29/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Rethink Athens?

      Pin It

ΣΟΦΙΑ ΒΙΔΑΛΗΤης Σοφίας Βιδάλη*

 

Τα τελευταία χρόνια το κέντρο της Αθήνας βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος με δραματικό τρόπο: ανασφάλεια, εγκληματικότητα, βία και καταστροφές, ακραία φτώχεια, όχι μόνον αποτελούσαν σημαντικά ζητήματα αλλά αποτελούσαν και τις μοναδικές ειδήσεις για την περιοχή αυτή. Σε συνδυασμό με καλά σχεδιασμένες επικοινωνιακές πολιτικές το κέντρο της Αθήνας ταυτίστηκε με την παρακμή και τον φόβο αλλά και την ακραία καταστολή των κοινωνικών κινημάτων.

 

Αν και υπάρχει γενικά συμφωνία σχετικά με βασικές αιτίες της υποβάθμισης της ζωής στο κέντρο της Αθήνας (μετεγκατάσταση πληθυσμών και υπηρεσιών, νεοαφιχθέντες εξαθλιωμένοι πληθυσμοί κυρίως χωρίς χαρτιά, μετατροπή του κέντρου στη μεγαλύτερη ανοικτή πιάτσα ναρκωτικών στην Ελλάδα κ.λπ.), ποτέ δεν συζητήθηκαν οι ευκαιρίες πλουτισμού που έφερε η υποβάθμιση και η κρίση στο κέντρο της πόλης και οι συνέπειές τους. Ο τρόπος διευθέτησης των κοινωνικών προβλημάτων (κυρίως μέσω της απουσίας κράτους και της καλλιέργειας φόβων) αποτέλεσε παράγοντα που ευνόησε αγοραπωλησίες ακινήτων (που ήταν καθοριστική διαδικασία), άλλαξε τις συλλογικές στάσεις για τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και δημιούργησε συναινέσεις για την καταστολή και για τη ριζική αλλαγή της όψης της πόλης.

 

Σήμερα, στην Αθήνα οι ψηφοφόροι που εκλέγουν τις Δημοτικές Αρχές σε μεγάλο ποσοστό δεν κατοικούν στην πόλη, τα κλειστά μαγαζιά και εμπορικά τείνουν να γίνουν το χαρακτηριστικό της, μαζί με την καταναλωτική οικονομία του ελεύθερου χρόνου που κυριαρχεί και μέσα στην κρίση, ενώ η πόλη τείνει να μην έχει στο κέντρο της κατοίκους ή δεύτερης γενιάς κατοίκους. Σε αυτές τις συνθήκες και αφού έχει επιτευχθεί η αφανής και ουσιαστική αλλαγή στους ιδιοκτήτες και χρήσεις γης, επιλέγεται να γίνει η ανάσχεση της υποβάθμισης με μέτρα και σχέδια καλλωπισμού, τα οποία σε μια πρώτη προσέγγιση είναι όντως όμορφα. Κυρίως, όμως, φαίνεται να απαντούν επικοινωνιακά στο ιδεολόγημα «να γίνουμε Ευρώπη βρε παιδί μου επιτέλους», που υπονοεί να εκ-πολιτιστούμε: μόνο που ο πολιτισμός ταυτίζεται, όπως και στο παρελθόν, με το γκρέμισμα του παλιού αυτή τη φορά, όχι σε κτίρια αλλά σε στάσεις, συμπεριφορές και λειτουργίες. Το καινούργιο οργανώνεται αποκλειστικά γύρω από το κέρδος: η πόλη πρέπει να λειτουργεί σαν μηχανή, όλη μέρα, να παράγει συνεχώς, είναι το νέο δόγμα. Αλλά αυτή η παραγωγή δεν είναι πολιτισμός και κοινωνική συνοχή, είναι κεφάλαια και κέρδη. Ετσι η ανάπτυξη της πόλης ταυτίζεται με τον τουρισμό, την κατανάλωση και «ευχάριστα» έργα. Σε καιρούς οικονομικής ύφεσης αυτό το νέο αθηναϊκό όνειρο μοιάζει καλό και ωφέλιμο για όλους. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς έτσι.

 

Η νέα ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας σημαίνει και αναδιάρθρωση της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης συνολικά. Με δεδομένο ότι η μεσαία τάξη διαλύεται, η Αθήνα της επόμενης δεκαετίας θα χαρακτηρίζεται από έναν κεντρικό θύλακα, όπου δεν θα υπάρχουν κάτοικοι αλλά τουρίστες, και έναν άλλο, όπου οι κάτοικοι θα είναι μιας συγκεκριμένης οικονομικής τάξης και πάνω. Τα φτωχά στρώματα θα ωθούνται συνεχώς στην (πάντα υποβαθμισμένη) μη ορατή από τους τουρίστες και τα real estate βορειοδυτική περιφέρεια του κέντρου της Αθήνας.

 

Ενώ η ξεπερασμένη θεματολογία του τηλεοπτικού λόγου πασχίζει να ξαναφέρει το θέμα της ασφάλειας στο επίκεντρο και οι υποψήφιοι δήμαρχοι ερίζουν συχνά, για το αν πρέπει να υπάρχει Δημοτική Αστυνομία ή όχι, το ουσιαστικό ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουν είναι τι πόλη θέλουν να διοικήσουν: Μια πόλη μαγαζατόρων, ξενοδόχων και μεσιτικών γραφείων, που όλα προορίζονται για τους τουρίστες και θαμώνες, με ιδιωτική αστυνομία και ένα αναβαθμισμένο οργανωμένο έγκλημα που θα ελέγχει μέρος της οικονομίας; Μία πόλη που οι κάτοικοί της θα διαβαίνουν το κέντρο, χωρίς να μπορούν κατοικήσουν εκεί, εκτός εάν είναι πάμπλουτοι και που ο δημόσιος χώρος θα είναι ελεύθερος μόνον επί πληρωμή; Ή μια πόλη μεικτών χρήσεων γης και κατοίκων μεικτών κοινωνικών τάξεων που θα μοιράζονται ελεύθερα τον ίδιο δημόσιο χώρο ουσιαστικά; Αυτό νομίζω ότι είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα που αφορά την Αθήνα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα παραπέμπει και στις πολιτικές που θα ακολουθήσει ο δήμος σε μια σειρά από περαιτέρω προβλήματα και ζητήματα. Διαφορετικά θα μένουμε σε μια πόλη όπου οι πραγματικοί κάτοικοι δεν θα ακούγονται και που μόνον οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων κάθε είδους και ακινήτων, που συχνά δεν μένουν στην πόλη, θα αποφασίζουν για την τύχη της.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

*Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΔΠΘ

 

Scroll to top