05/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Τομ Κρουζ loser σε απόγνωση

Στο «Edge of tomorrow» ο Νταγκ Λάιμαν επιφυλάσσει για τον σούπερ σταρ, που μεγαλώνει, έναν κόντρα ρόλο. Αυτή τη φορά είναι μια γυναίκα, η Εμιλι Μπλαντ, που διαθέτει τον ηρωισμό και τα ποντίκια. Ο σκηνοθέτης τού «Mr. and Mrs. Smith» συνθέτει έτσι μια γρήγορη, έξυπνη, απολαυστική περιπέτεια φαντασίας, ό,τι πρέπει για θερινό σινεμά συνοδεία ποπ κορν.
      Pin It

Της Λήδας Γαλανού

 

Στα όρια του αύριο

(Edge of tomorrow)

σκηνοθεσία: Νταγκ Λάιμαν

Ηθοποιοί: Τομ Κρουζ, Εμιλι Μπλαντ, Μπρένταν Γκλίσον, Μπιλ Πάξτον

 

Στο κοντινό μέλλον, ο Μπιλ Κέιτζ είναι αξιωματικός του στρατού, αλλά δουλεύει στο τμήμα μάρκετινγκ: δεν έχει πολεμήσει ποτέ, αλλά έχει προσελκύσει εκατομμύρια εθελοντών στη μάχη εναντίον αήττητων εξωγήινων πλασμάτων υψηλής νοημοσύνης που κατατροπώνουν τη Γη. Ο Κέιτζ, ωστόσο, από ένα γύρισμα της τύχης, θα βρεθεί να πολεμά στην πρώτη γραμμή, δίπλα στην ηρωίδα των Ειδικών Δυνάμεων, Ρίτα Βρατάσκι. Θα σκοτωθεί μέσα σε λίγα λεπτά, αλλά, ανεξήγητο πώς, θα επιστρέψει στην αρχή της μάχης, ξαναζώντας τα περιστατικά πάλι και πάλι, επιστρέφοντας κάθε φορά που σκοτώνεται, κερδίζοντας τη δυνατότητα να φτάσει και πιο μακριά, να πολεμήσει πιο καλά, να μάθει περισσότερα για τον φονικό εχθρό και τα τρωτά του σημεία – και για τη Ρίτα Βρατάσκι στην πορεία.

 

Οπως και πριν από μια δεκαετία με το «Mr. and Mrs. Smith», ο Νταγκ Λάιμαν συνθέτει μια γρήγορη περιπέτεια (φαντασίας, αυτή τη φορά), με έξυπνο χιούμορ και διάχυτο σεξ απίλ. Στο πλαίσιο του sci-fi, το φιλμ είναι πετυχημένη κωμωδία, παραπέμποντας όπως είναι φυσικό στη «Μέρα της Μαρμότας», φροντίζοντας, σεναριακά και μονταζιακά, οι επαναλήψεις της δράσης να εμπεριέχουν εκπλήξεις και ο ρυθμός να μη χαλαρώνει δευτερόλεπτο. Τα ειδικά εφέ ενσωματώνουν φυσικούς χώρους, από το πεδίο της μάχης μέχρι το κεντρικό Λονδίνο και το Λούβρο, ενώ οι φονικοί εξωγήινοι θυμίζουν λυσσασμένα περιστρεφόμενα beyblade.

 

Ο Τομ Κρουζ και η Εμιλι Μπλαντ είναι απολαυστικοί σε… αντεστραμμένους ρόλους, εκείνος ως loser σε απόγνωση κι εκείνη ως μυώδης υπερήρωας, και η μεταξύ τους χημεία λειτουργεί τέλεια στην οθόνη. Σε συνδυασμό με τη δίψα της τελευταίας χρονιάς για μια πληθωρική, διασκεδαστική περιπέτεια, το «Edge of tomorrow» έρχεται ως η πιο κατάλληλη απάντηση, συνοδεία ποπ κορν και καλοκαιρινής ελαφρότητας.

 

……………………………………….

 

Πέρα από το όνειρο

(The congress)

Σκηνοθεσία: Αρι Φόλμαν

Ηθοποιοί: Ρόμπιν Ράιτ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τζον Χαμ, Πολ Τζιαμάτι

 

Η Ρόμπιν Ράιτ, διατηρώντας το όνομά της και μια χαλαρή σύνδεση με την πραγματική της προσωπικότητα, υποδύεται μια κινηματογραφική σταρ που, έχοντας πατήσει τα 45, βλέπει την καριέρα της να φθίνει. Με την προτροπή του μάνατζέρ της, δέχεται την πρόταση να σχεδιαστεί ένα ψηφιακό αντίγραφό της, που θα συνεχίζει να παίζει σε ταινίες παραμένοντας αιώνια νέο, με τη συμφωνία ότι η ίδια θα εξαφανιστεί από την επικαιρότητα και δεν θα εμφανιστεί ποτέ ξανά μπροστά σε κόσμο, ούτε καν για μια συνέντευξη ή μια επιβράβευση. Καθώς τα χρόνια περνούν, το κοινό μπορεί να «νοικιάζει» την ψηφιακή Ρόμπιν Ράιτ και να ζει για λίγο μέσα στο σινεμά, μέσα στην πλαστή πραγματικότητα της τέχνης και της αναγνώρισης ή σε όποιο άλλο ψηφιακά σχεδιασμένο σύμπαν επιθυμεί.

 

Εμπνευσμένος από το μυθιστόρημα του συγγραφέα τού «Solaris», Στανισλάβ Λεμ, με τίτλο «The futurological congress», ο Ισραηλινός σκηνοθέτης τού «Βαλς με τον Μπασίρ», παραμένει εικαστικά αιχμηρός πειραματιστής, αλλά μετατοπίζει το ενδιαφέρον του από το πολιτικό σινεμά σε μια μελέτη του ίδιου του σινεμά, της διασημότητας και του φευγαλέου του χρόνου. Οσο η ταινία προχωρά, τόσο ο Φόλμαν ξεδιπλώνει ένα σύμπαν –τον κόσμο του σινεμά– φτιαγμένο με το πιο σουρεαλιστικό, ψυχεδελικό animation που έχουμε δει από την εποχή του The Wall. Με το «The congress», ο Αρι Φόλμαν θέλει, σ’ ένα φιλμ ήδη πλούσιο, να μιλήσει για τα πάντα και με τον σοβαρότερο τρόπο: για τις εκπτώσεις της τέχνης μπροστά στην τεχνολογία, για την απαξίωση του ανθρώπινου πνεύματος μπροστά στην ψηφιακή εξέλιξη, για τους συμβιβασμούς και τα κόστη των αποφάσεων. Παραδόξως, είναι αυτοί οι φορτωμένοι, νεοχίπικοι στοχασμοί που δυσκολεύονται να διατυπωθούν και να πείσουν στην ταινία. Η αλήθεια της βρίσκεται στις απόλυτα τριπαριστικές εικόνες της, που αρκούν για να ταξιδέψουν τον νου όπου ο ρεαλισμός δεν τον αφήνει να πάει.

 

……………………………………….

 

Yves Saint Laurent

Σκηνοθεσία: Ζαλίλ Λεσπέρ

Ηθοποιοί: Πιερ Νινέ, Γκιγιόμ Γκαλιέν, Σαρλότ Λε Μπον, Λορά Σμετ, Μαρί ντε Βιλπέν

 

Το 1957, στα 21 του μόλις χρόνια, ο Ιβ Ματιέ Σεν Λοράν, νεαρός ταλαντούχος σχεδιαστής με καταγωγή από την Αλγερία, γίνεται η υπογραφή του οίκου Ντιόρ. Από εκείνη τη στιγμή, οι προβολείς είναι στραμμένοι πάνω του, σ’ έναν εξαιρετικά δημιουργικό, αλλά ευάλωτο, αδύναμο και κυκλοθυμικό άντρα που πάσχει από μανιοκατάθλιψη, από βουλιμία για νέες αισθήσεις κι από απέχθεια για οποιουδήποτε είδους όρια. Δίπλα του, στήριγμα προσωπικό και επαγγελματικό, ο Πιερ Μπερζέ, η άλλη, πιο συγκροτημένη και πρακτική πλευρά του χρυσού νομίσματος που ονομάστηκε YSL.

 

Η πρώτη από τις δύο ταινίες που λανσαρίστηκαν φέτος με ήρωα τον εμβληματικό σχεδιαστή μόδας (η δεύτερη, το «Saint Laurent» του Μπερτράν Μπονελό έκανε μόλις πρεμιέρα στις Κάνες, ενώ αυτή εδώ τον Φεβρουάριο στο Βερολίνο), προσεγγίζει την ιστορία του Ιβ Σεν Λοράν ξεκάθαρα από τη σκοπιά του συντρόφου και μάνατζέρ του, του επιχειρηματία Πιερ Μπερζέ, με δικό του voice over σε νοσταλγικές αναπολήσεις. Ακόμα περισσότερο, παρουσιάζει τον Σεν Λοράν ως ένα αδύναμο πλάσμα γεμάτο καπρίτσια, που θα είχε χαθεί στην αφάνεια χωρίς τον στυλοβάτη Μπερζέ.

 

Ακόμη κι αν αυτή είναι η αλήθεια, το σενάριο είναι εξαιρετικά επιδερμικό και μονοδιάστατο για να αποτυπώσει χαρακτήρες και ισορροπίες. Ο κόσμος της μόδας, αλλά και το μεγαλείο της έμπνευσης του Ιβ Σεν Λοράν και οι πάντα ρηξικέλευθες αποφάσεις του δεν αποτυπώνονται κινηματογραφικά και οι δύο πρωταγωνιστές ερμηνεύουν τους ήρωές τους με υπερβολική δραματικότητα που μοιάζει προσποιητή.

 

……………………………………….

 

Σκουριασμένη πόλη

(Out of the furnace)

Σκηνοθεσία: Σκοτ Κούπερ

Ηθοποιοί: Κρίστιαν Μπέιλ, Γούντι Χάρελσον, Κέισι Αφλεκ, Φόρεστ Γουίτακερ, Γουίλεμ Νταφό, Ζόι Σαλντάνα, Σαμ Σέπαρντ

 

Το 2008, λίγο πριν από την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, δύο αδέλφια, ο Ροντ και ο Ράσελ, ζουν σε μια ξεχασμένη βιομηχανική πόλη της Πενσιλβάνια: ο Ροντ έχει καταταγεί στον στρατό για να ξεφύγει, ο Ράσελ δουλεύει στο εργοστάσιο. Προσπαθώντας πάντα να «κάνουν το σωστό» και, ταυτόχρονα, να βρουν διέξοδο σε μια άλλη, καλύτερη ζωή, τα δύο αδέλφια κάνουν τη μια λάθος επιλογή μετά την άλλη. Ο Ράσελ μπαίνει φυλακή και βγαίνει για να βρει την κοπέλα του να τον έχει εγκαταλείψει για τον τοπικό σερίφη. Ο Ροντ προσπαθεί να ξεπληρώσει τους οφειλέτες του παίζοντας σε παράνομους αγώνες μποξ. Τα δύο αδέλφια εγκλωβίζονται, βήμα το βήμα, σε μια σφιχτή τανάλια ηθικού χρέους και βρόμικης συνείδησης. Στιβαρό, σκοτεινό κοινωνικό δράμα στις αποχρώσεις της αμερικανικής οικονομικής κρίσης, μια ταινία που παραπέμπει περισσότερο στο σινεμά του ’70 και τους αντιήρωές του, με φωτογραφία γκρίζα σαν τους ανθρώπους που γεμίζουν τα πλάνα της και σκηνοθεσία γενναιόδωρη, που αφήνει τον χρόνο να περάσει για να αναδείξει χαρακτήρες. Μέσα στο είδος της δεν έχει καμιά πρωτοτυπία, ούτε σεναριακή, ούτε σκηνοθετική, αλλά κερδίζει πόντους χάρη στους πρωταγωνιστές της, δείγματα υποκριτικής τελειότητας στην κάθε τους σκηνή, εκρηκτικά βίαιη ή σιωπηλά εσωστρεφή.

 

……………………………………….

 

Τα δεσμά του διαβόλου

(Devil’s knot)

Σκηνοθεσία: Ατόμ Εγκογιάν

Ηθοποιοί: Κόλιν Φερθ, Ρις Γουίδερσπουν, Ντέιν ΝτεΧάαν, Μιρέιγ Ινος, Κέβιν Ντουράντ, Ελίας Κοτέας

 

Το 1993, στο δυτικό Μέμφις, τρία οκτάχρονα αγόρια βρίσκονται άγρια δολοφονημένα και ακρωτηριασμένα, ενδεχομένως με τελετουργικό τρόπο. Η τοπική κοινωνία και οι αρχές βιάζονται να κατηγορήσουν και, στη συνέχεια, να καταδικάσουν ως δράστες τρεις έφηβους, κυρίως επειδή ο καθένας με τον τρόπο του ήταν αταίριαστοι με την κοινωνική νόρμα της περιοχής και των ηθών της. Η μητέρα του ενός από τα θύματα κι ένα ιδιωτικός ντετέκτιβ βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της αναζήτησης της αλήθειας. Μεταφέροντας στην οθόνη την πραγματική ιστορία των «Τριών του Μέμφις», ο Εγκογιάν καταλήγει με μια από τις χειρότερες ταινίες του, που δεν στέκεται καν αντάξια του αληθινού, υπαρκτού δράματος, των ζητημάτων προκατάληψης και κακοδικίας που μεταχειρίζεται και των προσώπων που στελεχώνουν την ιστορία, από μόνη της πολύ πιο σύνθετη και καθηλωτική από την ταινία. Οι πρωταγωνιστές κάνουν ό,τι μπορούν μ’ ένα επιφανειακό σενάριο, η σκηνοθεσία, με θολά flash backs και όνειρα, τείνει προς τη σαπουνόπερα, το φινάλε έρχεται τόσο αυθαίρετο όσο τα συμπεράσματα εκείνων που εκθέτει και το σύνολο δεν ξεφεύγει στιγμή από το παρωχημένο. Αν η ιστορία προκαλεί το ενδιαφέρον, έχει πολύ δυνατότερη απεικόνιση στην τριλογία ντοκιμαντέρ του HBO, «Paradise Lost».

 

……………………………………

 

Θεέ μου, τι σου κάναμε;

(Qu’est-ce qu’on a fait au Bon Dieu?)

σκηνοθεσία: Φιλίπ ντε Σοβερόν

Ηθοποιοί: Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί, Αρί Αμπιτάν, Μεντί Σαντούν, Φρεντερίκ Τσάου, Νουμ Ντιαβαρά, Φρεντερίκ Μπελ, Ζιλιά Πιατόν, Εμιλί Καέν, Ελοντί Φοντάν

 

Δυο αστοί Γάλλοι καθολικοί γονείς βλέπουν τις τέσσερις κόρες τους να παντρεύονται η μια μετά την άλλη: ο ένας γαμπρός είναι Εβραίος, ο άλλος μουσουλμάνος, ο τρίτος Κινέζος, όλοι αλλοεθνείς κι αλλόθρησκοι. Εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στον γάμο της τέταρτης, πέφτουν από τα σύννεφα όταν διαπιστώνουν ότι ο αρραβωνιαστικός είναι μεν Γάλλος, αλλά Αφρικανός, με εξίσου συντηρητικούς γονείς.

 

Η σύνοψη αρκεί για να συμπεράνει κανείς ότι οι νέοι Γάλλοι δημιουργοί (και πολίτες, προφανώς, μια και το φιλμ έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία) είναι εξίσου αρνητικοί με την πολιτισμική και εθνική ενσωμάτωση με τους Ελληνες. Το φιλμ θεωρητικά σατιρίζει τον κρυφορατσισμό, το γνώριμο «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν τους θέλω και μέσα στο σπίτι μου», μόνο που, ως κωμωδία που κεντρίζει εύκολα το θυμικό, χρησιμοποιώντας μόνο χιλιοεξαντλημένα λαογραφικά κλισέ και χοντροκομμένο σχολικό χιούμορ, καταλήγει να ενισχύει αυτό ακριβώς που κριτικάρει. Μια «καλών προθέσεων ελαφρότητα» εκεί όπου χρειάζεται σοβαρότητα, ή, τουλάχιστον, ευστροφία. Φυσικά ο θεατής θα γελάσει αντανακλαστικά, αλλά το ίδιο θα κάνει κι όταν δει κάποιον να πέφτει στον δρόμο. Μετά θα το σκεφτεί καλύτερα.

 

Scroll to top