kalpi

17/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ανώμαλη δημοκρατία

Tο αίσθημα ματαιότητας της συμμετοχής στην ψηφοφορία απορρέει από τη δυσπιστία για την αποτελεσματικότητα της ψήφου, δυσπιστία που επιβεβαιώνεται από τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
      Pin It

Της Νάντια Ουρμπινάτι*

Επιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης

 

Οι δημοτικές εκλογές του Ιουνίου 2013 θα περάσουν στην ιστορία ως η εκλογική αναμέτρηση που κατέγραψε την κατάρρευση των κομμάτων που υιοθετούν λαϊκιστικές και δημοψηφισματικές αντιλήψεις (του κόμματος του Μπερλουσκόνι, της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο), γεγονός πολύ σημαντικό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε το κράτος και την πολιτική.

Οι εκλογές αυτές θα περάσουν στην ιστορία και ως εκείνες που κατέγραψαν κατάρρευση της εκλογικής συμμετοχής, η οποία υποχώρησε κάτω από το 50% όσων έχουν δικαίωμα ψήφου. Το Δημοκρατικό Κόμμα και η Κεντροαριστερά δεν έχουν κανέναν λόγο να πανηγυρίζουν, παρ’όλο που οι υποψήφιοί τους νίκησαν σχεδόν παντού. Πρόκειται για μια νίκη που αφήνει μια πικρή γεύση. Θα πρέπει να ανησυχούν γι’ αυτήν την απόσυρση των εκλογέων;

Το ερώτημα είναι ρητορικό. Προφανώς και θα πρέπει να ανησυχούν. Και η πρώτη αντίδραση σε αυτήν τη θεμιτή ανησυχία θα πρέπει να είναι ένας στοχασμός για το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται αυτή η παρακμή της εκλογικής συμμετοχής. Η οικονομική κρίση και η κρίση πολιτικής συμμετοχής συνδέονται στενά η μια με την άλλη και είναι παρόμοιες στη φαινομενολογία τους και στις επιπτώσεις τους. Η οικονομική κρίση τροφοδότησε μια ψυχολογία της παραίτησης. Ο ριζικός χαρακτήρας της κρίσης αφαίρεσε από πολλούς την αίσθηση της ουσιαστικής δυνατότητας να κάνουν επιλογές εργασίας και επαγγελματικής εξέλιξης, να παλέψουν με επιτυχία για ένα καλύτερο μέλλον ή έστω γνωρίζοντας ότι αυτό που κάνουν δεν είναι μάταιο.

Μαζί με τις θέσεις εργασίας χάθηκε και η ιδέα ότι η ατομική προσπάθεια μπορεί να φέρει αποτελέσματα, ότι υπάρχει ένα χειροπιαστό νόημα στο να δραστηριοποιείται κανείς και να κάνει θυσίες. Και αυτή είναι μια ένδειξη της σοβαρότητας της κρίσης. Η σύγκριση της προηγούμενης κατάστασής τους με την τωρινή, η σύγκριση αυτού που μπορούν να υλοποιήσουν σήμερα με εκείνο που μπορούσαν να υλοποιήσουν παλιότερα: αυτές οι συγκριτικές αξιολογήσεις των περιστάσεων της κοινωνικής ζωής και των δυνατοτήτων επιλογής οδηγούν πολλούς πολίτες στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για να βελτιώσουν την κατάστασή τους.

Η δράση τους έχει όλο και λιγότερη δύναμη. Το αίσθημα της ματαιότητας έχει μεταφερθεί και στην πολιτική σφαίρα. Και ως πολίτες, πολλοί αισθάνονται ότι η δύναμη της φωνής τους, που τους τη δίνει το δικαίωμα της ψήφου, είναι ελάχιστα ή διόλου αποτελεσματική. Τα εμπόδια που φράζουν την κοινωνική τους πρωτοβουλία υπάρχουν και στην πολιτική σφαίρα. Οποιος βρίσκεται «μέσα» στην πολιτική σφαίρα ή είναι «στην πολιτική» γίνεται αντιληπτός ως κάτοχος μιας εξουσίας την οποία πολλοί, πάρα πολλοί από εκείνους που βρίσκονται «απέξω», αισθάνονται ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν.

Προφανώς οι απλοί πολίτες αισθάνονται ότι τους χωρίζει μια τόσο μεγάλη απόσταση από όσους είναι μέσα στην πολιτική ώστε η φωνή τους δεν φτάνει μέχρι εκεί ή, αν φτάνει, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Πρόκειται για μια ανησυχητική διάβρωση της δύναμης που έχει η ιδιότητα του πολίτη.

Στη δεκαετία του 1950, υπήρχε μια αμερικανική σχολή σκέψης η οποία υποστήριζε ότι η πολιτική απάθεια και όχι η συμμετοχή είναι ένδειξη υγείας της δημοκρατίας: όπως δεν πας στον γιατρό όταν είσαι καλά στην υγεία σου, έτσι δεν πας να ψηφίσεις όταν δεν έχεις τίποτα για το οποίο να παραπονεθείς. Οποιος σωπαίνει (ή μένει στο σπίτι του) συναινεί. Η οικονομική ανάπτυξη και η σχετική ευημερία έκαναν αυτήν την ερμηνεία να φαίνεται πειστική. Εφαρμοζόμενη στην Ιταλία, αυτή η ερμηνεία δεν ισχύει.

Δεν ισχύει ούτε για τη δεκαετία του 1950, όταν η χώρα, μετά τον φασισμό, ζούσε την οικονομική και δημοκρατική αναγέννηση με εύλογο συμμετοχικό ενθουσιασμό, ούτε για το παρόν, επειδή σήμερα η αποχή γίνεται μέσα σε κλίμα ακραίας οικονομικής ύφεσης. Στην οικονομική ζωή, όπως και στην πολιτική, αν όλο και περισσότερα πρόσωπα σήμερα δεν ενεργοποιούνται ή δεν προσπαθούν να ενεργοποιηθούν, αυτό συμβαίνει επειδή θεωρούν ότι δεν αξίζει τον κόπο. Ετσι εξηγούνται οι εντυπωσιακοί αριθμοί των νέων οι οποίοι δεν σπουδάζουν ή δεν αναζητούν εργασία. Ετσι εξηγούνται και οι αριθμοί που καταδεικνύουν την κατάρρευση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Αυτή η απώλεια της εμπιστοσύνης στις δικές μας δυνατότητες και στη δική μας δύναμη είναι η πιο ανησυχητική όψη του καιρού μας.

Οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις επιβεβαιώνουν πως είναι ισχυρό το ρεύμα που αισθάνεται ότι είναι μάταιη η ψήφος, μια συμμετοχική προσπάθεια που δεν αποδίδει τίποτα, επειδή τα πράγματα δεν αλλάζουν, οι κοινωνικές συνθήκες παραμένουν άσχημες και η πολιτική τάξη παραμένει απόμακρη, λες και δεν την αγγίζει η γνώμη των πολιτών. Δεν υπάρχει χειρότερη ένδειξη ψυχολογικής δυσθυμίας από εκείνη που πηγάζει από το συναίσθημα της ανημπόριας.

Αυτό ισχύει κυρίως για τη δημοκρατία, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη και εθελούσια συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή. Το αίσθημα ματαιότητας της συμμετοχής στην ψηφοφορία απορρέει από τη δυσπιστία για την αποτελεσματικότητα της ψήφου, δυσπιστία που επιβεβαιώνεται από τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Η πλειοψηφία που νίκησε σε αυτές υπολογίζεται ότι είναι μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος.

Οι κανόνες είναι βέβαια νόμιμοι, επειδή αυτό που μετράει είναι ο αριθμός των ψήφων. Είναι όμως θεμιτό να ανησυχούμε πολύ για την ηθική νομιμοποίηση, επειδή, όταν το δικαίωμα ψήφου θεωρείται μάταιο, οι εκλογείς αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν καμία δύναμη. Μια δημοκρατία που εμπνέει το αίσθημα της ανημπόριας στην πλειοψηφία των πολιτών της είναι μια ανώμαλη δημοκρατία.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το κείμενό της αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».

 

Scroll to top