17/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η πολιτική της απουσίας

Mια κοινωνία χωρίς πολιτική είναι μια κοινωνία-φάντασμα, η οποία απαρνιέται τον εαυτό της, απαρνιέται την ελευθερία της ή την απελευθέρωσή της.
      Pin It

Mια κοινωνία χωρίς πολιτική είναι μια κοινωνία-φάντασμα, η οποία απαρνιέται τον εαυτό της, απαρνιέται την ελευθερία της ή την απελευθέρωσή της

 

Του Κάρλο Γκάλι* Επιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης

 

Υπάρχει και μια πολιτική της αποχής. Η ιστορία είναι γεμάτη από αποχές, από αποσκιρτήσεις, αποστασίες, αναχωρήσεις, φυγές, δηλαδή από πράξεις εγκατάλειψης του πεδίου, που γίνονται για να συνεχιστεί το παιχνίδι αλλού ή για να αλλάξουν βαθιά οι κανόνες του ήδη διεξαγόμενου παιχνιδιού. Στις θεμελιώδεις έννοιες της πολιτικής –ενσωμάτωση και αποκλεισμός, εξάρτηση και ισότητα, ιδιαιτερότητα και καθολικότητα– μπορούμε επομένως να προσθέσουμε και την αποχή στις διάφορες μορφές της.

 

Είναι η πολιτική εκείνων που δεν συμμετέχουν, εκείνων που μένουν απέξω. Και υπήρξαν πολλοί, ακόμη και αν δεν ανατρέξουμε στους πληβείους της αρχαίας Ρώμης που κατέφευγαν στον Αβεντίνο Λόφο ή στους Αγγλους πουριτανούς που μπαρκάριζαν στο πλοίο Mayflower με προορισμό τον Νέο Κόσμο. Για να παραμείνουμε σε πιο κοντινούς σε μας καιρούς και σε πιο οικείους τρόπους, ήταν εκείνοι που έμεναν μακριά από τις κάλπες των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών για τους πιο διαφορετικούς λόγους.

 

Από ιδεολογική εχθρότητα, όπως οι αναρχικοί, οι οποίοι θεωρούσαν και θεωρούν τίτλο τιμής το να μποϊκοτάρουν τις εκλογές, δηλαδή το γεγονός με το οποίο, κατά τη γνώμη τους, το σύστημα εξουσίας προσελκύει τους πολίτες και τους κάνει δούλους του και συνενόχους του. Η αποχή από την ενεργό πολιτική δικαιολογήθηκε όμως και από βαθύτερους λόγους απομάκρυνσης, δηλαδή όχι μόνον από την απόρριψη μιας ορισμένης θεσμικής διάταξης, αλλά από την απόρριψη της ίδιας της λογικής της πολιτικής.

 

Αυτήν την απόρριψη τη συναντάμε γενικά σε πλούσιες κοινωνίες, σε κοινωνίες της αφθονίας, οι πολίτες των οποίων έχουν σε τέτοιο βαθμό εθιστεί στην κατανάλωση υλικών αγαθών, ώστε να μην έχουν πλέον κίνητρα για να συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική. Πρόκειται για μια αδιαφορία που πηγάζει από βουλιμία, για μια αδράνεια που πηγάζει από απληστία. Στις δυτικές δημοκρατίες θεωρείται εδώ και πολύ καιρό φυσιολογικό να είναι μεγάλη η αποχή από την εκλογική διαδικασία. Η εύπορη και ικανοποιημένη μάζα είναι περισσότερο επιρρεπής στην αδράνεια και την απάθεια και λιγότερο ικανή για ενεργητικότητα και δυναμισμό.

 

Διαφορετική είναι η αποχή εκείνων που υιοθετούν το απόφθεγμα «I would prefer not to», με το οποίο ο γραφέας Μπάρτλεμπι, ο φανταστικός ήρωας του Μέλβιλ, διαφεύγει από την εργασία του, από την ευθύνη του και τελικά από τον καιρό του. Εχουμε εδώ μια χαμηλόφωνη αμερικανική προεικόνιση του γερμανικού απολιτικού πνεύματος, για το οποίο έγραψε ο Τόμας Μαν.

 

Υπάρχει τέλος και η οργισμένη αποχή εκείνων που θεωρούν ότι διαθέτουν μόνον αυτό το μέσο για να διαμαρτυρηθούν εναντίον των ανυπόληπτων κομμάτων και εναντίον των αφερέγγυων θεσμών. Είναι δηλαδή η αποχή εκείνων που πεινάνε για πολιτική, αλλά δεν βρίσκουν ψωμί για τα δικά τους δόντια και εξαντλούνται από αδυναμία, μέχρις ότου κάποιοι μαγειρέψουν το νόστιμο φαγητό που θα ανοίξει ξανά την όρεξη αυτού του κινητικού και ταλαντευόμενου τμήματος του εκλογικού σώματος, που κάνει προς το παρόν απεργία πείνας.

 

Με δυο λόγια, οι λόγοι της εξόδου, της αποσκίρτησης, φτάνουν από την απάθεια εξαιτίας του κορεσμού ώς τη νηστεία εξαιτίας έλλειψης τροφής, από τον ενάρετο ασκητισμό ώς τον ανταγωνισμό που δικαιολογείται με πολλούς τρόπους και κυρίως –αυτή είναι η ιταλική περίπτωση– τη στείρα και ουσιαστικά ανεύθυνη διαμαρτυρία. Αφού επί μακρόν είχε ενάρετα επιδείξει υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, η Ιταλία πράγματι καταγράφει σήμερα αιφνίδια ένα ποσοστό-ρεκόρ της αποχής. Η κριτική στην πολιτική –στα κόμματα, στην πολιτική τάξη– έχει μετατραπεί σε μαζική αδιαφορία, σε διαδεδομένο ωχαδερφισμό.

 

Μπροστά σε αυτό το δεδομένο, πρέπει να αναρωτηθούμε αν η αποχή στην Ιταλία είναι ακόμη μια πολιτική ή έστω ένα αίτημα αλλαγής πολιτικής ή αν είναι μάλλον ένδειξη της εξάντλησης της αντίληψης περί της αναγκαιότητας της πολιτικής. Το ερώτημα είναι θεμιτό, καθώς η αποχή στη χώρα μας δεν είναι πλέον η εσωτερική ή εξωτερική εξορία στην οποία αποσύρεται μια σημαντική έστω μειονότητα, αλλά είναι το τέλος κάθε πολιτικής αφοσίωσης, η μαζική αποσκίρτηση και η βουβή παθητική διαμαρτυρία μια σιωπηλής (οιονεί) πλειονότητας, η οποία αποσύρεται από το πολιτικό πεδίο, προκαλώντας έτσι, σε έναν μελλοντικό ορίζοντα, την κατάρρευση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.

 

Αυτή η φυγή από την πολιτική είναι η αντιπολιτική: όχι μια Μεγάλη Αρνηση ούτε μια συμπεριφορά αμφισβήτησης, αλλά το αδιάφορο σήκωμα των ώμων εκείνων που –βασανιζόμενοι από πολύ σοβαρότερες ασχολίες– καταργούν ως ασήμαντη την ίδια τη διάσταση της πολιτικής, των θεσμών, του δημόσιου βίου. Στην Ιταλία η αποχή είναι η κρίση της δημοκρατίας που έρχεται να προστεθεί στην κρίση της οικονομίας: μια κοινωνία κατακερματισμένη, η οποία –έχοντας δοκιμάσει μόνον την κακή πολιτική– δεν πιστεύει πλέον ότι χρειάζεται την πολιτική. Αν όμως αυτή η αποχή είναι αληθινά μια ολική απόσυρση από την πολιτική, αν δεν προετοιμάζει ούτε μια νέα μορφή παρουσίας ούτε ένα αίτημα νέας αντιπροσώπευσης, τότε οφείλουμε να πούμε καθαρά ότι είναι αφελές και ανεύθυνο να νομίζουμε ότι θα ξεφύγουμε από την πολιτική, η οποία σε κάθε περίπτωση επανεμφανίζεται αναπόφευκτα ως καθαρή εξουσία του πιο ισχυρού.

 

Οφείλουμε να πούμε καθαρά ότι μια κοινωνία χωρίς πολιτική είναι μια κοινωνία-φάντασμα, η οποία απαρνιέται τον εαυτό της, απαρνιέται την ελευθερία της ή την απελευθέρωσή της. Δεν υπάρχει μια δημοκρατία της απουσίας. Αυτό το φοβερό πολιτικό κενό θα καλυφθεί αμέσως, πιθανότατα από εξουσίες που σήμερα δεν είναι ακόμη ορατές, αλλά που σίγουρα θα εμφανιστούν στο προσκήνιο.

 

Με δυο λόγια, πολύ σύντομα η Ιταλία θα βρεθεί μπροστά σε αυτά τα ενδεχόμενα: ή η μάζα εκείνων που απέχουν θα μπορέσει να επιλέξει πειστικές προσφορές νέας πολιτικής ή θα γίνει ικανή από μόνη της να φανταστεί νέους λόγους πολιτικής ή θα συνεχίσει να συγκροτεί το απειλητικό και ανεξέλεγκτο έρμα της μελλοντικής πολιτικής, την παθητική ύλη νέων περιπετειών, πιθανότατα με τραγική έκβαση.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Καθηγητής Ιστορίας των Πολιτικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το κείμενό του αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica»

 

Scroll to top