.

 

Ο δημιουργός του «Monsters» ξαναφέρνει το προϊστορικό τέρας στη μεγάλη οθόνη, με τρόπο που δεν απογοητεύει ούτε τους fans του ούτε όσους αναζητούν μια δραματική περιπέτεια με σασπένς και XXL εφέ. Σεβόμενη την B-movie παράδοση του Γκοτζίλα από την περίοδο της γέννησής του, ως απόρροια της πυρηνικής καταστροφής στην Ιαπωνία του 1950, η ταινία την εμπλουτίζει με μια ανθρώπινη ιστορία αγωνίας, που δεν θα πάρει Οσκαρ σεναρίου, θα κρατήσει όμως έντονο το ενδιαφέρον του θεατή για τη σχεδόν πρώτη ώρα του φιλμ, μέχρι να εμφανιστούν τα τέρατα και να ποδοπατήσουν τον γήινο πολιτισμό. Το μήνυμα της αιώνιας μάχης της Φύσης με τον Ανθρωπο καλά κρατεί, ένα θαυμάσιο καστ περνά για ολιγόλεπτες εμφανίσεις από την οθόνη, με τον Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον ν’ αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό αντίβαρο στον Γκοτζίλα και την παρέα του, τα εφέ είναι θεαματικά και οι μάχες των τεράτων σχεδόν τόσο εντυπωσιακές όσο αυτές του «Pacific Rim», μια σεναριακή ανατροπή στο φινάλε φέρνει οριακά τσιμπήματα συγκίνησης κι ο «νέος» Γκοτζίλα μάς κάνει να περιμένουμε με χαρά το σίκουελ, ήσυχοι ότι κι εκείνος θα ζήσει καλά στα χέρια του Εντουαρντς κι εμείς καλύτερα με την προστασία των παντοδύναμων Αμερικανών marines!

 

………………………………………..

 

Ο Σωσίας

(The Double)

Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Αγιοάντι

Ηθοποιοί: Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Μία Γουασικόφσκα

 

Ο Σάιμον Τζέιμς είναι ένας διεκπεραιωτικός υπάλληλος σε μια τεράστια, καφκική πολυεθνική εταιρεία, με διευθυντή τον «Συνταγματάρχη». Ο Σάιμον περνά απαρατήρητος ακόμα κι όταν δεn θέλει, η μητέρα του τον αποπαίρνει και τον ειρωνεύεται διαρκώς, οι συνάδελφοί του τον αγνοούν ή τον περιγελούν, το κορίτσι των ονείρων του, η Χάνα, που δουλεύει στις φωτοτυπίες, δεν του ρίχνει δεύτερη ματιά. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα όταν στην εταιρεία εμφανιστεί ο Τζέιμς Σάιμον, ένας νεαρός άνdρας ολόιδιος εμφανισιακά με τον Σάιμον, αλλά αντίθετος ως προσωπικότητα, δημοφιλής, δυναμικός, χαρισματικός, έτοιμος να διεκδικήσει τη ζωή και… τη Χάνα.

 

Ο σκηνοθέτης του θαυμάσιου «Submarine» επιχειρεί μια μεταμοντέρνα κινηματογραφική μεταφορά του «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι, με πλεονέκτημα τη σκοτεινή του φαντασία και την ατμοσφαιρική ερμηνεία του Τζέσι Αϊζενμπεργκ εις διπλούν. Το μηδενιστικό σύμπαν που χτίζει φέρνει στο μυαλό εικόνες και σκέψεις από ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς και του Τέρι Γκίλιαμ, ή τα κείμενα του Οργουελ και του Πόε, δίνοντάς του τη δική του, στιλιζαρισμένη γεύση προσωπικής απόγνωσης, ενός ανθρώπου τον οποίο το σύστημα και η μοίρα ξεπερνoούν. Εξαιρετικά φιλόδοξο στις προθέσεις του, το φιλμ χτίζει μια εκπληκτική, εικαστικά και νοηματικά ατμόσφαιρα, αποδεικνύει ότι ο Αγιοάντι είναι ικανός για προκλητικό σινεμά με κυνισμό και χιούμορ, εις βάρος ωστόσο των ηρώων του που, τοποθετημένοι μέσα στο γεμάτο λεπτομέρειες και νοήματα «σκηνικό» της ζωής τους, δεν προλαβαίνουν να πάρουν ανθρώπινη ανάσα, ή, μέσα στο πλαίσιο του υπαρξιακού σινεμά φαντασίας, να ξεφύγουν από το προβλέψιμο.

 

………………………………………..

 

Salvo

Σκηνοθεσία: Φάμπιο Γκρασαντόνια, Αντόνιο Πιάτσα

Ηθοποιοί: Σαλέχ Μπακρί, Λουίτζι Λο Κάσκιο, Σάρα Σεραϊόκο

 

Ο Σάλβο δουλεύει ως εκτελεστής για τη σιτσιλιάνικη μαφία. Είναι σιωπηλός, εσωστρεφής, ψύχραιμος, συγκεντρωμένος στον στόχο του που ποτέ δεν αποτυγχάνει. Σε μια αποστολή του, νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο: το θύμα λείπει από το σπίτι, εκεί όμως βρίσκεται η αδελφή του, η τυφλή Ρίτα, που δεν μπορεί να εμποδίσει τη δολοφονία, αλλά μπορεί να κοιτά τον Σάλβο με απέχθεια και μίσος, παρότι δεν τον βλέπει. Μόνο που εκεί, η Ρίτα θα δει πρώτη φορά. Αντί να τη βγάλει από τη μέση, ο Σάλβο θ’ αποφασίσει να την αφήσει να ζήσει και θα την κρατήσει κοντά του. Οι ανεπάρκειες, οι μπερδεμένες επιθυμίες, οι αδυναμίες τους, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, θα τους φέρουν απρόσμενα κοντά.

 

Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τους δύο δημιουργούς, βραβευμένο στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Κανών, το «Salvo» λειτουργεί εξαιρετικά και στο εγκεφαλικό και στο εικαστικό επίπεδο. Από τη μια πλευρά, η ιδέα ενός άτεγκτου εγκληματία που στα μάτια μιας τυφλής κοπέλας βλέπει την εικόνα που ο ίδιος φοβάται για τον εαυτό του, προσφέρει εκπληκτικές ευκαιρίες ανάπτυξης κι εξερεύνησης του κεντρικού ήρωα. Από την άλλη, ακολουθώντας το ύφος του θρίλερ, με υποτονική, σκοτεινή φωτογραφία (σαν το σκοτάδι στην όραση της Ρίτα) κι όλη την έμφαση να πέφτει στην εκπληκτική ηχητική μπάντα, η ταινία παγιδεύει στην ατμόσφαιρά της τις αισθήσεις, προτού καν προλάβει να λειτουργήσει η λογική. Ως απόσταγμα αυτού του στιλ, η σκηνή της δολοφονίας του αδελφού της Ρίτα, γυρισμένη σ’ ένα αριστοτεχνικό μονοπλάνο με κάμερα στο χέρι, αναδεικνύει δυο θαρραλέους σκηνοθέτες με δυναμισμό και άποψη.

 

Μέσα στο συναρπαστικό ντεκόρ του Παλέρμο, ο Ισραηλινός Σαλέχ Μπακρί όχι απλώς ερμηνεύει με βάθος όλες τις διακυμάνσεις του Σάλβο, από τη σκληρότητα στην τρυφερότητα, αλλά και παγιδεύει το βλέμμα στην οθόνη με το σκληρό πρόσωπο και τα εκφραστικά, τιρκουάζ μάτια του. Ωστόσο, ολόκληρο το δεύτερο μέρος της ταινίας, της συμβίωσης –με τη μορφή της ομηρίας– του Σάλβο με τη Ρίτα, απομακρύνεται από την πυκνότητα και την αγωνία του πρώτου και καταλήγει αδύναμα, με μια αμηχανία που προδίδει τους πρωτάρηδες δημιουργούς της, παρότι ανυπομονούμε να δούμε και την επόμενη ταινία τους.

 

………………………………………..

 

Suzanne

Σκηνοθεσία: Κατέλ Κιγιεβερέ

Ηθοποιοί: Σάρα Φορεστιέ, Αντέλ Ενέλ, Φρανσουά Νταμιάν, Πολ Αμί

 

Ενας πατέρας κι οι δυο μικρές κόρες του στέκονται στο νεκροταφείο, τιμώντας τη μνήμη της μητέρας που έφυγε νωρίς. Ο πατέρας, φτωχός βιοπαλαιστής, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να μεγαλώσει μόνος, σωστά, τα παιδιά του. Τα κορίτσια είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους, μέχρι που, στην εφηβεία, η μικρότερη από τις δυο, η χαμηλών τόνων, πιο εσωστρεφής Σουζάν, μένει έγκυος κι αποφασίζει πεισματικά να κρατήσει το παιδί.

 

Μια συνηθισμένη ιστορία προσωπικής καταδίκης και οικογενειακών συγκρούσεων γίνεται, στα χέρια της Κιγιεβερέ, ένα λυρικό φιλμ που πατά με το ένα πόδι στον ρεαλισμό και με το άλλο στην ποίηση, επίσημη έναρξη της Εβδομάδας Κριτικής στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και με το βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου στα φετινά Σεζάρ.

 

Μια ιστορία για κατεστραμμένες μοίρες και την απόλυτη, ισοπεδωτική παράδοση στο κάλεσμα του έρωτα. Μέσα σ’ ένα θαυμάσιο καστ που τσιτώνει τα όρια της λογικής και της κανονικότητας, η Σαρά Φορεστιέ κατακλύζει την οθόνη με πάθος, σχηματίζοντας μια καταστροφική, αυτοκαταστροφική, ακραία εγωίστρια ηρωίδα, μαγνητική για τον θεατή μέσα στη δική της αλήθεια.

 

Η επιλογή της Κιγεβερέ ν’ αφηγηθεί μια απλή ιστορία χαρακτήρων και σχέσεων μ’ ένα σκόπιμα επιτηδευμένο, αφαιρετικό σενάριο, συχνά δεν λειτουργεί, ειδικά καθώς οι ήρωές της κάνουν όλο και πιο καθοριστικά βήματα ανεβάζοντας την ένταση. Στη δεύτερη, μόλις, μεγάλου μήκους ταινία της, ωστόσο, η σκηνοθέτης παρουσιάζει ένα δυνατό, υπόγειο δράμα, με την ίδια μελαγχολία και τον κυνισμό του «Suzanne» του Λέναρντ Κοέν που φυσάει τις νότες του πάνω στους τίτλους τέλους.

 

……………………………………..

 

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

(Romeo & Juliet)

Σκηνοθεσία: Κάρλο Καρλέ

Ηθοποιοί: Χέιλι Στάινφελντ, Ντάγκλας Μπουθ, Ντέιμαν Λούις

 

Ο Τζούλιαν Φέλοουζ (του «Gosford Park» και του «Downton Abbey») αποφασίζει να διασκευάσει την πολλοστή μεταφορά του έργου του Γουίλιαμ Σέξπιρ, της «σπουδαιότερης ρομαντικής ιστορίας που ειπώθηκε ποτέ». Υπάρχουν φορές που ο Σέξπιρ διασκευάζεται με δημιουργική ελευθερία, ώστε το έργο του να αγγίξει τη σημερινή εποχή, πνευματικά ή εικαστικά και άλλες που απλώς αναπαράγεται ξανά, ώστε να διατηρηθεί αυτούσιο. Η ταινία ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, γιατί παρότι ο Φέλοουζ μεταχειρίζεται κατά βούληση και μάλλον επιτυχημένα το κείμενο, η σκηνοθεσία (κι επίσης η σκηνογραφία, τα κοστούμια, οι βόλτες στην πραγματική Βερόνα, η μουσική) είναι τόσο συντηρητική και συμβατική, που ο μοναδικός αέρας νεότητας που περνά από την ιστορία δυο νέων εραστών, είναι το δροσερό πρόσωπο της Χέιλι Στάινφελντ, ανοιχτό για να το ερωτευτεί ο καθένας (ο Μπουθ – Ρωμαίος μάλλον τζούφιος). Μια νότα έντασης δίνουν δεύτεροι ρόλοι, κυρίως ο Πολ Τζιαμάτι στον ρόλο του καλόγερου, αλλά η υπόλοιπη ταινία και το εμβληματικό δράμα της κυλούν σε επίπεδη γραμμή, όμορφα στολισμένα.

 

Scroll to top